Further tags

Σημαίνει αυτή με ωραίο πρόσωπο, ωραία μάτια, ωραία όψη, εκ του καλλί & όπη, πρβλ. όψις, όμμα. Σλανγκιστί, ετυμολογείται από το καλλί & οπή, δηλαδή τρύπα.

Βλ. και καλιόπη.

- Μας έφερε το Λίλιαν και την φίλη του την Καλλιόπη.
- Και πώς ήταν;
- Όνομα και πράγμα!
- Έ ρε θα γίνει της Πόπης!

Δες επίσης και τρύπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω εντυπωσιακή εμφάνιση.

Απόψε κάνεις μπαμ,
σε βλέπουν και φρενάρουνε και σταματούν τα τραμ.

(από Lafkadio, 04/02/09)(από pavleas, 04/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Aπό το γαλλικό bibelot.

Κυριολεκτικά: μικρό διακοσμητικό αντικείμενο που τοποθετείται πάνω σε διάφορα έπιπλα και εκτίθεται σε κοινή θέα. Οι παλιές νοικοκυρές είχαν πολλά μπιμπελό και καμάρωναν γι’ αυτά. Σήμερα οι γυναίκες τα αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι, γιατί απαιτούν πολύ ξεσκόνισμα.

Μεταφορικά η λέξη χρησιμοποιείται για κοπέλες καλλίγραμμες με ομορφιά Αφροδίτης που κάθε γυναίκα ονειρεύεται. Και οι άντρες τις ονειρεύονται, γι’ αυτό, μόλις βρεθούν μπροστά τους, τις χαζεύουν όπως θα χάζευαν ένα σμιλευμένο μπιμπελό.

Όλη η παρέα γύρισε και κοίταξε την πανέμορφη αιθέρια ύπαρξη που πέρασε από μπροστά της. Όλοι έμειναν με το στόμα ανοιχτό σαν χάνοι. Ο Χάρης μόλις βρήκε την φωνή του φώναξε: «Τι μπιμπελό ήταν αυτό; Ας το έβλεπα ξανά και ας πέθαινα!».

Σύγκρινε με θεόμουνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα αστυνομικός. Προφανώς από την μπλε στολή.

-Με πήγανε στο στρουμφοχωριό, τρία στρουμφάκια και μια στρουμφίτα.
-Ο μπαμπα-στρουμφ ήταν εκεί;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γέρος και η γριά που μοιάζουν με τα πατημένα σταφύλια, από τα οποία βγαίνει ο μούστος.

Σήμερα μεγάλος αριθμός τέτοιων γερόντων αποφεύγουν να καταντήσουν μουστόγεροι κάνοντας χρήση μπότοξ.

Είδες ο μουστόγερος μάπα που έφτιαξε; Το τσίτωσε το μάγουλο και καμαρώνει σαν γύφτικο σκεπάρνι!

Έχουν όμως και τις αβάντες τους... (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παχύς και μαλθακός. Βλέπε και μοσχάρι.

- Άρχισε κανα γυμναστήριο, τελευταία έγινες λαπάς από το πολύ φαϊ και καθησιό!

"Και σ\' έπιασα στα πράσα μια πρωία με κάποιον μικρομέγαλο λαπά!". (από Hank, 08/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σιδεράς είναι αυτός που είναι πολύ γυμνασμένος . Οι μύες του φαίνονται από παντού και είναι τεράστιος.

Γιάννης: Είδα και τον Χάρη σήμερα Βασίλης: Ποιόν ρε, αυτόν το σιδερά;

άλλο..

- Φίλε έχεις γίνει σιδεράς!
- Είδες τι κάνει το γυμναστήριο;!

Βλ. και σιδεράδικο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ροφός είναι γνωστό και εύγευστο ψάρι, και μάλιστα ακριβό. Το σώμα του είναι χοντρό και το κεφάλι του ιδιαίτερα ευμέγεθες. Μεταφορικά, ροφοί αποκαλούνται οι παχείς και εύσωμοι άνθρωποι, με πολλά περιττά κιλά.

- Ρε μαλάκα, αυτή η χοντρή δεν είναι η γειτόνισσά σου, εκείνη από την Τήνο;
- Ω ρε πούστη μου, αυτή είναι... Πάμε από εκεί, για να μην την τρακάρω, θα μου ζαλίσει τ' αρχίδια.
- Μην είσαι μαλάκας, η κοπέλα σε γουστάρει και έχει και δύο ξενοδοχειάκια στο νησί...
- Να τα χαίρεται! Δε βλέπεις ρε ότι η γκόμενα είναι σαν ροφός;
- Όλα δικά σου τα θες ρε... Αμάν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του καυλοράπανο, του καυλοράπανο, το και του καβλοράπανο. Γράφεται και «γκαβλοράπανο».

-Πολύ γκαυλοράπανο η Σούλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύνθετη λέξη που μας δίνει δύο περιπτώσεις. α) καράτι-βιόλα. β) καρά-τιβιόλα.

α) καράτι-βιόλα.
Στην πρώτη περίπτωση: έχουμε το καράτι που είναι μονάδα καθαρότητας του χρυσού και μέτρο βάρους πολύτιμων λίθων και, μεταφορικά, κάνει πιο μεγάλο το μέγεθος, στο οποίο αναφέρετα,ι και το βιόλα που έχει πολλές σημασίες:

  1. μουσικό όργανο με χαρακτηριστικό σχήμα.
  2. γυναικάρα με πολλές καμπύλες.
  3. γυναίκα χαζή, χαζοβιόλα.
  4. λουλούδι βιολέτα.
  5. γυναίκα όμορφη και φρέσκια σαν λουλούδι.

Σύμφωνα με τους ως άνω ορισμούς ερμηνεύουμε την καρατιβιόλα:

  1. μουσικό όργανο με ήχο πολλών καρατίων.
  2. γυναικάρα που περπατά και τρίζει η γη που πατά και την αξιολογείς με πολλά καράτια.
  3. γυναίκα που δεν είναι απλώς βλάκας, αλλά πανύβλακας.
  4. άνθος που η μυρωδιά του δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη.
  5. γυναίκα πανέμορφη σαν λουλούδι.

β) καρά-τιβιόλα.
Στην β' περίπτωση: έχουμε το τουρκικής προέλευσης «καρά», που επιτείνει την σημασία της λέξης που την ακολουθεί και την «τιβιόλας» από το τιβι, που σημαίνει αυτόν που αποχαυνώνεται στην τηλεόραση και απενεργοποιεί τις λίγες λειτουργίες του εγκεφάλου του. Συνεπώς καρατιβιόλα εδώ, είναι η κατάσταση αυτού που έχει πέσει το μυαλό του σε λήθαργο.

  1. Πω πω μανάρι μου εσύ! Τι καρατιβιόλα είσαι εσύ!
  2. Μην του μιλάς... μετακόμισε από τη νιρβάνα στην καρατιβιόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified