Selected tags

Πλιζ, απόφυγε αυτήν την ετικέτα, καθώς πρόκειται σύντομα να απαλειφθεί!

Αν δεν βρεις ετικέτες που να ταιριάζουν στον ορισμό σου, ανέβασέ τον χωρίς ετικέτες και στείλε κατόπιν αναφορά στους συντονιστές υποδεικνύοντας τις ετικέτες που θα ήθελες να του προσαρτηθούν.

Όρος που δεικνύει τη μη συνεννόηση μεταξύ δυο ατόμων και, όταν έχουμε χάσει τη μπάλα (που είναι τώρα;;) και προσπαθούμε να καταλάβουμε τί τρέχει, το λέμε στον εαυτό μας.

Καλά ρε παιδί μου, τι τρέχει εδώ, διορθώνω τον ορισμό μου και τον αποθηκεύω, αλλά το ρόλοι μου λέει 17.10 και η ιστοσελίδα λέει 14.10... Καλά, σε ποια χώρα λειτουργεί η ιστοσελίδα; Πάει, έχω χάσει την μπάλα και είμαι σε λάθος σελίδα, ας το δημοσιεύσω καλύτερα και βλέπουμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«...να 'χεις», δηλαδή «να 'χεις και απόθεμα», όπως στη φράση «δούλεψε να φας και κλέψε να 'χεις». Πιθανό η φράση να προέρχεται από τον τρόπο με τον οποίο οι πλανόδιοι και υπαίθριοι πωλητές διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους.

Κλασσική νεοελληνική φράση που συνοδεύει χειρονομίες χουβαρνταλίδικες. Δεν πρόκειται απαραίτητα για λαρτζεριές, αλλά για πράξεις που ανασκευάζουν έμπρακτα και καθ' υπερβολήν την αμφισβήτηση που έχει δεχθεί ο εκφέρων την φράση, ακριβώς ως προς το αν μπορεί να κάνει μια τέτοια υπέρβαση. Φυσικά, ο νεοελληνικός χαρακτήρ ορίζει ότι σε αυτές τις περιπτώσεις ο χρήστης της φράσης δεν αποσκοπεί απλά στο αποδείξει την αξία του, αλλά να εκμηδενίσει τον Άλλο, να τον συντρίψει, να του βουλώσει το στόμα και να του γαμήσει τη μάνα.

Αυτή η ψυχική οικονομία αναπόδραστα προσέδωσε με τον καιρό στη φράση σχεδόν αμιγείς συνδηλώσεις εκδίκησης, ώστε η πράξη την οποία συνοδεύει η φράση να μπορεί να είναι (ή να θέλει να παρουσιάζεται ότι είναι) και καθαρά ανταγωνιστική, εχθρική, βλαπτική σωματικά ή ηθικά ή συναισθηματικά και άφθονη μόνο ως προς αυτές τις τις ποιότητες (η φράση κατά βάθος απηχεί ένα πάρε-δώσε του ressentiment).

Κάπου στη μέση συναντάται η σημασία της φράσης που αφορά στην άφθονη προσφορά πράγματος ή υπηρεσίας που εκτιμώνται μεν γενικά ως θετικά, όχι όμως και από τον εκφέροντα τη φράση, ενδεχόμενως ακριβώς λόγω της γιουσουρουμικής αφθονίας της πράξης (σ' αυτήν την περίπτωση η φράση είναι κοντά στο δώσε και μένα μπάρμπα).

  1. (στο τραπέζι)
    - Βάλε ρε συ λίγο παραπάνω φετούλα στη σαλάτα... βάλε να φάμε... - ....
    - Ε βάλε ρε συ λίγο φετούλα να φάμ...
    - Ε να, πάρε να 'χεις ρε μαλάκα... φά' την όλη... ήθελα να φτιάξω πίτσα, τώρα το γάμησες... αλλά τέτοιος είσαι... - Πίτσα;
    - Χωργιάτικη... αλλά εσύ εκεί... - Συγνώμη, δεν ήξερα...

  2. (στο μπάσκετ)
    - Αρχίδια...
    - Να ρε μαλάκα, πάρε να 'χεις...

  3. (στο γαμήσι)
    - Πάρε μωρή ννννγκχχχχβνμμμ.... πάρε να 'χεις, που θα με πεις χοντρούλη... ννννγκχχχ... χοντρός είναι ο πούτσος μου... (βλ. και εδώ σχετικό poll).

  4. (στο ιντερνέτ).
    Αρχίδια. Πάρε να’ χεις. Δωρεάν: Ύστερα από το σάλο των τελευταίων εβδομάδων, οι bloggers ετοιμάζονται να περάσουν στην αντεπίθεση του free press. Το νέο εβδομαδιαίο έντυπο θα στελεχώσει η Εθνική του blogging, με την προϋπόθεση ότι κάποιος θα έχει επιβιώσει του μαλλιοτραβήγματος για την ηγεσία - και το editorial.

Εν τούτω Νίγκα (από Hank, 11/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ας υποθέσουμε πως κάποιο μέρος, υπαίθριο, στεγασμένο ή ημιυπαίθριο, κατακλύζεται από κόσμο. Κοσμοσυρροή σα να λέμε. Μαζική προσέλευση. Κοσμοπλημμύρα. Και δημιουργείται το αδιαχώρητο. Γίνεται το έλα να δεις. Κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα (όπως έλεγε κι η γιαγιά μου). Σα να μοιράζουν λεφτά ένα πράμα.

Τότε ακριβώς λέμε πως εδώ πέφτει ξύλο.

Προφάνουσλυ, το ξύλο δεν νοείται κατά κυριολεξία: η έκφραση αποδίδει με γλαφυρό τρόπο την αγωνία όλων αυτών των συγκεντρωθέντων να εισέλθουν σε κάποιο Ναό (με την ευρύτερη δυνατή σημασία του όρου), να εξαγνιστούν σε κάποια σύγχρονη Κολυμβήθρα του Σιλωάμ. Η απλή είσοδος ενίοτε δεν είναι αρκετή, και η μάχη συνεχίζεται προς εξασφάλιση μιας ευνοϊκής θέσης εντός του συγκεκριμένου Ναού.

Η ατμόσφαιρα είναι συνήθως ηλεκτρισμένη, καθώς όλοι αλληλοϋποβλέπονται. Ο Άλλος εκλαμβάνεται ως απειλή, ως αυτός που πρόκειται ενδεχομένως να σου στερήσει ζωτικό χώρο. Η λέξη διαγκωνισμός αποκαθίσταται στις πραγματικές της διαστάσεις. Υπό αυτές τις συνθήκες, δεδομένης της υψηλής συγκέντρωσης διπόδων ανά τ.μ., το ξύλο παίζει από μεταφορική έκφραση να μετατραπεί σε πραγματικότητα. Διότι στο φινάλε, όλες οι μεταφορές δεν είναι και τόσο μεταφορές, αν το ψαχουλέψεις κάπως το ζήτημα.

Και έρχομαι στα παραδειγματάκια που όλοι περιμένατε.

  • Ξύλο πέφτει σε έναν μεγάλο ποδοσφαιρικό αγώνα.
  • Ξύλο πέφτει σε μια σπουδαία καλοκαιρινή συναυλία.
  • Ξύλο πέφτει σε μια μεγάλη ανοικτή προεκλογική συγκέντρωση.
  • Ξύλο πέφτει εντός και εκτός ενός λίαν γκλαμουριάρικου νυχτερινού διασκεδάδικου.
  • Ξύλο πέφτει (αυτό συμβαίνει συνήθως στο Αμέρικα) όταν, εκτός ελέγχου λοβοτομημένοι καταναλωτές, περιμένουν αξημέρωτα να ανοίξουν οι πόρτες του αγαπημένου τους πολυκαταστήματος σε περίοδο προσφορών. Μια τέτοια επείσακτη αμερικλανιά έχουμε κι εδώ τα τελευταία χρόνια, κάθε φορά που σκάει το καινούριο βιβλίο του μαλακοπίτουρα του Χάρι Πότερ: άλλο ένα ψευδοσυμβάν (Baudrillard) που στήθηκε από τα Μέσα, καταναλώθηκε από τα Μέσα, υπάρχει μόνο για τα Μέσα.

Όπως θα ψυλλιαστήκατε, το πέφτει ξύλο έχει συνδεθεί άρρηκτα με την κατανάλωση. Κατανάλωση ήχων, κατανάλωση προκάτ πολιτικών συνθημάτων, κατανάλωση ψευτογκλαμουριάς και νοθευμένων ξιδιών, κατανάλωση «εκτόνωσης» και «ψυχαγωγίας», κατανάλωση στημένων παιχνιδιών και πουλημένων διαιτησιών, κατανάλωση άχρηστων πολυμίξερ και αποχυμωτών, κατανάλωση της κατανάλωσης σε τελική ανάλυση.

Έπεφτε ξύλο θα ακούσεις να λένε όσοι παρευρίσκονταν σ' αυτόν τον τεχνητό πανζουρλισμό, για να κομπάσουν σε στιλ «ήμουν κι εγώ εκεί, ήτανε γαμάουα, δεν ξέρεις τι έχασες». Θα το πουν επίσης όσοι κονομάνε αμέσως ή εμμέσως απ' αυτά τα σκηνικά, ως ένα είδος αυτοδιαφήμισης: ιδιοκτήτες νυχτερινών μαγαζιών («έπεφτε ξύλο χτες βράδυ, δεν ξέραμε που να τους βάλουμε, αρχίσαμε να διώχνουμε αβέρτα»), διευθυντές και στελέχη εμπορικών πολυκαταστημάτων («Με τις νέες προσφορές μας, βλέπω από Δευτέρα να πέφτει ξύλο, να γίνεται μάχη σώμα με σώμα ποιος θα πρωτοαρπάξει»), διοργανωτές και χορηγοί συναυλιών κ.ο.κ.

Το θλιβερό όμως είναι να το ακούς κι από κείνους που δεν έχουν τίποτα (ή ελάχιστα) να κερδίσουν απ' αυτό το καταναλωτικό όργιο: υπάλληλοι σε διασκεδάδικα / καταστήματα κλπ που από την πλύση εγκεφάλου τείνουν να ταυτιστούν με τον αιμορουφήχτρα τον αφεντικό τους, πειθήνια πρόβατα που αποθεώνουν τον και καλά χαρισματικό πολιτικό ηγέτη, γηπεδικά κοπάδια που αναζητούν στο οπαδιλίκι την δικαίωση για της ζωής τους τα ναυάγια, απελπισμένοι μικροαστοί που νομίζουν πως παίρνουν εκδίκηση για το πενθήμερο εργασιακό γαμήσι.

- Φίλε έπρεπε να ήσουνα στο opening party στο Ακρωτήρι... Έπεφτε ξύλο κανονικά... Όλος ο καλός ο κόσμος μαζεμένος σου λέω, μουνιά επιπέδου Τσάμπιονς Λιγκ, φοβερή μουσικούλα, τα Φεραρικά να σκάνε το 'να μετά το άλλο... Τέτοια σκηνικά δεν είναι για να τα χάνεις.
- Έλα, μη μου πεις... Κάτσε να το πω στ' αρχίδια μου να τοποθετηθούν κι αυτά περί του θέματος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Πηγαίνω κάπου, μεταβαίνω. Το τράβηγμα = η μετάβαση. Συνήθως (αλλά όχι πάντα) η χρήση του υπονοεί ότι η μετάβαση αυτή προκαλεί δυσφορία στον μετακινούμενο, ότι είναι γι' αυτόν σκέτη ταλαιπωρία. Επί το κοσμιότερον, αλλά με την ίδια σχεδόν σημασία, χρησιμοποιείται το πολύ ευρύτερα διαδεδομένο «τρέχω» (αν δεχθούμε ότι το «τραβιέμαι» προκαλεί σεξουαλικούς συνειρμούς). Το «τρέχω» και το «τρέξιμο», αν και πιο πολιτικώς ορθά, δηλώνουν κατά κανόνα ένα βαθμό δυσφορίας του υποκειμένου. Αντίθετα, το «τραβιέμαι» παίζει να χρησιμοποιείται και ουδέτερα, ως ένας εξαιρετικά μαγκιόρικος τρόπος να πεις απλώς «πάω» κάπου.

  2. Βρίσκομαι μέσα σε μια ορισμένη κατάσταση, περνάω μια ορισμένη φάση στη ζωή μου με τις ιδιαιτερότητες και τα προβλήματά της. Εν προκειμένω δλδ, το ρήμα δηλώνει περισσότερο την εν χρόνω διάρκεια μιας κατάστασης ενώ στην περίπτωση 1 δηλώνει την κίνηση.

Παραδείγματα: τραβιέμαι με τα ναρκωτικά απ' τα 14, τραβιέμαι πολύ με τη δουλειά αυτό τον καιρό, τραβιέμαι τώρα 3 μήνες μ' ένα γκομενάκι, η Ρούλα τραβιέται με τα ψυχολογικά της τα τελευταία 2 χρόνια κ.ο.κ.

Τράβηγμα = η όλη φάση, το όλο σκηνικό με τα παλούκια του και τις μανούρες του (αλλά ενίοτε και τις καλές του στιγμές). Και εδώ παίζουν εναλλακτικά τα «τρέχω» και «τρέξιμο», αλλά σε λιγότερες περιπτώσεις. Π.χ. μπορείς να πεις «η Ρούλα τρέχει με τα ψυχολογικά της τα τελευταία 2 χρόνια» αλλά χλωμό να ακούσεις «τρέχει με τα ναρκωτικά από μικρός».

  1. Βρίσκομαι σε μπελάδες. Σημασία συναφής με την 2 (της οποίας ενδεχομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί υποκατηγορία). Εδώ τα τραβήγματα είναι απλώς και μόνο μπελάδες, ενώ η όλη φάση μπορεί ανέτως να χαρακτηριστεί ως εξόχως μανουριάρικη. Τα «τρέχω» και «τρέξιμο» χρησιμοποιούνται σε απόλυτη αντιστοιχία, διαφέρουν όμως όσον αφορά την ένταση της μανούρας. Όταν σε έχει χώσει το αφεντικό να δουλεύεις υπερωρίες απλήρωτες, το λες «τρέξιμο», το λες και «τράβηγμα». Όταν όμως σε κυνηγάει κάποιος πιστωτής σου να τον ξοφλήσεις και απειλεί ότι, αν δε το κάνεις, θα σε θάψει, τότε έχεις απλά πολύ χοντρά τραβήγματα.

Γενικά και για τις τρεις περιπτώσεις: το «τραβιέμαι» είναι πιασάρικο διότι γραμματικώς ανήκει στη μέση φωνή, η οποία διατηρεί στενές επαφές τρίτου τύπου με την παθητική φωνή (και κλίνεται όπως αυτή). Τονίζει δλδ τη διάσταση του πάθους, του ακούσιου, του αναγκαστικού. Βλ. και το κλασικό «τραβάτε με κι ας κλαίω». Γιατί όλους μας αρέσει κατά βάθος να μας τραβολογάνε κι ας μη το παραδεχόμαστε. Έχει τη καύλα του ενίοτε να αφήνεσαι, να παρασύρεσαι, να άγεσαι και να φέρεσαι, να είσαι άθυρμα στον άνεμο, να μην προσπαθείς ψυχαναγκαστικά να τα έχεις διαρκώς όλα υπό τον έλεγχό σου, να αφήνεις και λίγο τα πράματα στην τύχη.

Some of them want to be abused, όπως έλεγαν και οι Ευρυθμικοί.

  1. - Μαλάκα ψάχνω να βρω λίγη φούντα για την Κυριακή που θα 'μαστε με τη Γωγώ. Γουστάρω να 'χω κάτι να την κεράσω, μη με πάρει και για μαλάκα... Tραβιόμαστε καμιά Ομόνοια λες;
    - Είσαι άσχετος τελικά. Στην Ομόνοια πας μόνο για ζαπρέ αγόρι μου, δεν πας για μαύρο... Για μαύρο μόνο στους γύφτους.
    - Ε άντε λοιπόν ρε φίλε, θα με πετάξεις με το μηχανάκι να ψωνίσουμε; Θα σου βάλω και βενζίνη...
    - Δε θα 'σαι καλά μου φαίνεται. Δεν τραβιέμαι τέτοια ώρα Ζεφύρι για κανένα λόγο... Αύριο και βλέπουμε...

  2. - Πόσα χρόνια τραβιόσαστε με το φροσάκι βρε μαλάκα; Τρία, τέσσερα; Πώς και την παλεύεις ακόμα;
    - Το κέρατο όμως που της έχω περάσει δεν περιγράφεται.

  3. - Πριν δυο χρόνια που λες, ο Γιαννάκης κι ο Τάσος κάνανε την κέντα και πήρανε το εκείνο το μπαράκι που πουλιότανε στο Μαρούσι. Το δούλεψαν καλά στην αρχή, κονομάγανε, γαμούσαν και τα γκομενάκια που πήγαιναν να ζητήσουν δουλειά... Κομπλέ η φάση, αμέρικαν ντρημ σου λέω κι έτσι...
    - Και μετά τι χάλασε;
    - Μετά ο ένας έμπλεξε με τα κοκορέτσια, τον άλλο τον έβαλε μες το βρακί της μια καριόλα μπαργούμαν που γνώρισε εκεί... Το παράτησαν το μαγαζί, άρχισαν να μπαίνουν μέσα... Χρώσταγαν στην εφορία, στο προσωπικό, στον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Στο τέλος έβαλαν λουκέτο. Και τώρα έχουν όλους αυτούς να τους κυνηγάνε, χώρια τα δικαστήρια για τα ναρκωτικά. - Πω ρε φίλε, αυτά είναι χοντρά τραβήγματα.

αφού κορόιδο πιάνεσαι τί θέλεις και τραβιέσαι; (από joe909, 06/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περισσότερο μαμαδίστικος ή γιαγιαδίστικος παρά μπαμπαδιστικος όρος για όταν βράζει ο τόπος, σκάει ο τζίτζικας κλπ

- Ζέστη ρε μάνα...
- Τι ζέστη παιδί μου, Βραζιλία!

Βράζει ο τόπος, σκάει ο τζίτζικας, κόλαση! (από Vrastaman, 25/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Η φράση αυτή χρησιμοποιήθηκε με ιδιαίτερη συγκινησιακή φόρτιση, και μάλιστα κατ' επανάληψη, γι' αυτό και καθιερώθηκε σαν ατάκα, από τον Γ.Α.Π. το 1996 στον επικήδειο του πατέρα του. Και αν αυτό για το οποίο ήθελε ο Γ.Α.Π. να πληροφορήσει τον πατέρα του ήταν ο θάνατός του (του πατέρα), έκτοτε, χρησιμοποιείται σαν πρόλογος για να μας διευκολύνει στο ξεφούρνισμα ενός αιτήματος που έχουμε (συνήθως οικονομικού χαρακτήρα) ή μιας μάλλον όχι ευχάριστης είδησης, προς τον γέρο μας.

  1. - Πατέρα, έμαθες τα νέα; Σε δυο μέρες ο γιος σου παντρεύεται στην Τήλο. - Ίσσσσα μωρή λούγκρα, μην έρθω και στο γάμο.

  2. - Πατέρα, έμαθες τα νέα; Η ομάδα σου αποκλείστηκε από τον Πανσερραϊκό.

Νίκος Πατέρας (από allivegp, 22/05/09)(από BuBis, 22/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση ρητορικού τύπου. Χρησιμοποιείται για να ταπώνεις κάποιον που μόλις έδωσε τη σούπερ τετριμμένη και χιλιοειπωμένη απάντηση «τα πάντα», απαντώντας στην κλασική - και εξίσου ηλίθια - ερώτηση: «τι μουσική ακούς;». Ο σχετικός διάλογος, χρησιμοποιούμενος από αρχαιοτάτων χρόνων για να σπάσει - και καλά - ο πάγος μεταξύ δύο προσώπων που δεν έχουν αναπτύξει ακόμη οικειότητα μεταξύ τους, είχε τυποποιηθεί σε βαθμό άφατης μαλακίας. Επόμενο ήταν κάποιος brilliant καμένος να εφεύρει την εν λόγω αποστομωτική φράση, παίζοντας με τη διπλή σημασία της λέξης «πάντα». Η φάση τότε γίνεται ψιλοσουρεάλ, με πιθανότερη κατάληξη να σκάσουν και οι δύο στα γέλια (πράγμα που τους φέρνει πιο κοντά απ' ότι μια άχαρη απαρίθμηση αγαπημένων συγκροτημάτων). Εκτός αν πέσεις σε καμιά μυγιάγγιχτη γκόμενα ή κανέναν κομπλεξικό και ασπριδερό φλωράντζα, που έχουν τόση σχέση με το χιούμορ όση το πληκτρολόγιο με τα σουτζουκάκια...

Η μαύρη αλήθεια είναι βέβαια ότι όλους καταβάθος μας ψιλοπειράζει να μας πετάξουν το «μήπως ακούς και τα κοάλα», τη στιγμή που είμαστε έτοιμοι για μια ακατάσχετη περιαυτολογία. Γιατί σε ποιον δεν αρέσει να τον ρωτάν για τον εαυτό του κι εκείνος να απαντά με βαθυστόχαστο ύφος του τύπου «τότε σ' εκείνη τη συναυλία τα είχαμε κάνει όλα πουτάνα, δεν υπάρχουν σήμερα δυστυχώς αυτά» κλπ κλπ. Είναι σα να σου παίρνουν τη μπουκιά απ' το στόμα γαμώ το χριστό μου (σόρι τζίζα) και να τη δίνουν στα σκατοκοάλα! Φτου!

- Για πες, έχεις αδέρφια;
- Ναι έχω, έναν αδερφό δυο χρόνια μικρότερο και μια αδερφή ένα χρόνο μεγαλύτερη.
- Συνήθως πού σου αρέσει να βγαίνεις;
- Εε... βασικά εδώ κοντά, για καφεδάκι με φίλους και τέτοια.
- Και... τι μουσική ακούς;
- Να σου πω... Βασικά ακούω τα πάντα. Αλλά όταν λέω τα πάντα εννοώ τα πάντα, έτσι;
- Μήπως ακούς και τα κοάλα;
- .................

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνε λίγο πιο κει, κάνε μου λίγο χώρο. Συνήθως λέγεται μαζί με το «λίγο».

Η έκφραση χρησιμοποιείται αποκλειστικά στην προστακτική. Δε λέμε «τρίζεις λίγο;». Χρησιμοποιείται από άτομα που δεν λένε μεν πολλά παρακαλώ και ευχαριστώ, χωρίς όμως να υπολείπονται σε ευγένεια. Εναλλακτικοί τρόποι να παρακαλέσεις για κάτι είναι:

α) Να το θέσεις ως ερώτημα, π.χ. κάνεις λίγο πιο κει; (που όμως, όπως είπαμε, δεν χρησιμοποιείται με το «τρίζω»).
β) Να μετριάσεις το αίτημά σου με κάποια άλλη λέξη. Χαρακτηριστική η τελείως ηλίθια, αν την πάρουμε κυριολεκτικά, αλλά συχνότατη αποστροφή προς σερβιτόρο: «Να σας πληρώσουμε λίγο;» (Μπα, προτιμώ να μου τα δώσετε όλα!)

Εδώ λοιπόν το ρήμα τρίζω, υπονοώντας ότι θέλουμε να κάνεις μόνο μία ελάχιστη μετατόπιση, που ίσα να τρίξει λίγο ο σουμιές, μετριάζει το αίτημα.

- Χωράω κι εγώ στον καναπέ;
- Χίλιοι καλοί χωράνε. Γιάννη, για τρίξε λίγο να κάτσει κι η Μαρία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελαφρώς περίπλοκη εικονοπλαστική-θρησκευτική-ιστορική έκφραση που απλούστατα σημαίνει: είχε τόση πολλή ζέστη το βράδυ που ο ιδρώτας μου έτρεχε ποτάμι και άφησε το αποτύπωμα του κορμιού μου στο σεντόνι.

Για την προέλευση της βλ. την υπόθεση της Ιεράς Σινδόνης.

- Ο καιρός μία έτσι μία γιουβέτσι, μας έχει πηδήξει. Δεν ξέρεις τι να βάλεις.
- Άστα κι εγώ κοιμάμαι με το μποξεράκι και ξυπνάω μες τη νύχτα τουρτουρίζοντας.
- Εγώ χθες έπαθα το αντίθετο: κοιμήθηκα με πυτζάμες και κουβέρτα και το πρωί ξύπνησα μουσκίδι. Άφησα την σκιά μου σαν τον εσταυρωμένο στο σεντόνι.

Φωτογραφία της Σινδόνης του Τορίνο, Βικιπαίδεια (από patsis, 18/05/09)Φωτογραφία της Σινδόνης του Τορίνο, λεπτομέρεια, επεξεργασμένη απεικόνιση (από patsis, 18/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση-προτροπή σε φίλο μας προσβεβλημένο από οξεία ξινομουνίαση, αμμομουνίαση αλλά και, διαφορετικά, από άσχημο κόλλημα, σκάλωμα και τα παρόμοια, που δεν του επιτρέπουν να ζήσει τη ζωή του στο φουλ.

Πρόκειται, λογικά, για τον υπερθετικό βαθμό της έκφρασης «ξεκόλλα!». Προσδίδει μια υπερβολή, μια μπηχτή ότι ο συνομιλητής μας πήρε όλη τη ζωή του λάθος και πρέπει ν' αλλάξει ζωή, που λέει και ο ποιητής.

  1. - Μια χαρά σκατά σε βρίσκω. Τι σαπίλα είναι αυτή;
    - Πίνω μπάφους και παίζω προ φίλε, γκαύλα!
    - Ξεκόλλα απ' τη ζωή σου! Πάμε μια βόλτα ρε, οι δικές μας μας περιμένουν, θα το χάσεις το Κορμί, πατριώτη...

  2. - Έκανα μια μούφα λογαριασμό στο φατσοβιβλίο και την έψαξα. Την βρήκα μεν, αλλά τα έχει όλα κλειδωμένα, ούτε φίλους μπόρεσα να δω ούτε φωτογραφίες.
    - Ξεκόλλα!
    - Βρήκα όμως έναν παλιό της συμφοιτητή που την έχει κάνει add και σκέφτομαι να τον κάνω φίλο μπας και μπορέσω να δω τίποτα σαν φίλος φίλου...
    - Ρε, ξεκόλλα πια απ' τη ζωή σου! Στα φέηκμπουκ κατάντησες; Αν καταλήξεις στόλκερ θα σε κάνω μπαν να ξέρεις!

Πιες μια ΞεCola (από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified