Άνθρωπος εντελώς άσχετος με κάποιο θέμα, ο οποίος για κάποιον άγνωστο λόγο έχει άποψη και την υποστηρίζει και φανατικά σαν να είναι εξπέρ.

Προέρχεται από την ταινία «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (βλ. μήδι) από την επική ποδοσφαιρική συζήτηση μεταξύ Ζουγανέλη και Μπουλά (ΠΑΟΚτζής και ΑΕΚτζής). Ο Ζουγανέλης υπονοεί στη σκηνή ότι η καταγωγή του Μπουλά (χωριό της Λακωνίας) είναι τέτοια που δεν του επιτρέπει να ξέρει από μπάλα, ότι κατέβηκε από την επαρχία, από τα βουνά που λέμε.

'Ηρθαν οι αγροκαλλιεργητές από τη Λακωνία, να μας μάθουν τι είναι πέναλτυ!

(από Fixit13, 08/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο σκιτζής.

Ο οδοντίατρος ήταν αλμπάνης και το σφράγισμα έφυγε σε 2 μέρες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν ξέρει να κάνει τη δουλειά του και το παίζει ειδικός. Κάνει αλχημείες, μπαλώματα, πασαλείμματα, βλέπε και ξυλοσχίστης. Ρεμπέτικη έκφραση σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες. Την έλεγαν για όποιον έκανε φάλτσα σε κάποιο μουσικό όργανο.

Μου το γάμησες το τραγούδι στα λάθη. Φύγε απο δω ρε καλαμπόρτσο, θα μου το κλείσεις το γκρουπ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρακτικός, συνήθως περιπλανώμενος ιατρός (τις παλαιότερες εποχές), ο σκιτζής ιατρός.

Παλιός, κλασσικός όρος, που δεν πρέπει να λείπει από το λεξικό αυτό.

- Δεν φταίει κανείς άλλος, φταις εσύ, που πίστεψες αυτόν τον κομπογαννίτη, ότι με την λοσιόν που σου πούλησε θα έβγαζες μαλλιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εμπειρικός γιατρός, χωρίς πανεπιστημιακή μόρφωση και επιστημονική κατάρτιση. Σύνθετη λέξη [κομπ(ώνω) = δένω με μάγια, γιαίνω = θεραπεύω]. Χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του απατεώνα.
Οι εμπειρικοί αυτοί «γιατροί» εμφανίζονται στην Ελλάδα από τα μέσα του 17ου αιώνα και περιγράφονται από πλείστους αλλοδαπούς περιηγητές. Αν και αρχικά είχε εκφραστεί κάποιος σεβασμός για τις ικανότητες και τα γιατροσόφια των εμπειρικών αυτών ιατρών, στη συνέχεια η δράση τους έγινε αντικείμενο χλευασμού από τον λαό.

  1. Απόσπασμα διαφήμισης από το διαδίκτυο:

Γιατί να πληρώνετε το διαιτολόγιο της απάτης 120 € στον κομπογιαννίτη, όταν μπορούμε να σας το δίνουμε ΔΩΡΕΑΝ, καλύτερο και ακριβέστερο, ακριβώς όπως το παίρνουν και οι αμερικάνοι, και μάλιστα για ελληνικά φαγητά από πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή;

  1. Σχόλιο διαδικτυακού forum:

Επειδή δεν έχετε σπουδάσει ή δεν είστε γνώστες των συγκεκριμένων επιστημών, δεν σας επιτρέπει πιστεύω να τις ακυρώνετε και να θεωρείτε ότι όποιος τις εφαρμόζει είναι απατεώνας. Κομπογιαννίτες υπάρχουν πολλοί, χειρουργοί, παθολόγοι, ορθοπαιδικοί, φυσιοθεραπευτές, λογοθεραπευτές και η λίστα είναι ατελείωτη. Η λέξη κομπογιαννίτης δεν περιγράφει κάποιον αναλόγως επιστήμης αλλά αναλόγως πράξεων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος είναι ένα στάδιο μετά από τον τραγόμορφο. Η κατάστασή του είναι επικίνδυνη. Συνήθως απευθύνεται σε άτομα τα οποια δεν κάνουν τίποτα άλλο στη ζωή τους εκτός του να μπεκροπίνουν και να λένε σοφίες ενώ αναδεύεται το μυαλό τους.

Μοναδική τους έννοια είναι η «ρούφα» την οποια σκέφτονται όλη μέρα. Επίσης μπορεί να αναφέρεται και σε άτομα τα οποία είναι τελείως άσχετα με κάτι ή αχρηστοι γενικά.

-Πού θα βγείς το βράδυ ρε;
-Μας έχει τραπέζι ο κουρέπαρτος ο Γιάννης ...

-Χτες πάλι έγινε λιάρδα ο Γιάννης.
-Αφού είναι κουρέπαρτος μωρέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δέν κάνει σωστά ή μεθοδικά τη δουλειά του. Συνώνυμα: σκιτζής, κομπογιαννίτης.

- Ωραίο το σπίτι ρε σύ, αλλα γιατί το έβαψες έτσι, αλλού εμετί αλλού κατουρλί;
- Άς όψεται ο ελαιοχρωματιστής.
- Και πού τον πέτυχες τέτοιον μπασματζή;
- Έ, ξάδερφος της Κούλας...
- Δουλειές με γυναίκες και συγγενείς δέν κάνουμε, ρέεε, σχολείο δέν πήγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για τον γκαφατζή, που τα 'χει κάνει όλα αχταρμά στο κεφάλι του και σερβίρει ακούσια παραπληροφόρηση (άλλα αντ' άλλων), λόγω άγνοιας ή αφηρημάδας ή ελλιπούς πληροφόρησης και προετοιμασίας. Να μην συγχέεται ούτε με τον Λάσκο ούτε με τη Μενεγάκη (ξέρουν τι και γιατί το λένε).

Η έκφραση κατάγεται από κάποια συμπαθή κατά τα λοιπά πουρομπεμπέκα, που χρόνια (και ζαμάνια) τώρα, αμολάει γουστόζικα τηλεκοτσάνες επ' αντιμισθία, χωρίς ωστόσο να ιδρώνει το αυτάκι της (εβίβα τα κορόιδα που πληρώνουμε).

Thanx 2 Kluivert.

  1. — Αγαπητοί τηλεθεατές, σήμερα έχουμε κοντά μας, τον κύριο Ρεβυθά...
    — Φασουλάς!
    — Μάλιστα, τον κύριο Φασουλά λοιπόν (νάζι), που ήρθε στο στούντιό μας απο το Περτούλι Ευρυτανίας...
    — Απο τ' Ανώζα είμαι!
    — Ε, τελοσπάντων, τον κύριο Φασουλά απο τ' Ανώγεια της Λεβεντογέννας Κρήτης μας (χαμόγελο), βιρτουόζο της κιθάρας...
    — Τση λύρας!
    — Ε, καλά το ίδιο κάνει (στράβωμα), βιρτουόζο της χμμμ, λύρας και εκπρόσωπο της Γκόθικ ελληνικής μουσικής σκηνής...
    — Κρητικά παίζω!
    — Ε, τότε γιατί φοράτε μαύρα;
    — [...]

  2. — Μην ξεχνιέσαι! Στις 12 έχουμε ραντεβού με τον Τάκη, μη μας φύγει η ώρα!
    — Ποιές 12 ρε; Αύριο δεν είπαμε;
    — Όχι ρε, αφού το θυμάμαι, μας είπε απόψε στις 12 το βράδυ στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Για να πάμε πλατεία Καρύτση, λέει.
    — Κααααλά, για κάτσε να πάρω τηλέφωνο εγώ τον Τάκη να συνεννοηθώ...
    Έλα Τάκη, τί ώρα είχαμε ραντεβού σήμερα; Δεν είχαμε; Αύριο στις 5 το απόγεμα; Με τον αδερφό σου; Στο Πασαλιμάνι; Έχει δουλειά στην Κολοκοτρώνη και θα κατέβει μετά; Α! Στην οδό Κολοκοτρώνη! Στον Πειραιά! Καλά-καλά, κλείνω...
    Μπράβο βρε παπάρα, μέσα σ' όλα έπεσες! Και θα τον στήναμε τον άνθρωπο και θα τρέχαμε τώρα σα μαλάκες να περιμένουμε τον αγύριστο! Τί Μπήλιω είσαι μωρ' αδερφάκι μου...
    — Καλά, μιας και ντυθήκαμε τώρα, δεν πάμε έξω για κανα ποτάκι;
    — Αδιόρθωτος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει πάρει «μυρωδιά», όσον αφορά στο αντικείμενο με το οποίο ασχολείται. Ανάλογα με την ασχετοσύνη, κλιμακώνεται ως εξής: μύρος, μυρώδης, αρχιμύρος, εκατομύριος, μύραρχος.

...

Βλ. και μυρωδιάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που νομίζει ότι γνωρίζει κάτι, αλλά στην ουσία είναι άσχετος. Κυρίως για αθλητικές δραστηριότητες.

-Άκουσες τι είπε ο Γεωργίου για το παιχνίδι;
-Έλα μωρέ τώρα με τον μυρωδιά τον Γεωργίου, νομίζει ότι ξέρει κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified