Selected tags

Further tags

Χαρακτηρισμός για τη Θεσσαλονίκη την ερωτική πόλη που τα πράγματα είναι πιο χαλαρά με τον φραπέ ως απαραίτητο εξάρτημα.

H Θεσσαλονίκη μας, μετά τον τίτλο της Φραπεδομάνας, της Mπουζουκαρούς, της Παπαγεωργούπολης και του Ψωμιαδοχωρίου, έχει τη χρυσή ευκαιρία σε λίγες μέρες να στεφθεί τροπαιούχα και να κερδίσει τον τίτλο της Γαυροσκοτώστρας μέσω του Αρεως. Aυτό είναι το νέο όραμα της πόλης, εφόσον εις τον ορίζοντα δεν διαφαίνεται καμία Expo και καμία Oλυμπιάδα. http://stavrochoros.pblogs.gr/tags/thessaloniki-gr.html

Got a better definition? Add it!

Published

Η σωματική και πνευματική κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος όταν δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει απολύτως τίποτα αλλά και δε θέλει να κάνει κάτι. Η έκφραση προέρχεται απο την αρχαία Ρώμη όπου λέγεται ότι οι πλουσιότεροι μη έχοντας , αλλά και μη θέλοντας να κάνουν κάτι απλά ξάπλωναν και έπερναν μέρος σε συμπόσια.

Απο τότε που πείρα άδεια είμαι σε ρωμαϊκή αργία. Όλη μέρα στο κρεβάτι , δε κάνω τίποτα. Βγαίνει η κούρση της δουλειάς.

Got a better definition? Add it!

Published

Λέξη από την βόρεια Ελλάδα που δηλώνει τη κατάσταση όπου κάποιοι είναι νωθροί και οκνηροί και δεν κάνουν απολύτως τίποτα λόγο αδιαφορίας ή τεμπελιάς ή απλά δεν φέρνουν εις πέρας δουλειά την οποία έχουν αναλάβει ή είναι καθήκον τους να κάνουν. Πιθανή η χρήση της και για να περιγράψουμε αυτόν που δεν είναι δραστήριος.

- Τι γίνετε ρε Γιώργο; θα πάμε να ζητήσουμε τα λεφτά από το αφεντικό; Δεν έχω να πάρω γάλα στο παιδί...

- Που να πάμε ρε; Αφού είναι όλοι αραχταλάν εδώ μέσα, δε ξεσηκώνονται με τίποτα, τους πετάει 2 κατοστάρικα το μήνα στη μάπα ο εξηνταβελόνης και κάνουνε μόκο.


-Που 'σε ρε αραχταλάν;

-Χαχαχαχααα, αραχταλάν; τι είναι αυτό ρε; Σέρρες το πέρασες εδώ;

Got a better definition? Add it!

Published

Ο τεμπέλης, ο νωθρός, ο μαχμουρλής, ο εις κατάστασιν σπαρίλης ευρισκόμενος, ο σπαριλόμπεης. Μάλλον εκ του ψαριού σπάρος (βλ. και σπαρίλα). Ο σπαρίλας είναι όχι τόσο ο οριστικά και αμετάκλητα τεμπέλης/ ατάλαντος/ μη μοτιβαρισμένος, αλλά μάλλον πιο πολύ αυτός που βαριέται να κάνει μια μικροδουλειά, έχει νωθρότητα σε μικρολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, βρίσκεται σε μουντ απραξίας.

  1. Οι πιο πολλοί άνθρωποι πάντως δεν άντεχαν να περιμένουν την τύχη κι έτσι τα παρατούσαν. Αλλά όχι κι ο Μπελέιν, όχι! Δεν ήταν κάνας τζιτζιφιόγκος ο Μπελέιν. Ήταν πυραυλοκίνητος ο Μπελέιν! Μεγαλείο, μέγκλα ήταν. Λίγο σπαρίλας βέβαια, αλλά τούρμπο. (Τσαρλς Μπουκόφσκι, Παλπ, Αθήνα: εκδ. Μεταίχμιο, 2015, μετάφραση: Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης).
  2. Άσε που περιμένω τελευταία στιγμή ο σπαρίλας να φτιάξω το οτιδήποτε και έχω ξεμείνει κιόλας. (Εδώ).
  3. Ως γνωστόν, είμαι μεγάλος σπαρίλας και δεν κάνω πότε κάτι μόνος μου...Θέλω πάντα παρέα :D Ακομα και για να κάνω την παραμικρή αλλαγή στο PC θα πρέπει να έχω παρέα έστω και τηλεφωνική... Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το σύστημα να είναι μέσα στην μπίχλα και το κύκλωμα της υδρόψυξης να είναι στα πρόθυρα του να αρχίσει να αποκτά "ζωή". (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο φρεντόμαγκας είναι ο νέος φραπεδόμαγκας.

Σημειολογικά, εάν οι φραπεδόμαγκες του πάλαι ποτέ πασοκιστάν απολάμβαναν ένα αραχτικό ρόφημα-μαλακία χωρίς ενοχές, οι σύγχρονοι φρεντόμαγκες ρουφάνε κάτι κρύο (freddo) που το πίνουν και τους πίνει δίκην αγχωμένης (espresso) μαλακίας.

Το φρεντόμαγκας εκφέρεται ως πασπαρτού απαξιωτικό μπινελίκι:

Ασε ρε φρεντομάγκα....Πλάκα μας κάνεις; (εδώ)

Σε πολιτικά βλαχοντισκούρ, όλοι οι Έλληνες το πεοτείνουν σε βάρος των αντιπάλων τους:

- Φρεντόμαγκες-άεργοι Οννεδίτες λένε "γεροντική άνοια" για τις χτεσινές δηλώσεις Γλέζου...Ναι, μαλάκα νοικοκυραίε, αυτούς θα ψηφίζεις στο μέλλον (εδώ)

Αλλά και:

Πρώτη φορά φρεντομαγκιές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι ακίνητος, άπραγος, χωρίς όρεξη και ενέργεια. Το ρήμα αυτό μάλλον προέρχεται από τις στάλες που πέφτουν αργά αργά στο ίδιο σημείο. Έχει κατά βάση αρνητική σημασία και υποδηλώνει την έλλειψη κίνησης και την τεμπελιά.

Μη σταλίζεις εκεί ρε! Έχουμε δουλειά τώρα..
Εγώ εδώ απ' το πρωί έχω διαβάσει το μισό βιβλίο και αυτός σταλίζει πίνοντας καφέ. Σιγά μην περάσει το μάθημα..
Όλο τελευταία στιγμή τρέχεις γιατί, όταν έχεις χρόνο, σταλίζεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεότερη και πιο γιολαριστή εκδοχή του άραξε την πέτσα σου, σλανγκοτουμπανιζέ δια του προσφιλούς γαμοσλανγκοτέτοιου - όνι. Και για όποιον δεν κατάλαβε: τσίλαρε, κούλαρε, ηρέμησε.

Φοριέται πολύ από την σημερινή πιτσιρικαρία. Στο ιντερνέτι καταγράφεται κυρίως σε εφηβικά κοινωνικόμηδα τ. σνάπτσατ και ασκεφέμ.

1.
- Παρε καρέκλα, άραξε πετσόνι

2.
- μουσγουλη, αραξε πετσονι εχεισ σαπίσει ε;

3.
- Αραξε πετσονι μαι φρεντ ειμαιι κουκλα (δαεελη)✌

(από σφυρίζων, 24/02/15)Συνοπτικός ορισμός για σνάπτσατ (από Rebelais, 24/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελευταίος, ειδικότερα με την έννοια του τελειωμένου. Χρησιμοποιείται αποδοκιμαστικά για άτομα τα οποία παρουσιάζουν δυσθυμία ή απροθυμία να πράξουν οτιδήποτε αξιόλογο λόγω εξάντλησης των ορίων στην εκάστοτε περίπτωση.

Λέγεται ότι η συγκεκριμένη λέξη ανήκει παραδοσιακά στην Πειραιώτικη διάλεκτο.

- Που είναι ο Μιχάλης;
- Δεν ήρθε, σάπισε σπίτι πίνοντας όλη μέρα και χαζεύοντας στο ίντερνετ.
- Πω ρε, τον τελέπα!

(από nikos_dee, 19/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φεύγω ακριβώς στην ώρα μου στο τέλος της εργασιακής ημέρας. Παρομοιάζει δρομείς στίβου που ξεκινούν με το άκουσμα του πιστολιού.

- Έφυγε ο Γιώργος;
- Ναι ρε 'συ, πήγε 17:02. Αφού ξέρεις ό,τι το πιστολιάζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified