Selected tags

Further tags

Ευγενικός τρόπος για να αποφύγεις κάποιον.

- Κάτσε ρε Μητσόκλα να πιούμε άλλο ένα τσίπουρο.
- Θρασύβουλα, καλή η παρέα σου, αλλά βρωμάνε τα πόδια σου. Πόσες μέρες φοράς αυτές τις HIKE (αλά NIKE) παντόφλες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν βγαίνει βόλτα μια αντροπαρέα τότε λέμε ότι παίζει φάση τσατσάρα παρομοιάζοντας με μια τσατσάρα το σχήμα που δημιουργείται από τους άντρες στη σειρά και σε πλήρη στύση.

- Φίλε ανεβήκαμε φέτος το καλοκαίρι στη Χαλκιδική 6 μπακούρια!
- Έλα ρε! Φάση τσατσάρα δηλαδή!

Η χιονάτη θέλει επειγόντως χτένισμα. Ερρρρρχεται τσατσάρα με 7 πτυσσόμενα δόντια (από GATZMAN, 19/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πράξεις και συνήθειες ελαφράς ηθικής και αμφίβολης αρρενωπότητας, που λαμβάνουν χώρα σε μια αντροπαρέα λόγω οικειότητας αμαυρίζοντας την εικόνα τους βάσει στερεότυπων. Οι αντρίλες καλύπτουν μια ευρεία γκάμα από πράξεις π.χ ''Μήτσο φέρε μια πετσέτα ρε στο μπάνιο, γιατί το ξέχασα'', το ελαφρύ μπατσάκι στο κωλί όταν γίνεται αλλαγή στο ματς, το μασάζ σε έναν πιασμένο φίλο... Λέγεται πως στα αρχαία γυμναστήρια ξεκίνησαν όλα, στην αρχαία Αθήνα...

- Ρε Φίλιππε βάλε μου λίγο αντιηλιακό εδώ στην πλάτη που δεν φτάνω...
- Ωχ άρχισαν οι αντρίλες πάλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης παρέας έφηβων αρσενικών, ή αλλιώς άτυπη στρατιωτική μονάδα σε τσαμπουκάδες σβούρων.
Τα μηχανάκια αντιστοιχούν στους πιτσιρικάδες που είναι έτοιμοι να μπουν στην φωτιά για να υπερασπιστούν την τιμή του συγκεκριμένου σβούρου που τους επικαλείται.
Δεδομένου ότι σε μια ορδή από μηχανάκια, τα περισσότερα κατά κανόνα έχουν δυο επιβαίνοντες, ενώ υπάρχουν σε ίσους αριθμούς μονοκάβαλα και τρικάβαλα, μπορούμε υπεύθυνα να υποθέσουμε πως:
ν μηχανάκια ~ 2ν σβούροι
Τα μηχανάκια δηλώνουν την δημοφιλία, είναι δηλαδή κάτι σαν τους φίλους στο facebook για τα άγρια νιάτα, το offline facebook του τσαμπουκαλή πιτσιρικά, με άλλα λόγια.

- Θα σε κανονίσω ρε....
- Άραξε κουμπαρε, ένα μήνυμα να στείλω, θα' ρθούνε δω τριάντα μηχανάκια...άραξε για δε σε παίρνει σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα που κάνει παρέα μόνο με gays, από τους οποίους σχεδόν αποκλειστικά περιτριγυρίζεται. Συνήθως είναι χοντρή, όχι όμορφη και με υποτονική ερωτική ζωή (to put it mildly) και λειτουργεί ως μητρική φιγούρα για πολλούς από τους gay φίλους της που βλέπουν σε αυτή μία σύμβουλο / εξομολόγο / σύντροφο στο κουτσομπολιό.

Βάλε μέσα στην καρδιά σου την αδελφομάνα
και θα νιώσεις κάθε είδους μεγαλείο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέσα στα πλαίσια μιας απελευθερωμένης αντίληψης σχετικά με τις ανθρώπινες σχέσεις και αντιμετωπίζοντας το σεξ ως χαρά της ζωής και όχι επικύρωση της ιδιοκτησιακής σχέσης μεταξύ των ανθρώπων, έχω την τιμή να παρουσιάσω την κοινόχρηστη γκόμενα.

Αν και πολλές φορές το ερωτικό παιχνίδι δύο φίλων με την ίδια κοπέλα προκαλεί ανεπανόρθωτες παρεξηγήσεις και είναι αιτία ακόμα και τερματισμού της φιλίας τους, αυτό δεν συμβαίνει στην περίπτωση της κοινόχρηστης γκόμενας: δύο ή περισσότεροι φίλοι μπορούν να απολαμβάνουν τις ερωτικές χάρες της εν λόγω κοπέλας (εναλλάξ ή ομοθυμαδόν) χωρίς καμία παρεξήγηση μεταξύ τους.

Για να υπάρξει τόση απελευθέρωση βέβαια, σημαίνει ότι κανείς από την παρέα δεν διεκδικεί την κοπέλα για σοβαρή σχέση. Αυτό γίνεται είτε επειδή η γκόμενα είναι χαζή, είτε επειδή είναι μπάζο, είτε επειδή είναι πολύ πεταχτούλα και αν τα φτιάξει κάποιος μαζί της θα του πάει το κέρατο σύννεφο...

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα άτομα μέσα σε μια παρέα που δεν μπορούν να καταλάβουν πότε μια κοπέλα ανήκει σε αυτή την ειδική κατηγορία γυναικών, οπότε κολλάνε με αυτή, χαλιούνται και ζαλίζουν τ'αρχίδια των φίλων τους προσπαθώντας να την κατοχυρώσουν για τον εαυτό τους, πράγμα βέβαια μάταιο. Πρόκειται για τους γνωστούς χαζομούνηδες που χαλάνε όλη την πλάκα...

  1. - Χθες πήδηξα την Ανθούλα... Καλή φάση φίλε...
    - Καλά ρε μαλάκα, αυτή δεν την πηδάει ο κολλητός σου;
    - Δεν τρέχει τίποτα ρε! Την έχουμε κοινόχρηστη τη γκόμενα...

  2. - ... και μας ζάλισε που λες ο μαλάκας ο Τάσος! Πάλι κόλλησε με μια γκόμενα που γνωρίσαμε στο νησί και μας απαγόρευε και να της μιλάμε κιόλας!
    - Έλα ρε...
    - Και βέβαια η γκόμενα δεν ήταν για τέτοια... Κοινόχρηστη έπρεπε να την έχουμε και οι τρεις, αλλά μας τη χάλασε τη φάση ο βλάκας!

Χρ. Ιακωβιδου: Είναι επαγγελματίας, οδοντογιατρός, shareware και (μάλλον) δεν έχει ιούς! Τι άλλο να ζητήσω απ΄τη ζωή; (από Vrastaman, 02/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η συνάντηση, η μάζωξη. Εμπαικτική μεταφορά της αγγλικής λέξης meeting, κυρίως όταν αυτή εκφράζει τις επαγγελματικές συναθροίσεις μεγαλοστελεχών ή και πιο παρακατιανών γιάπηδων. Αντί να γραφεί «μίτινγκ» ή «μήτινγκ», γράφεται με -υ- ώστε να παραπέμεπει στη λέξη μύτη. Προφέρεται δε και αναλόγως, όπως δηλαδή λένε οι γερμανοί το y ή οι γάλλοι το u.

Αν και δεν έχει καμία θέση η μύτη στον εμπαιγμό ή στο πραγματικό μήτινγκ, εντούτοις προσδίδει κάτι το γελοίο στη λέξη, γιατί φέρνει στο νου λέξεις όπως ψηλομύτης, («ψηλομύτινγκ» θα μπορούσε να είναι το μήτινγκ υψηλοβάθμων στελεχών), «σκάω μύτη» (εμφανίζομαι απροειδοποίητα σε μήτινγκ), ή θυμίζει τη μύτη του Πινόκιο που έλεγε ψέματα, έτσι ακριβώς όπως κάνουν όλοι οι συνδαιτημόνες αυτών των συναντήσεων.

Στη σλανγκ μύτινγκ είναι κάποιο «δήθεν» μήτινγκ, είτε ψεύτικο (δικαιολογία για την απουσία μας ή για το κλειστό κινητό μας) ή απλώς η συνάντηση μιας παρέας για χαβαλέ.

  1. - Γιατί άργησες αγάπη μου σήμερα και ήρθα σπίτι και δεν ήταν κανείς, τα φώτα σβηστά και φαγητό ούτε για δείγμα; Και σε έπαιρνα τηλέφωνο και δεν το σήκωνες;
    - Μωρέ είχαμε μύτινγκ στη δουλειά και δεν μπορούσα να φύγω ούτε να έχω ανοιχτό το κινητό.

  2. Ρε παίδες, να κανονίσουμε ένα μύτινγκ επί τέλους, χρόνια και ζαμάνια έχουμε να βρεθούμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τις εμβληματικές λέξεις του Τσιφόρου. Και κυρίως χάρη στον Τσιφόρο, νομίζω, έχει διασωθεί.

Το γκεζί είναι λέξη με τούρκικες ρίζες. Στα Τούρκικα gezi είναι ο περίπατος, η εκδρομή, ίσως κι ένας τόπος αναψυχής. Στα Ελληνικά, όμως, η λέξη έχει πάρει άλλες σημασίες, πολύ διαφορετικές.

Κάνω γκεζί ή πιάνω γκεζί σημαίνει κάνω παρέα, συντροφιά, αναπτύσσω προσωπικές σχέσεις -ίσως αυτή η σημασία να είναι πιο κοντά στο Τούρκικο ορίτζιναλ καθώς ένας ευχάριστος περίπατος συνήθως γίνεται με παρέα. Ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί τη λέξη για να περιγράψει μια φιλία μεταξύ ανδρών (παρ.1) αλλά, αν θυμάμαι καλά, και τη σχέση ενός ζευγαριού που τά 'χει βρει και ετοιμάζονται να σπιτωθούν.

Παρέα, βέβαια, κάνουν και άνθρωποι με κοινά οικονομικά ενδιαφέροντα, όχι απαραίτητα νόμιμα, και ο Τσιφόρος χρησιμοποιεί τη λέξη επίσης για να περιγράψει γενικά την πιάτσα, το μάγκικο περιθώριο (παρ.2) και με τη σημασία αυτή το γκεζί γίνεται συνώνυμο και με το κουρμπέτι (παρ.3).

Η λέξη έχει περάσει και στην καθομιλουμένη ως γιαλαντζί μαγκιά και, σε πρώτη φάση, σημαίνει απλώς το επάγγελμα, το σινάφι (παρ.4). Έται, μπαίνω στο γκεζί = μπαίνω στο επάγγελμα. Υποδηλώνει, όμως, και την ρουτίνα της δουλειάς καθώς και την εμπειρία που κάποιος αποκομίζει όταν βρίσκεται σ' έναν επαγγελματικό χώρο πολύ καιρό (παρ.5). Όταν, λοιπόν, κάποιος λέει είμαι στο γκεζί υπονοεί και ότι ξέρει καλά τα κατατόπια αλλά και ότι, βασικά, έχει βαρεθεί. Και όταν η βαρεμάρα και η μονοτονία γίνονται τα κυρίαρχα στοιχεία και προφανής οδός διαφυγής δεν υπάρχει, τότε το γκεζί γίνεται συνώνυμο και με το λούκι (παρ.6).

  1. Πιάσανε λοιπόν το γκεζί (= κάνανε παρέα). Τα βράδια φύσαγε ο αγέρας, παγώνανε οι πλάκες, τουρτουρίζανε κάτου από τη μονή κουβέρτα οι κρατούμενοι και στη γωνιά ο Τεράχ μπέης δώσ' του το λακρεντί με τον Τάσο... (Από το Ο Μαγικός Άνθρωπος, του Ν. Τσιφόρου, η επεξήγηση από το gerontakos.blogspot.com)

  2. Λεφτά πολλά είχε ο Φέτας, εφόσον χρόνια στο γκεζί, έκανε μεγάλες δουλειές με τα πάντα, από κλεπταποδόχο μέχρι δανειστή. (Από το 'Βικτωρία η Ωχρά' του Ν.Τσιφόρου)

  3. «...Για δες πως την φερμάρουν στο γκεζί
    μες στο κουρμπέτι για τα σέα και τα μέα
    κάτι σαΐνια μαστοράκια στο γαζί
    και την βολεύουνε κιμπάρικα κι ωραία...» (Από το ρεμπέτικο-μαϊμού Το ταράφι και η πιάτσα των Πλέσσα-Καλαμαριώτη)

  4. - Θυμάστε το πρώτο-πρώτο σκίτσο που κάνατε στη ζωή σας;
    - Ναι. Ήταν τελικός κυπέλλου. Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός. Έβαλα τις δυο ομάδες να τραβάνε εκατέρωθεν τα χερούλια του κυπέλλου και να τα έχουν ξεχαρβαλώσει. Δημοσιεύτηκε το πρωί στην «Αθλητική Ηχώ» και το απόγευμα το ματς κατέληξε σε μακελειό. Όλοι με είπαν προφήτη! Προσλήφθηκα απ' την εφημερίδα και μπήκα στο γκεζί! (Συνέντευξη του σκιτσογράφου Κ. Μητρόπουλου στο www.os3.gr)

  5. Η λύση στο μπέρδεμα είναι εύκολη : να πίνεις περισσότερο και να σκέφτεσαι λιγότερο...τι σκατά, 8 χρόνια μέσα στο γκεζί το ακαδημαϊκό το έχω φιλοσοφήσει! (Από το leavingandliving.blogspot.com)

  6. Είχε αρχίσει η ιστορία πια να ξεκι­νήσει αυτή η διάσπαση, η σύγκρουση με τους έξω, με τους γραφειοκράτες, από τα κάτω. Και δυστυχώς μεσολαβεί η δικτατο­ρία όπου μπαίνουμε ξανά όλοι μαζί στο γκεζί -λούκι το λέμε σήμερα- και γίνεται πάλι από τα πάνω, όπου είναι μπασταρδεμένη η υπόθεση, είναι προδομένη από χέρι. (Συνέντευξη του Χ. Μίσσιου στη Ρήξη, από το www.ardin.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τζακ ο αντεροβγάλτης αποτελεί αδιάσπαστο μέλος κάθε παρέας που σέβεται τον εαυτό της. Αποτελεί τον μόνιμο περίγελο και όπλο κατά της βαρεμάρας. Αν και η ονομασία παραπέμπει σε φρικιαστικά εγκλήματα, στον Τζόνι Ντεπ και σε κόμικ του Φρανκ Μίλερ (κι όμως!) το πραγματικό της νόημα διαφέρει πάρα πολύ. Στην ουσία είναι προσωνύμιο εκείνου του ατόμου που ξερνοβολάει τα άντερά του μόνο με τη σκέψη του «θα βγούμε έξω».

Συνήθως είναι ο κλασσικός τύπος που δεν πίνει εκείνος το ποτό αλλά εκείνο τον πίνει. Το στομάχι του δεν μπορεί να αντέξει όχι αλκοόλ αλλά ούτε και ένα ποτήρι χαμέμηλο. Παρ' όλα αυτά πίνει σαν πούστης (κολλάει και το σαν μαύρος αλλά ποτέ δεν ανέβασα λήμμα της κατηγορίας Ρατσιστικά και ούτε θα το κάνω). Αφού έχει πιει σαν πούστης πίνει ακόμη λίγο και σε χρόνο dt έχεις δει τι έχει φάει όλη την προηγούμενη εβδομάδα, γιατί ο άτιμος είναι και δυσκοίλιος και το φαΐ μένει στο στομάχι όσο χρόνο χρειάζεσαι εσύ για να στήσεις την τραπεζαρία HARKA μαζί με τις καρέκλες από τα ΙΚΕΑ (μιλάμε έφτυσα αίμα...). Βέβαια υπάρχουν και οι τύποι που δεν χρειάζεται να κατεβάσουν ολόκληρο το αμπάρι του Cutty Sark για να νιώσουν τις ευεργετικές ιδιότητες του εμετού. Αρκεί μια ματιά στο πιοτί, η μυρωδιά της ανάσας κάποιου που έχει πιει ή έστω το σλόγκαν «Μια ζωή ρετσίνα Μαλάματινα!» για να μάθετε τι σκατά βάζει η μάνα του στα κουλουράκια της και είναι τόσο νόστιμα.

Το λήμμα είναι εξαιρετικά ευέλικτο ως προς τον τρόπο εκφοράς του. Μπορεί να ακουστεί ως έχει, μπορεί να ακουστεί ως [όνομα φίλου] ο αντεροβγάλτης, μπορεί να ακουστεί ως αντεροβγάλτης σκέτο ή ακόμη, για πολύ προχώ καταστάσεις εμπειρίας 50 και άνω εμετών, σκέτο Τζακ (καμιά σχέση με παραγγελία το τελευταίο, το αντίθετό του δεν είναι Τζόνι κόλα).

(Θα ήταν προτιμότερο να έγραφα «Ο φίλος μου ο Βασίλης» και να ανέβαζα ένα βίντεο αλλά είναι και τα προσωπικά δεδομένα. Οπότε ο Κλέαρχος μαζί με την Μαρίνα την γκόμενά του συζητούν για τον κοινό τους, όχι ψηλό, φίλο)

Μ: - Αφού τον ξέρεις τι του δίνεις να πιει. Πάλι ξέρασε ο Τζακ ο αντεροβγάλτης και πάνω στα παπούτσια μου!
Κ: - Καλά τρελή είσαι; Μόνος του το άρπαξε το μπουκάλι! Πάντως από ό,τι βλέπω το χρώμα του ξερατού πάει τέλεια με το γούστο σου!
Μ: - Το καταλαβαίνω κάθε φορά που μου λες καλημέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντροπαρέα που όλοι είναι μπακούρια και δεν μπορούν να χωθούν για να δούν άσπρη μέρα. Βγαίνουν βράδυ και είναι λες και κατεβαίνει ομάδα μπάσκετ. Η νέμεσις του μπράβου στην Πόρτα. Συνοδεύεται από μεγάλη δόση μιζέριας, αγαμίας και μαλακίας, ενώ μόνιμο θέμα συζήτησης σε θεωρητικό πάντα επίπεδο, είναι αι Γυναίκαι, καθώς θεωρούνται κάτι άγνωστο και ταυτόχρονα άπιαστο, κάτι σαν άλυτο μυστήριο. Σε περίπτωση που μπει στον ζωτικό τους χώρο κοπέλα ή ακόμα και γριά οι μισοί θα κοκκινίσουν και οι άλλοι θα γρυλίσουν, ενώ όλοι θα καταπιούν την γλώσσα τους. Συνηθισμένη κατάσταση για νεαρούς εφήβους που δεν έχουν αποβάλει ακόμα την έννοια της αγέλης. Σε περίπτωση που ο ηλικιακός μέσος όρος είναι άνω των 22 προτείνεται ομαδική αυτοκτονία.

- Πω ρε πούστη δεν την παλεύω άλλο, πάλι μπακούρια Α.Ε. θα βγούμε; Στάνταρ θα φάμε πόρτα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified