Further tags

Το μεγάλο ψάθινο ή κανναβένιο κοφίνι που χρησιμοποιούσαν οι αγρότες και εργάτες του χθες. Επίσης, το θωράκιο ενός πλοίου καθώς και το κλειστού τύπου ρυμουλκούμενο κοντέινερ νταλίκας.

Σλανγκιστί, κόφα αποκαλείται απαξιωτικά η (ξ)αίσχιστου είδους πόρνη, η καριόλα, η κουφάλα, η λούγκρα και γενικά οποιαδήποτε δεν μάς κάθεται.

Εκ του Ιταλικού coffa, που αποτελεί αντιδάνειο του αρχαίου κόφινος (καλάθι).

Ασίστ: Aias.ath

- ...άντε μωρή κόφα, καριόλα, πουτάνα μου θες και διαδηλώσεις. Άντε πλύνε κάνα πιάτο...
(από επίθεση ΜΑΤ σε διαδηλωτή, βλ. μύδι)

- Δεν ξέρω για ποιο λόγο είχε προγραμματιστεί το συλλαλητήριο, ούτε ήμουνα εκεί, αλλά άκουσα ότι έγινε της κόφας όταν διαμαρτύρονταν για το σκισμένο Κοράνι.
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published

Τσικό, στην καθιερωμένη σημασία της λέξης, είναι το παιδικό τμήμα μας ποδοσφαιρικής ομάδας (βλ. εδώ τον ορισμό του Τριανταφυλλίδη).

Στην έκφραση «παίζω με τα τσικό» αποκτά μεταφορικώς μια υποτιμητική σημασία. Σημαίνει δραστηριοποιούμαι σε περιβάλλον χαμηλών προσδοκιών, ασήμαντου ανταγωνισμού, που δεν μου αρμόζει, που δεν προάγει την προκοπή μου. Ένα περιβάλλον που με κάνει να μένω στάσιμος, αν όχι να χειροτερεύω με την πάροδο του χρόνου.

- Άντε ρε, δεν θα κάνεις την πρακτική σου στην Θεσσαλονίκη;
- Φίλος, καλή-χρυσή η Θεσσαλονίκη αλλά για την διαφήμιση τι να την κάνω; Με τα τσικό θα παίζουμε τώρα; Θα κατέβω Αθήνα, ν' αρχίζω να μπαίνω στα κόλπα, ξέρεις, εκδοτικά συγκροτήματα, τηλεόραση κι έτσι.
- Έλα κι εσύ να γίνουμε πολλές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Λέμε τώρα... Έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου να πάρω την απόφαση να τερματίσω τη συγκεκριμένη επαγγελματική δράση μου. Μπορεί να κάνω κάποιο άλλο επάγγελμα, ακόμα και στο χώρο του αθλητισμού. Θα μπορούσα ακόμα...ακόμα να ασχοληθώ και στον χώρο του ποδοσφαίρου (π.χ: προπονητής). Αλλά...αλλά ένα μόνο επάγγελμα έχω αποφασίσει να μην κάνω. Δε θα ξαναγίνω επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Ε...εντάξει, ερασιτεχνικά μπορεί να ασχολούμαι. Άλλο αυτό!

Όταν εκφέρω τον όρο, εννοώ πως σταματώ να ασχολούμαι επαγγελματικά με το κλότσημα της στρογγυλής θεάς, αφού σημειολογικά τα εργαλεία κλοτσήματος της, τα παπούτσια...ντε τα αχρηστεύω κρεμώντας τα (και καλά). Ε...και ας μην το κρύψωμεν άλλωστε. Τα κρεμασμένα παπούτσια δεν κλωτσάνε...

  1. Την απόφαση του να κρεμάσει τα παπούτσια του ανακοίνωσε επίσημα την σήμερα ο Γιάννης Γκούμας. Ο πρώην αμυντικός του Παναθηναϊκού τόνισε πως παρά τις προτάσεις που είχε αποφάσισε τελικά να σταματήσει, ενώ μεταξύ άλλων ευχαρίστησε και τον κόσμο του τριφυλλιού, λέγοντας πως «είμαι πλέον ένας από αυτούς». Δες

  2. Μετά από μια σπουδαία καριέρα τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, ο Νίκος Μαχλάς αποφάσισε να κρεμάσει τα παπούτσια του. Δες

Η κρεμασμένη φανέλα του Ζιντάν (από GATZMAN, 26/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος από τη slang των ορειβατών.

1. Μιλάμε για έναν ρόλο που ανατίθεται σε έναν έμπειρο ορειβάτη. Ο ρόλος σκούπα ανατίθεται συνήθως στον υπαρχηγό μιας ορειβατικής ομάδας. Ενώ ο αρχηγός βρίσκεται συνήθως πρώτος, ο άνθρωπος σκούπα βρίσκεται στο τέλος της ομάδας εποπτεύοντας την κίνηση των μελών της ομάδας με στόχο να βεβαιωθεί ότι δεν θα μείνει κανείς πίσω. Έτσι, σκανάρει τον χώρο σαρώνοντας την κίνηση των μελών της ομάδας, βοηθώντας όσους τραυματίζονται, όσους δυσκολεύονται κλπ, λες κι είναι σκούπα που σκουπίζει και καλά τα άτομα της ομάδας προς την ορθή κατεύθυνση.

Συνεπώς το άτομο αυτό πρέπει να διαθέτει ικανότητες και εμπειρία από συμμετοχές σε ορειβατικές αποστολές, εμπειρία στις ιδιαιτερότητες της συγκεκριμένης ανάβασης, εμπειρία στις συγκεκριμένες συνθήκες ανάβασης (π.χ:διαδρομή ανάβασης, κλιματολογικές συνθήκες, κλπ), ώστε να μπορεί να χειριστεί ενδεχόμενες αντιξοότητες. Επίσης πρέπει να έχει αυξημένες επικοινωνιακές ικανότητες, αίσθημα αλληλεγγύης προς τους άλλους, καθώς και την απαιτούμενη εμπειρία για την προσφορά των υπηρεσιών του σε γκρουπ ορειβατών με παρόμοια χαρακτηριστικά με αυτό που συζητάμε (π.χ: πλήθος ατόμων, ηλικίες ορειβατών, ορειβατική εμπειρία ατόμων, κλπ).

Για τη συγκεκριμένη περίπτωση, βλ. παρ. 1.

2. Εδώ η ομάδα χωρίζεται σε υποομάδες. Η ορειβατική υποομάδα που ανεβαίνει τελευταία, η υποομάδα σκούπα, ανεβαίνει με πιο αργό ρυθμό από τις άλλες, με στόχο να ελέγχει σαρώνοντας τον γύρω χώρο μήπως και βρει ταλαίπωρους ορειβάτες της ομάδας που, στην προσπάθεια τους να ανέβουν, έμειναν πίσω, τραυματίστηκαν, έχασαν τον δρόμο τους, κλπ. Αυτούς τους κατευθύνει, σκουπίζοντας τους και καλά, προς την ορθή κατεύθυνση (βλ. παρ. 2).

  1. Αν δεν έχομε φτάσει στα Γιάννενα, ας πούμε ως τις 9 το βράδυ, σημαίνει ότι κάποιος ξέμεινε, ή χάθηκε, ή τραυματίστηκε, ή … Συνειδητοποίησα πως οι περισσότεροι αγνοούμε πως γυρίζουμε πίσω ευχαριστημένοι και ασφαλείς χάρη στη σκούπα. Χάρη σ’ αυτόν που κλείνει την πορεία: δίνει κουράγιο σ’ εκείνον που ξέμεινε, κουβαλάει ένα σακίδιο παραπάνω, μένει χωρίς μπατόν, βρίσκει το μονοπάτι (αφού οι άλλοι έχουν φύγει εδώ και ώρα),... Ελάχιστοι έχομε κατανοήσει ότι η ευχαρίστησή μας στο τέλος οφείλεται στη λόξα του Γιάννη του Γιώτη να κάθεται τελευταίος
    Δες

  2. Χωριστήκαμε σε τρεις ομάδες. Με την πρώτη έφυγαν οι «έμπειροι» ορειβάτες. Ανεβαίνουν γρήγορα και σε ορισμένα σημεία τρέχοντας. Με την δεύτερη και πολυπληθέστερη ήμασταν και εμείς. Θα φθάναμε στο καταφύγιο «Αποστολίδης» σε οκτώ περίπου ώρες... Με την τρίτη θα έφευγαν οι τελευταίοι, οι οποίοι θα ανέβαιναν πιο χαλαρά σε δέκα περίπου ώρες. Κάνοντας και την απαραίτητη σκούπα αν έμενε πίσω κάποιος από τους προηγηθέντες. Και στις τρεις ομάδες υπήρχαν έμπειροι ορειβάτες, με φορητούς ασυρμάτους, οι οποίοι γνωρίζουν τον Όλυμπο σαν το σπίτι τους. Δες

(από GATZMAN, 28/10/09)(από GATZMAN, 28/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει τον αρχηγό, το συντονιστή μιας ομάδας ή ενός project. Κυριολεκτικά σημαίνει τον προπονητή αθλητικής ομάδας. Σε κάθε περίπτωση είναι αυτός που έχει το γενικό πρόσταγμα και αυτός ο οποίος θα ακούσει τα μπινελίκια σε περίπτωση αποτυχίας ή ακόμη και ατυχίας.

Στην αργκό μπορεί να συναντήσετε και τα πιο σοφιστικέ «κότσης» και «κότσας», που έχουν και μια δόση «κότσια» (guts, αρχίδια). Πάντως σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με το «κώτσος», που έχει τελείως διαφορετική σημασία. Γενικά ο όρος θεωρείται επαινετικός και φανερώνει την αποδοχή του υποκειμένου από την ομάδα.

  1. Γεια σου ρε κόουτς!

  2. Κόουτς, έχουμε πρόβλημα! Οι πολυπλέκτες τα 'παιξαν. Μόνο εσύ μπορείς να σώσεις την κατάσταση. Θα 'ρθεις λίγο;

  3. - Το κάνω με τον παλιό τρόπο και δε γαμιέται, βαρέθηκα!
    - Αν σε πιάσει ο κόουτς θα σε σκίσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο όρος έλκει την καταγωγή από την αργκό των Η/Υ. Πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο του γκουρού που σημαίνει ειδήμων, βαθύς γνώστης θεμάτων των Η/Υ και της Hi Texh γενικότερα. Το λέμε συνήθως για άσχετους που το παίζουν επαΐοντες. Στην κυριολεξία, κουρού είναι είδος τυροπιτακίου χωρίς σφολιάτα (βλέπε σχετικό μήδι).

  1. -Άκουσα ότι αυτός ο καινούριος είναι γκουρού.
    -Κουρού είναι! Χθες μου γάμησε το registry και δεν μπορώ να το συνεφέρω.

  2. Ήρθε απ' την εταιρεία ένας κουρού και τα έκανε κουλουβάχατα. Όλοι οι servers αλλάξαν IP. Τι να σου πω, χαμός. Μπλέχτηκαν τα σώβρακα με τις φανέλεςμ!

Τυροπιτάκια κουρού (από panos1962, 06/11/09)Εργασίες αποκατάστασης μετά από παρέμβαση κουρού (από panos1962, 06/11/09)Richard Stallman (από panos1962, 06/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Επιδίδομαι σε ταπεινωτική εργασία, χαμαλοδουλειά, χαμαλίκι, αγγαρεία, κοπιαστική δουλειά μικρής σημασίας.

Απαντάται στην υποτιμητική έκφραση: άντε να ξύνεις πατσές, (βλ. παράδειγμα 1).

  1. Τεμπελιάζω (βλ. παράδειγμα 2).

1α. Πατσές είναι οι κοιλιές. Για να μαγειρευτούν οι κοιλιές, πρέπει πρώτα να καθαριστούν από τα σκατά, που τα ξύνουν με μαχαίρι, μία κοπιαστική και όχι και τόσο ευχάριστη διαδικασία, η αλήθεια είναι.

Το άτομο στο οποίο αναφερόμαστε δεν είναι άξιο για τίποτα καλύτερο να κάνει στην ζωή του.

Αυτή είναι η αρχική και ορθή χρήση της φράσης.

2α. Η δεύτερη καθιερωμένη πλέον σημασία της (τεμπελιάζω), προέκυψε από την χρήση της φράσης χωρίς την γνώση της πρωταρχικής μαγειρικής προέλευσής της. Στην περίπτωση αυτή αναφερόμαστε σε άτομο το οποίο ξύνει τις ίδιες τις δικές του πατσές, δηλαδή κάτι ανάλογο με το ξύνω τ΄αρχίδια μου.

Απαντάται στην φράση «ξύνει τις πατσές του μέχρι να λειώσουνε τα ξύγκια», με την έννοια ότι ο εν λόγω κωλοβαράει ασύστολα.

  1. «Αν το θέλω με πίτα ζητάω πίτα με σουβλάκι. Αν αυτός που το πουλάει δεν ξέρει ότι σουβλάκι=μικρή σούβλα, άρα σουβλάκι=το κρέας περασμένο σε «καλαμάκι» ας αλλάξει επάγγελμα, ας ξύνει πατσές πχ :p» .

(καλά το καταλάβατε, είναι από φόρουμ για την αιώνια διαμάχη, σουβλάκι, μπουγάτσα, λεμονίτα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, να ζει κανείς ή να μη ζει κτλ).

  1. «Το μοναδικό νταραβέρι που έχει η Super League είναι με τον ΟΠΑΠ. Αν δεν υπήρχαν τα κρατικά λεφτά, το μαγαζί θα είχε χρεοκοπήσει. Από την ελεύθερη αγορά δεν παίρνουν ούτε σέντζι. Και με πουλημένα τα τηλεοπτικά δικαιώματα για τα επόμενα τρία χρόνια τι έχει να κάνει η Super League για τα επόμενα τρία χρόνια μέχρι το 2012; Για τέτοιες περιπτώσεις λέγεται ότι «ξύνουν πατσές». (σχόλιο αθλητικογράφου)

(από spydel, 09/11/09)Patsa (από allivegp, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δικηγορίστικη αργκό για τον χασοδίκη που σεργιανάει στους διαδρόμους των δικαστικών κτηρίων, που αποτελεί την ενσωμάτωση του δικαιώματος εκπροσωπήσεως του (φτωχού) κατηγορουμένου, α λα Ελληνικά.

Μη διαθέτων δικό του γραφείο ή διαθέτων μεν (μια τρούπα) αλλά σπανίως πατών δε, φορεί φόρμα εργασίας (ένα κοστούμι τριμμένο και κακοβαλμένο σα σακκί), έχει δυνατά βουβαλίσια πόδια και κώλο Βραζιλιάνας (απ’ το ανεβοκατέβασμα στις σκάλες και την ορθοστασία) και εξαχρειωμένη φάτσα.

Το κακομοιρίστικο σουλούπι του δεν εξαπατά τους μεμυημένους: Ταλαιπωρείται, αλλά κονομάει τρελλά (κάνει 5-6 δίκες την ημέρα)!

Στήνει αυτί στα «πηγαδάκια» και παρεμβαίνει στις κουβέντες των διαδίκων, έχει κονέ με την αστυνομία και φθάνει πρώτος στις αυτόφωρες συλλήψεις, ξέρει το ταράφι των αλλοδαπών, των πορνών, των πρεζάκηδων, των διερμηνέων, των δικαστικών γραμματέων κλπ και τσιμπάει υποθέσεις δώθε-κείθε.

Κυρίως όμως, γνωρίζει άριστα την (πρακτική) ποινική δικονομία και αναλαμβάνει την υπεράσπιση όλων της γής των κολασμένων που δεν έχουν δικό τους δικηγόρο και δε μπανίζουν τί διαμείβεται, έναντι αλμυρού αντιτίμου.

Τα αδικήματα γνωστά σ’ αυτόν και μη εξαιρετέα (μικρο-κλοπές, ναρκωτικά, πορνεία, παράνομη είσοδος στη χώρα, σωματική βλάβη, πλαστογραφία μετά χρήσεως νομιμοποιητικών αδείας παραμονής και πλέον ου).

Η υπερασπιστική του γραμμή, συνήθως κατόπιν συνοπτικότατης προεργασίας (κάνει πεντ-έξι ερωτήσεις στον αλυσοδεμένο κατηγορούμενο ή κοιτάζει στα κλεφτά τη δικογραφία λίγο πριν την εκφώνηση υπό το άγριο ή θύμηδες βλέμμα του εισαγγελέα), περιορίζεται στο να λέει κοινοτοπίες «είναι καλό παιδί κύριε πρόεδρε», «δεν το’ θελε», «ο πρότερος έντιμος βίος», «δεν έχει ξαναδικαστεί» (αφού σπανίως φθάνει εγκληματικό δελτίο ή ποινικό μητρώο στη δικογραφία ως τη δικάσιμο) κλπ.

Ο κατηγορούμενος άλλοτε την τρώει, άλλοτε απαλλάσσεται «λόγω αμφιβολιών» ένεκα benevolentiae των δικαστών, που ελάχιστα προκάλεσε ο συνήγορος... Βέβαια, μπορεί (αν έχει κέφι) να σκαρφιστεί ευφάνταστα τρυκ, ώστε να κλονίσει (;) την πεποίθηση των δικαστών περί ενοχής του κατηγορουμένου.

Π.χ., σε δίκη περί προκλητικά ασέμνων χειρονομιών πόρνης προς άγραν υποψηφίων πελατών, η εκπάγλου καλλονής και μπουρδελέ ντυμένη Ρωσίδα, έβγαλε στην αίθουσα ένα μικροσκοπικό σπρέι, διότι «είχε άσθμα» (δηλαδή δεν έκανε κωλοδάχτυλο στο στόμα της και παρεξήγησε ο αστυφύλακας που την συνέλαβε) κι άρχισε να ψεκάζεται για να το αποδείξει (!) κι έτσι αθωώθηκε μέσα σε τρανταχτά γέλια...

Άλλωστε, γνωστός δικηγόρος σε αθλητική δίκη περί άσεμνης χειρονομίας ποδοσφαιριστή (δυο αμερικάνικα κωλοδάχτυλα προς τα πάνω), είχε διατυπώσει το αμίμητο: «Έδειχνε το σκόρ κύριε πρόεδρε» (1-1)...

Παλαιότερα, στα κακουργιοδικεία, όπου το stake είναι 5-20 έτη κάθειρξη και ο συνήγορος υπερασπίσεως είναι υποχρεωτικός, ο διορισμός συνηγόρου (πληρώνεται απο το Κράτος) αυτεπαγγέλτως απο το δικαστήριο, γινόταν ως εξής:

[i]- Έχετε δικηγόρο;
- Όχι...
- Θέλετε να σας διορίσει συνήγορο το δικαστήριο;
- Θέλω...
- Υπάρχει κανένας δικηγόρος διαθέσιμος;
- Πα-ρών! (ο διαδρομιστής μας)[/i]

Καιροφυλακτούσε όλη μέρα στους διαδρόμους κι έπινε καφέδες. Αφού μελετούσε τον ο-γκω-δέ-στα-το φάκελο της δικογραφίας μέχρι το πέρας της ίδιας δικασίμου (θέλει μέρες) και χωρίς να ζητήσει διακοπή της δίκης για άλλη δικάσιμο ώστε να προετοιμαστεί καταλλήλως (σιγά τώρα), έλεγε μέσες-άκρες όσα και παραπάνω.

Ούτως ή άλλως, ο εξαθλιωμένος (για να μην έχει να δώσει σε δικό του δικηγόρο) κατηγορούμενος (αλλοδαπός, φτωχοπουτάνα, πρεζάκιας, τσιγγάνος) δεν παίρνει πρέφα τί παίχτηκε, φράγκο δεν δίνει, η υπόθεση ήταν μάλλον χαμένη από χέρι και χειρότερα δεν γινόταν...

Εξάλλου, οι φυλακωμένοι κάνουν κάθε τόσο αιτήσεις αναστολής εκτέλεσης της ποινής τους (τσάμπα είναι), γνωρίζοντας οτι είναι εκ προοιμίου χαμένες, προκειμένου να μεταχθούν σε δικαστήριο και να αλλάξουν παραστάσεις απ’ την κλεισούρα της φυλακής, ιδίως δε να πάρουνε «θέμα» (δικαστίνες, δικηγορίνες κλπ) και να τον παίξουνε μετά...

Σήμερα διορίζονται συνήγοροι υπερασπίσεως απο ειδικό κατάλογο (κυλιόμενα) και οι διαδρομιστές των κακουργημάτων τείνουν να εκλείψουν, αλλά το αποτέλεσμα είναι πάνω-κάτω το ίδιο...

- Τον είδες το διαδρομιστή;
- Πού;
- Εκεί στα αυτόφωρα. Έχει γίνει «σκούπα», μαζέψανε τα τραβέλια πάλι και τις ψήνει στο μπίρι-μπίρι ο πούστης!
- Χαρά στο κουράγιο του...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι ο ορθοπεδικός που πλέον έχει πάψει να κατέχει το άθλημα και αρκείται στην απλοϊκή και φυγόπονη αντιμετώπιση των καταγμάτων με τοποθέτηση γύψου, όπως γινόταν δηλαδή δεκαετίες πριν, και ασφαλώς προτού αρχίσει να εφαρμόζεται η τοποθέτηση υλικών οστεοσύνθεσης.

Ο γυψάς περιέπεσε σε αυτόν τον επιστημονικό πυθμένα είτε λόγω κορεσμού-βαρεμάρας (παίζει πολύ σε ηλικίες άνω των -ήντα), είτε λόγω αδυναμίας να ενημερώνεται και να συμβαδίζει με τις εξελίξεις της επιστήμης.

Οπωσδήποτε, είναι μη σου κάτσει να μοιράζεσαι τη δουλειά μαζί του, γιατί θα καταλήξεις με δεκάδες ώρες ορθοστασίας στο χειρουργείο, ενώ αυτός θα ξύνει πατσές στο εφημερείο βλέποντας Μάκη και τρώγοντας πίτσα-μπύρα.

- Άσε, την κάτσαμε τη βάρκα: Εφημερεύω παραμονή τριμέρου με τον κ. Κηφηνόπουλο. Αναμένεται μεγάλη έξοδος εκδρομέων, καταλαβαίνεις τί έχει να γίνει...
- Όχι ρε πστ μου, με τον γυψά βρήκε να σε βάλει; Πες του να αλλάξει το πρόγραμμα! Διαφορετικά δεν θα βγεις από το χειρουργείο - δεν γίνονται αυτά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαρμακάδες αποκαλούνται οι κατ’ ευφημισμόν «επιστημονικοί συνεργάτες» ή «ιατρικοί επισκέπτες» φαρμακευτικών εταιρειών.

Στην πραγματικότητα πρόκειται για πλασιέδες φαρμάκων που προσεγγίζουν γιατρούς, φαρμακεία και ασφαλιστικά ταμεία με δέλεαρ πάσης φύσεως δωράκια όπως συμμετοχές σε «επιστημονικά σεμινάρια» (σ.ς. διακοπές σε εξωτικά τουριστικά θέρετρα) ή ακόμα και πολυτελή αυτοκίνητα εάν πρόκειται για μεγαλογιατρούς.

Ο μόνος που βγαίνει αυτονόητα χαμένος από την συναλλαγή είναι ο ασθενής, ο οποίος θα λάβει ακριβότερα και συχνά υποδεέστερα φάρμακα.

- Τι κάνουν οι φαρμακάδες στο ΙΚΑ Χαλανδρίου; Καθημερινά δεκάδες κουστουμαρισμένοι υπάλληλοι φαρμακευτικών εταιρειών μπαινοβγαίνουν στα ιατρεία του IKA, με την ανοχή της διεύθυνσης και πάρα τις διαμαρτυρίες των ασφαλισμένων, τους οποίους δεν υπολογίζουν και μπαίνουν...«σφήνα», όπως λένε και ίδιοι μεταξύ τους. Τι κάνουν όλοι αυτοί καθημερινά στα ιατρεία; Μόνο ενημέρωση για τα νέα προϊόντα των εταιρειών τους;;;; Και γιατί κάθε μέρα;;; Η διοίκηση του IKA γιατί το ανέχεται αυτό και τους «διευκολύνει»;;;;
(από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified