Προστακτική που σημαίνει σταμάτα τις μαλακίες (φυσικές η λεκτικές).
Συνώνυμα: σταμάτα, αρκετά, έως εδώ (και μη παρέκει).
- Να σου πιάσω το μπουτάκι Μαρικάκι;
- Αχαμάν, κόφ' το ρε μαλακάκι, αρκετά και μας τα έπρηξες!
Προστακτική που σημαίνει σταμάτα τις μαλακίες (φυσικές η λεκτικές).
Συνώνυμα: σταμάτα, αρκετά, έως εδώ (και μη παρέκει).
- Να σου πιάσω το μπουτάκι Μαρικάκι;
- Αχαμάν, κόφ' το ρε μαλακάκι, αρκετά και μας τα έπρηξες!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Έκφραση που δείχνει επιφυλακτικότητα, έλλειψη πίστης, αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Λέγεται όταν μας ζητούν να εμπιστευτούμε κάποιο πρόσωπο το οποίο δεν γνωρίζουμε, χωρίς να υπάρχει κανένα εχέγγυο, καμία εγγύηση, ή απόδειξη για την αξιοπιστία του συγκεκριμένου προσώπου. Ούτως ειπείν, η έκφραση δεν στέκεται ποτέ μόνη της, αλλά πάντα δηλώνει αντίθεση.
Η έκφραση προήλθε από την πιθανότητα (ή την ελπίδα) να αλλάξουμε ξαφνικά φύλο, κι από 'κει που τον δίναμε ν' αρχίσουμε ξαφνικά να τον παίρνουμε ή τανάπαλιν. Σημαίνει δηλαδή, στην κυριολεξία, «ρε φίλε, εγώ δεν ξέρω αύριο αν θα το γυρίσει το φύλο ο κώλος μου, κι εσύ μου ζητάς να εμπιστευτώ αυτόν τον άγνωστο;» Δηλαδή δεν ξέρω τι κόλπα θα μου κάνει κάποιος τόσο κοντινός μου, όπως είναι ο κώλος μου, και μου ζητάς να εμπιστευτώ κάποιον άγνωστο;
- Ο Γιώργος, ξέρεις, ο γκόμενος της Γιώτας, ανοίγει μαγαζί και ψάχνει λεφτά. Να του δανείσουμε 5.000€;
- Τι λε, ρε μαλάκω,; Τον ξέρουμε κι από χθες;
- Καλό παιδί φαίνεται, του έχω εμπιστοσύνη.
- Εγώ δεν έχω εμπιστοσύνη στον κώλο μου, το Γιώργο θα εμπιστευτώ; Ας δανειστεί απ' τη Γιώτα.
- Εσείς εμπιστεύεστε τη νέα κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ;
- Ρε κοπέλα μου, εγώ δεν εμπιστεύομαι τον κώλο μου, την κυβέρνηση θα εμπιστευτώ;
Got a better definition? Add it!
Αποδοκιμαστικός ήχος, που γίνεται με την επαφή της γλώσσας στον ουρανίσκο δημιουργώντας ένα φαινόμενο βεντούζας, με την απότομη απομάκρυνση της γλώσσας προς τα κάτω.
Σε περιπτώσεις chat, IM, κ.λπ. χρησιμοποιείται ως τριπλό «τς», παρόλο που δεν είναι ακριβώς ο ίδιος ήχος, ή τουλάχιστον δεν δημιουργείται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
-Και μετά τι έγινε;
-Ξανάγινε το μοιραίο.
-Τς τς τς... και σου είπα να τον προσέχεις, γιατί είναι ύπουλος!
Got a better definition? Add it!
Κολωνακιώτικη έκφραση που δηλώνει ξάφνιασμα ή έκπληξη, στο πνεύμα του «α στο διάλο!» (της εκπλήξεως) και πολλών άλλων συναφών εκφράσεων, όπως:
φύγε από δω! (αγγλ. get out of here!)
- Μάντεψε ποιους είδα τυχαία χεράκι - χεράκι το Σαββάτο στο κέντρο!
- Ποιους;
- Τη Σούλα με τον Ιεροκλή!
- Ε, ποτέ!
Got a better definition? Add it!
Όταν συναντάς σημαντικές δυσκολίες, ενώ βρίσκεσαι μόλις στο ξεκίνημα μίας προσπάθειας. Παρεμφερές είναι το τρώω γκολ απ' τα αποδυτήρια.
Προέλευση της φράσης: Ψαροταβέρνα σε ρομαντικό νησί, δίπλα στη θάλασσα, το κύμα φλιτς φλιτς, τα πουλάκια τσίου τσίου, η Σκλεναρίκοβα με κοιτάει λάγνα πίνοντας ρετσίνα κουρτάκη, εγώ είμαι έτοιμος να τσακίσω την τσιπούρα στα κάρβουνα που παρήγγειλα, στην Ανδριάνα είχα πάρει μόνο μία σαλάτα (χωρίς κρομμύδι), μην της δίνω και θάρρος από την πρώτη μέρα και μου παχύνει κιόλας. Λέω, μωράκι μου, θα φάω γρήγορα, να πάμε μετά στη σκηνούλα να κάνουμε Ανάσταση.
Με την πρώτη μπουκιά όμως από το ψάρι, μου στέκεται η τσίτα στο λαιμό, βήχω, πετάγονται τα μάτια μου έξω, δεν μπορώ ν΄ αναπνεύσω και με τρέχουνε στο νοσοκομείο της Χώρας με ελικόπτερο που κάλεσε ο ταβερνιάρης. Η Ανδριάνα, τρομαγμένη από την γκαντεμιά που με δέρνει, παίρνει το επόμενο γκαζάδικο, αεροπλάνα και τρένα και γυρνάει στο Παρίσι για να γίνει μοντέλο και να παντρευτεί τον σαβουρογάμη τον Καρεμπέ. Από τότε καθιερώθηκε η φράση.
(Πρωί...) - Θα πας στην πολεοδομία να κάνεις την αίτηση, μετά με τον αριθμό πρωτοκόλλου της αίτησης θα πας στην Τράπεζα, θα τους τον δώσεις και μετά θα σου δώσουν αυτοί ένα άλλο χαρτί που θα είναι η εντολή για να πας να βρεις τον μηχανικό να τον παρακαλέσεις να σου κάνει γρήγορα την εκτίμηση για να σου δώσουνε το δάνειο ν΄ αγοράσεις το σπίτι.
(Απόγευμα...)
- Τι έγινε ;;; Πότε θα σου κάνει ο μηχανικός την εκτίμηση;;;
- Παπάρια, στην πολεοδομία μου είπανε ότι το σπίτι έχει πρόβλημα με την άδεια και δεν μπορούνε να μου δώσουνε βεβαίωση. Ούτε καν την αίτηση δεν δεχτήκανε.
- Όχι ρε πούστη, πρώτη μπουκιά και κόκαλο.
Got a better definition? Add it!
«Tρίχες!»: Επιφώνημα που χρησιμοποιείται για να δώσει την απάντηση «πολύ λίγο» σε ερώτηση που αφορά ποσά (π.χ. χρηματικά).
- Πόση είναι η επιδότηση ανέργου που πήρες;
- Τρίχες! Με αυτά τα λεφτά, ούτε μια βδομάδα δεν τα βγάζω πέρα...
Ακόμη: αρχιδότριχες, τρίχες κατσαρές, τρίχες κατσαρές και μαλλοβάμβακες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνήθως λέγεται είτε από γυναίκες ή από πουστάρες και αναφέρεται σε ωραίους άντρες. Οι (στρέιτ) άντρες χρησιμοποιούν συνήθως άλλες εκφράσεις για να εκφράσουν το θαυμασμό τους προς ελκυστικά θηλυκά, όπως γκομενάρα, μουνάρα, καυλιάρα, θεά κ.τ.λ.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τις λέξη μανάρι / μαναράκι.
Ένας άντρας κατά πάσα πιθανότητα δεν θα έλεγε κάτι σαν:
-Τι μανουλομάνουλο είναι αυτή εκεί που κάθεται απέναντι.
Θα έλεγε μάλλον κάτι σαν:
-Τι μουνάρα είναι αυτή εκεί που κάθεται απέναντι!
βλ. παρομοίως και μανουρομάναρο
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κλεπταποδόχος, αυτός που μεταφράζει ένα κλεψιμαίο σε αντικείμενο νόμιμης αγοράς.
Πηγή: Ένα ψιχίο της πλούσιας σλανγκικής τραπέζης του Χότζα.
Σε κάποια γωνία του Μοναστηράκι, υπάρχουν ακόμα ακουμπιτζήδες (=ενεχυροδανειστές), σαράφηδες, τοκογλύφοι και μεταφραστές (=κλεπταποδόχοι), που ξεπλένουν τα κλεψιμέικα και τα επαναφέρουν στην έντιμη αγορά! Ούτω πως, όταν κάποιος βλάκας δήμαρχος (νομίζοντας πως ξέρει την Αθήνα) προσπάθησε πριν χρόνια να λαϊκίσει βολτάροντας δήθεν ανέμελα με την κλάκα του στο Μοναστηράκι, τα σαΐνια του φάγανε το πράσο πριν να πει «κύμινο»...
Βλ. γιουσουρούμ.
Got a better definition? Add it!
Ανεγκέφαλη έκφραση - πλεονασμός, που υποδηλώνει απαξίωση ή/και (αυτο)σαρκασμό. Με άλλα λόγια, είμαστε επιεικώς απαράδεκτοι, για τα πανηγύρια ή απλά δε βλεπόμαστε, είμαστε ένα μάτσο χάλια.
Χρησιμοποιείται σε όλα τα πρόσωπα, ανάλογα με την περίσταση.
Got a better definition? Add it!
Η φράση έχει δύο χρήσεις, από τις οποίες πιο συνήθης η δεύτερη:
Κυριολεκτική: Ως προστακτική ενεστώτα του ρήματος μπαίνω, άλλος τύπος των «μπες!», «έμπα!»
Μεταφορική: Χρησιμοποιείται από τον ομιλητή για να παρακινήσει κάποιον σε κάτι καλό που έχει ξεκινήσει να κάνει, συνώνυμο των «Προχώρα!», «Καλά το πας!».
Έμπαινε στο αμάξι ρε, κι έχουμε αργήσει! Θα μας χέσει πάλι ο άλλος!
- Μ' αρέσει πολύ η Δανάη, η καινούρια... Και μου έχει δείξει κι αυτή δείγματα ότι ενδιαφέρεται!
- Έμπαινε, μεγάλε!! Και για πες λεπτομέρειες... Το κινητό της το έχεις;;
Κλασική πλέον η φράση έμπαινε Γιούτσο!, δες και γιούτσος.
Η προστακτική στην αργκό: -α, -έκα, -ω, έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!
Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.