Further tags

Ειρωνική ονομασία την οποία είχαν δώσει το 1944 οι κομμουνιστές στο κέντρο της Αθήνας (Ομόνοια - Σύνταγμα - Κολωνάκι) το οποίο κρατούσαν οι Άγγλοι υπό τον στρατηγό Σκόμπυ.

  1. Σε δύο φάσεις μπορούν να χωριστούν τα γεγονότα του Δεκέμβρη. Η πρώτη κρατά μέχρι τις 18 του Δεκέμβρη. Στη διάρκειά της, ο ΕΛΑΣ και ο λαός της Αθήνας και του Πειραιά, αφού θάβει τους δεκάδες νεκρούς του των πρώτων ημερών και αποκρούει την επίθεση, που εξαπολύσανε οι Εγγλέζοι στις 6 του Δεκέμβρη, περνά σε αντεπίθεση και περιορίζει τις αγγλικές δυνάμεις στο κέντρο ουσιαστικά της Αθήνας, στο κράτος της «Σκομπίας», όπως έλεγαν τότε χαρακτηριστικά. Η δεύτερη αρχίζει στις 18 Δεκέμβρη και κρατά μέχρι το ξημέρωμα της 5ης του Γενάρη, όταν με διαταγή του Α' ΣΣ ο ΕΛΑΣ αποσύρεται από την πρωτεύουσα.

  2. Κλεισμένοι μέσα, χωρίς φως – είχαμε συνεχείς διακοπές ρεύματος – καίγαμε μαγκάλι για ζέστη. Ο πατέρας βρισκόταν στην Σκομπία – έτσι λέγαμε τότε το κέντρο της Αθήνας που ελεγχόταν από τους Εγγλέζους του Σκόμπυ.

  3. Άγγλοι στρατιώτες (με εφ’ όπλου λόγχη) δεν συνελάμβαναν αθηναίους πολίτες στη «Σκομπία» και αεροπλάνα της RAF δεν πετούσαν στον αττικό ουρανό;
    ΚΙ ύστερα έσκασε ο Εμφύλιός μας, κατόπιν… ενεργειών τους.

Από το δίχτυ όλα.

Εγκλήματα. Αναφορά στο τραγούδι "Το βρακί του Σκόμπι". (από patsis, 10/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιός χαρακτηρισμός για τον Εθνικό Κήπο της Αθήνας.

Μέχρι πριν μερικά χρόνια είχε πολλές πάπιες στην κεντρική λιμνούλα του, και εκεί μαζεύονταν οι μαμάδες με τα παιδάκια, για να δούνε και να ταΐσουνε τις πάπιες με τσουρέκια και κουλούρια που αγοράζαν από τον κυριούλη που τα πούλαγε καρφωμένος στο ίδιο σημείο επί δεκαετίες. Ήταν πάντα η χαρακτηριστικότερη ατραξιόν του κήπου και η πιο αθώα, συγκρινόμενη με το άθλιο μικρο-zoo και κυρίως με τα τρισκακόμοιρα λιοντάρια που ζούσαν εγκλωβισμένα σε έναν απειροελάχιστο χώρο -έως που πέθαναν ρημαγμένα και τρελά, κάπου μέσα στα ενενήνταζ...

Ως εκ τούτου, έμεινε να λέμε «πάμε στις πάπιες» αντί «πάμε στον Κήπο».

Ακόμα παλιότερα, τότε που ακόμα δεν υπήρχαν παιδότοποι, παιδικές χαρές, «φουσκωτά» και λοιπές κρυάδες -καθώς υπήρχαν πολλές αλάνες και η μαρίδα εκτονωνόταν εκεί, ο Κήπος (και το Ζάππειο παραδίπλα) ήταν από τα λίγα μέρη που διέθεταν κούνιες και άλλα τέτοια κόλπα. Τότε λέγαμε επίσης «πάμε στις κούνιες».

πάσα: Nick

Να πάμε στις πάπιες ή να καθίσουμε για κανα καφέ στην Αίγλη, τι προτιμάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κέντρο διασκέδασης ορθίων.

Όρος του '90 για μαγαζιά, κυρίως ελληνάδικα, με χαρακτηριστικότατη απουσία τραπεζιών και καθισμάτων και διακριτική παρουσία ελάχιστων σκαμπό στην μπάρα.

Η απουσία τον καθισμάτων αποσκοπούσε στην δραματική αύξηση της χωρητικότητας -και κατά συνέπεια του συνολικού τζίρου, ειδικά αν υπολογιστεί πως ο αριθμός των ατόμων δεν ήταν ανάλογος του χώρου, αλλά ανάλογος τις ανοχής και αντοχής των ήδη ευρισκομένων, εντός του μαγαζιού, ατόμων. Κάτι τέτοιο βέβαια παρείχε επιπλέον ασφάλεια, καθώς σε περίπτωση λιποθυμίας δεν υπήρχε φόβος πτώσης και άρα τραυματισμού.

Άλλα χαρακτηριστικά στοιχεία της αρχιτεκτονικής, της διαρρύθμισής και της γενικότερης λειτουργίας τους ήταν η έντονη μουσική και τα φωτορυθμικά σε σχέση με την επιφάνεια του μαγαζιού, η υπερυψωμένη πίστα ελάχιστων τετραγωνικών (προαιρετικά) και τέλος η απουσία κλιματισμού και εξαερισμού, κάτι που πρόσδιδε ζεστασιά στο χώρο και ατελείωτες στιγμές εφίδρωσης.

Συνώνυμα: χοροπηδάδικο, ελληνάδικο, σκυλάδικο κ.α..

- Θες ελληνική διασκέδαση;
- Θέλω.
- Πάμε σε ένα ορθάδικο!
- Έχω φλεβίτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μην απορείτε γιατί μπήκε αυτό το λήμμα ΤΩΡΑ, θα σας πω μόνο ότι συχνά τα ευνόητα τα παραλείπουμε, γι' αυτό.

Γάμησέ τα λοιπόν, σημαίνει παράτα τα, χέσ' τα, άσ' τα βράσ' τα, άσ' τα λα βίστα, άσ' τα μανιάνα και γενικώς άσ' τα να πα σταδιάλα. Το πράμα δηλαδή είναι -ή πάει- τόσο σκατά που, απλώς, σηκώνουμε τα χέρια ψηλά και τηγκανά. Συνοδεύεται συνήθως με έκφραση κλαψομουνιάς και με κανα μεγάλε, φίλος, θείο, μαλάκα μου κλπ.

Τώρα γιατί πάλι το γαμάω είναι στο προσκήνιο, ε, επειδή στην Ινδοευρωπαϊκή φαλλοκρατική κενωνία των κυνηγών και μαχητών, το γαμήσι, πράξη εκτόνωσης βιολογικής ή κοινωνικής, με ή χωρίς σάλιο, όπως και κάθε τι το σεξουαλικό εξάλλου, υποδηλοί και αποτελεί κυρίως την έσχατη ταπείνωση ή έστω απειλή («θα σε γαμήσω!», «θα τα γαμήσω όλα!» κλπ), που καμία γενιά των λουλουδιών δεν μπορεί να μας κάνει να το δούμε διαφορετικμάν τελικά (η μόνη σημαντική διαφορά είναι ότι το χρησιμοποιούν πλιά και αι γυναίκαι).

Άρα, χρησιμοποιώντας το πασπαρτού ρήμα αυτό, δείχνουμε την απαξίωσή μας προς κάτι με το οποίο δεν μπορούμε να τα βάλουμε (καθότι ισχυρότερο από μας).

Ο Βίκαρ που έχωσε στο ΔΠ το λήμμα και καλά έκανε, λέει: «Ενδιαφέρον θα ήταν να αντιπαραβληθεί με το «γάμα τα» (το μεν και θετικά φορτισμένο, ενώ το δε μόνο αρνητικά)».

Πράγματι, η παραλλαγή «γάμα τα» δεν αναφέρεται ποτέ σε κάτι θετικόνε, ενώ το «γάμησέ τα» μπορεί και να εξαιρεθεί από τον ινδοευρωπαϊκό Κανόνα και να σημαίνει κάτι το τρομερά ωραίο, εξίσου ωραίο δηλαδή με ένα καλό γαμήσι.

Κάνει και για χαρακτηρισμός ανθρώπου, ζώου, φυτού, πτερωτού, θηκλαστικού, ασπόνδυλου, μαλακίου, κατάστασης, φαγητού, εμφάνισης, αντικειμένου και ταλιμπάν.

Στο σλανγκρ λοιπόν δεν το είχαμε έτσι. Υπάρχουν όμως κάποια σχετικά μικρο-λήμματα:

Επίσης λέμε: «γάμησέ με» (με τις δύο έννοιες) αλλά έχει και μια τρίτη, την έννοια «γάμησέ μας», δηλ. άσε μας ήσυχους, «δε μας γαμάς που + ρήμα», δηλαδή αρκεί που μας έχεις φλομώσει στις αρχιδιές, πήδα μας κι από πάνω να το ολοκληρώσεις, μαλάκα.

  1. - Γάμησέ τα φίλε, είχαμε διακοπή ρεύματος 6 ώρες και έμεινα από μπαταρία και έχω μόνο ασύρματο σταθερό και δεν μπόρεσα να σου τηλεφωνήσω.
    - Καλά, γάμησέ μας, όλο τέτοιες πίπες ξηγιέσαι.

  2. - Μαλάκα, αυτή η ταβέρνα κωλολέει, έχει κάτι μπινελίκια γάμησέ τα! (ή: «γάμησέ με!»)

  3. Καλή η Στέλλα, έχει ένα βυζί γάμησέ τα, σκέτη αμαρτία, αλλά η μούρη... γάμα τα με μεγάλα γράμματα...

  4. - Πώς πήγαν οι εξετάσεις;
    - Γάμα τα, μόνο αυτό σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σόι είναι η οικογένεια, για περισσότερα βλ. εδώ, όπου μας δίνονται και οι εκφράσεις:

Σόι πάει το βασίλειο (παρ.1)

Τι σόι = τι είδους, τι λόγου (και όχι αυτό που λέει εδώ στον β ορισμό) (παρ.2).

Δεν είναι σόι (παλιά έκφραση): (κάποιος/κάτι) δεν είναι της προκοπής (αφού μόνο όταν βαστάς από σόι είσαι της προκοπής). Εδώ σόι είναι το τζάκι, δηλαδή το καλό σόι, όχι απλώς το όποιο σόι.

====
Να προσθέσω και τις λοιπές εκφράσεις που δεν έχει ο τριαντάφυλλος:

Δεν είμαι σόι: δεν είμαι καλά (από υγεία, ψυχική κατάσταση, κλπ) (παρ. 4. και 5.)

(γαμώ)... το σόι μου... (μέσα) (παρ.6)

Σόι σόπι συνξυλές.

  1. ΑΕΙ: σόι πάει το βασίλειο
    Την ώρα που κυβέρνηση και υπουργείο Παιδείας ευαγγελίζονται ένα νέο, σύγχρονο και αξιοκρατικό πανεπιστήμιο, τα ανώτατα ιδρύματα της χώρας αποκαλύπτουν τις χρόνιες παθογένειές τους. Οι λίστες οικογενειοκρατίας που ετοιμάζονται να στείλουν τα ιδρύματα στο υπουργείο Παιδείας, ύστερα από σχετική κατεπείγουσα εντολή, επιβεβαιώνουν όλες τις κακές φήμες, αν και η αλήθεια είναι ακόμη χειρότερη.

  2. Τεστ: τι σόι μάνα θα γίνεις;
    Τελικά, πόσο καίγεσαι να γίνεις μάνα και τι είδους μάνα πρόκειται να γίνεις; Πόσο αυστηρή θα είσαι με τα παιδιά σου; Η μητρότητα είναι κάτι που σε ενδιαφέρει πραγματικά; Απάντησε στις παρακάτω ερωτήσεις και βρες το προφίλ της μητέρας που θα γίνεις... στην διασκεδαστική του διάσταση.

(αμφότερα από το νέτι)

  1. Μαμά, να αγοράσουμε αυτό το τραπεζάκι για το δωμάτιό μου;
    - Μπα, δεν είναι σόι, θα σπάσει με τη μία.

  2. - Δε σε βλέπω καλά, λίγο κομμένος μου φαίνεσαι.
    - Ναι, δεν είμαι σόι σήμερα. Θα περάσει.

  3. Τον γνώρισα τον καινούργιο γκόμενο της Στέλλας, δε μου φαίνεται και πολύ σόι, λίγο ψυχάκι τον κόβω.

  4. «Γαμώ το σόι σου μέσα, γαμημένο!», αναφώνησε προσπαθώντας να καταλάβει πώς δούλευε το γαμιδάκι που του είχε χαρίσει η γυναίκα του για την επέτειό τους.

Δεν άντεχα να μην το ανεβάσω (από Khan, 28/03/11)Η γάτα, 1:17->Τώρα έγινε από σόϊ και τα ψάρια δεν τα τρωει (από GATZMAN, 28/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το γαλλικό ''vis-a-vis = απέναντι, αντίκρυ. Επιρρηματική φράση, μάγκικη.

Στο τέλος του δέκατου ένατου αιώνα με αρχές του εικοστού, ''βιζαβία'' ονομάστηκαν στην Αθήνα οι άμαξες με δύο άλογα και με τέσσερις θέσεις, δύο μπρος και δύο πίσω. Έτσι, οι επιβάτες καθόντουσαν βιζαβί και απεναντίας.

Έλα λενιώ, κάτσε απέναντι, δια να είμαστε βιζαβί και απεναντίας.

από το γαλλικό vis-à-vis

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αποκλειστικά τουριστικό μέρος, θέρετρο, κατάστημα, εστιατόριο, αλλά και προϊόν (φωτογραφία, ντοκιμαντέρ, ρούχο, κόσμημα, αντικείμενο κλπ).

Είναι συνώνυμο της μέτριας έως κακής (και πάντως κιτς) πχιόττας.

- Πάμε να φάμε προς Πλάκα μεριά;
- Μπα, αηδίες είναι όλα εκεί, πολύ τούριστ.
- Ε κάτι θα βρούμε, δε μπορεί.

Got a better definition? Add it!

Published

Το κατάστημα που πουλάει επώνυμα ρούχα και παπούτσια (αλλά και έπιπλα, ηλεκτρονικά κλπ) με εξαιρετικά (υποτίθεται) μειωμένες τιμές καθότι πρόκειται για πρόσφατα αποσυρμένα μοντέλα ή ελαφρώς ελαττωματικά.

Πολλές φίρμες ή καταστήματα έχουν τα δικά τους στοκατζίδικα (πχ. Καρούζος, Μπένετον, βγαίνετον κττ), αλλά υπάρχουν και καταστήματα εξ ορισμού τέτοια όπως πχ το factory outlet ή κάποια μικρά χωμένα από δω κι από κει σε γειτονιές που δεν πάει ο νους σου.

Τα μαγαζιά αυτά πάντα είχαν πέραση, είτε στους μη έχοντες χρήμα για πέταμα, ή σε όσους από άποψη ψωνίζουν έτσι, ή σε όσους χεστήκανε που κλάνανε για το αν αυτό που φοράνε είναι της μοδός. Σε εποχές κρίσης δε, φτουράνε ακόμα περισσότερο. Βέβαια ο λαός λέει ότι η φτήνια τρώει τον παρά, άλλο αυτό.

Από το αγγλικό stock, βέβαια.

Σς να μην συγχέεται με τα βίντατζ (vintage) ππου πουλάνε παλιά ρούχα ή/και δεύτερο χέρι.

Τα στοκατζίδικα είναι η λύση!
Όλοι έχουν δικαίωμα στο στυλ και στα επώνυμα ρούχα, αξεσουάρ και έπιπλα - κυρίως οι φοιτητές. Ευτυχώς που υπάρχουν τα στοκατζίδικα που δικαιώνουν αυτή την άποψη.

από το Λίφο (sic)

Got a better definition? Add it!

Published

Προέρχεται από το κάγκανος (ξερός / κατάξερος / κατάλληλος προς καύση) που είναι λέξη Ομηρική, η οποία διασώζεται στα βλάχικα (παρεμπιπτόντως «γκαγκάνι» αποκαλούν οι βλάχοι το γαϊδουράγκαθο).

«… ΠΕΡΙ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΘΗΚΑΝ ΑΥΑ ΠΑΛΑΙ ΠΕΡΙΚΗΛΑ ΝΕΟΝ ΚΕΚΕΑΣΜΕΝΑ ΧΑΛΚΩ ΚΑΙ ΔΑΙΔΑΣ ΜΕΤΕΜΙΣΓΟΝ...»
Οδύσσεια σ 309

«…ΥΠΟ ΔΕ ΞΥΛΑ ΚΑΓΚΑΝΑ ΚΕΙΤΑΙ ΩΣ ΤΟΥ ΚΑΛΑ ΡΕΕΘΡΑ ΠΥΡΙ ΦΛΕΞΕΤΟ ΖΕΕ Δ ΥΔΩΡ…» Ιλιάδα Φ 364

Γκάγκανο σημαίνει:

  1. ξερό / κατάξερο / στεγνό ξύλο / κούτσουρο / λιανόκλαδο που χρησιμοποιείται για προσάναμμα.

  2. Όταν μιλάμε για φαγητό (κυρίως ψητό κρέας): το καμένο, το υπερβολικά ψημένο, αυτό που έχει τόσο στεγνώσει απ’ το ψήσιμο που δεν τρώγεται.

  3. Το λιοπύρι, τον καύσωνα, το καταμεσήμερο καλοκαιριάτικα, το μέρος που ενώ καίει ο τόπος απ’ τη ζέστη δεν προσφέρει σκιά.

  4. Όταν μιλάμε για πρόσωπα στην έκφραση «Έχω γίνει γκάγκανο!» σημαίνει πως έχω μαυρίσει υπερβολικά από τον ήλιο / την ηλιοθεραπεία, έχω γίνει κατάμαυρος / αράπης (, βλ σχόλια των Bubis, Ο ΑΛΛΟΣ).

  5. Σαν βρισιά με την έννοια του κούτσουρου σημαίνει: βλάκας, χαζός, αλλά χρησιμοποιείται παρομοίως και σαν ουσιαστικό με την έννοια της βλακείας, της λόξας, της ιδιοτροπίας.

  6. Το αρσενικό, γκάγκανος, εκτός από το κατάμαυρος (υπάρχουν και τα μαυρογκάγκανος και καραγκάγκανος, υπερ-υπερθετικός) εκτοξεύεται υποτιμητικά σαν χλεύη ή και βρισιά προς μαυριδερούς ή και μαύρους, οπότε και είναι καθαρά ρατσιστικό και σημαίνει όλα όσα υποτιμητικά αποδίδονται σε μαύρους και γύφτους από τους ντεμέκ ανώτερους λευκούς (πχ. βρώμικος, μπασκλασαρία, ανίκανος).

Προσοχή: το θηλυκό με την έννοια «μαυρισμένη» καλύπτεται από το γκάγκανο.

  1. Η γκαγκάνα σαν λέξη υπάρχει και σημαίνει:
  • το σαγόνι (κυριολεκτικά ζώου, αλλά και για άτομα με ασυνήθιστα μεγάλη γνάθο),
  • τη μεγάλη γαμψή μύτη,
  • το μεγάλο κεφάλι,
  • την πολύ ψηλή και άχαρη / άσχημη γυναίκα.

    1. Το ρήμα γκαγκανιάζω σημαίνει εκτός από «μαυρίζω» (μπορεί κι απ’ το κακό μου) και ξεραίνομαι / σταφιδιάζω / στεγνώνω από τη δίψα.
  1. - Τι ‘ναι αυτό το γκάγκανο μωρή; - Σουβλάκι. - Να το βάλεις ξανά στον πάτο σου. Γαμώ το σενιάν μου, γαμώ.

  2. Το άμοιρο το ζωντανό είναι δεμένο εκεί, στο γκάγκανο παρατημένο.

  3. - Μωρή, βάλε ταν-ταν κι έχεις γίνει γκάγκανο!! - Μωρό μου, πόσο με νοιάζεσαι!! Χύσε λίγο πάνω μου που με φτιάχνει. Έεελαα!! Ξες εσύ!!

5α. – Μπλα, μπλα, μπλα, … μπλι, μπλα, μπλο… – Σκάσε πια βρε γκάγκανο!!! Μας έπρηξες τ’ αρχίδια.

5β. ...Ποτέ δεν είχα το γκάγκανο να μετράω τα posts μου. Τελευταία όμως με έχει πιάσει συγγραφικός οίστρος… (από μπλογκ)

  1. …Μην ακούω για Γκοβού και Μπουμσόνγκ. Για τα μπάζα κι οι δύο τους. Μισό Σαλπι δεν κάνει ο γκάγκανος ο Γκοβού κι όσο για τον κίλερ, πιο σοφτ κι από βούτυρο είναι…» (από μπλογκ)

7β. – Είδες τη γκαγκάνα της; - Πρώτ’ αυτή έστριψε τη γωνία κι έπειτα η υπόλοιπη Σούλα. - Γουστάρησα ξαφνικά Αλμοδόβαρ. - Αν δε γούσταρα τη Ρόσσυ θα ‘λεγα πως τουκανίζεις.

  1. – Σιγά, θα νταλακιάσεις!! - Άσε ρε και γκαγκανιάσαμε τόσες ώρες στη βάρκα. - Καλά, γιατί, δεν είχατε νερό; - Το μαλάκα τον Χρήστο ρώτα, που πήρε τσίπουρο αντί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

The something else, δεν υπάρχει, ανύπαρκτος.

Σλανγκιά παλαιάς κοπής για το «καταπληκτικό». Νομίζω ότι είναι πια μπαμπαδισμός.

Λέγεται για οτιδήποτε και για οποιονδήποτε.

Καλά ε, είσαι το κάτι άλλο!

(στσ: όλη αυτή η φράση-έκφραση μυρίζει μούχλα)

Something Else by The Kinks, ένας δίσκος-σταθμός στην ιστορία του θρυλικού συγκροτήματος (από allivegp, 12/11/10)Απογυμνωνοντας το ρομνατικό περιτύλιγμα "εισαι το κάτι άλλο... ασύγκριτα μεγάλο, πολύ μεγάλο που έψαχνα να βρω" (από GATZMAN, 15/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published