Φύγε από 'δω. Πάρε δρόμο, κοπάνα τη.
Τάκη, ξεπαρεού γιατί μας τά 'χεις πρήξει.
Got a better definition? Add it!
Ηθική υποχρέωση σε βορειοελλαδίτικους γάμους όπου συγγενής ή φίλος του γαμπρού ή της νύφης χρηματίζει, ήτοι «ασημώνει», την ορχήστρα και ο τραγουδιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να μνημονεύσει την σχετική κίνηση που όλοι γύρω σέβονται και αναγνωρίζουν.
Ο στενός συγγενής που δεν θα προχωρήσει σε κίνηση «σάμπα» κινδυνέύει να απολέσει τον χαρακτηρισμό του μπρούκλη ή ακόμα και αυτόν του μανχάτα και να θεωρηθεί τσίπης.
Τραγουδιστής σε γάμο :
- Κορή καραβοκύρη - ο πεθερός σου Σάμπα !!-, και ομόρφη κοπελιά - ο κουμπάρος ο Μάκης Σάμπα !!- κορμί κυπαρισένιο λυγάει σαν λυγαριά..
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο γελοίος, εκείνος που του αρέσει να βρίσκεται πάντα στο επίκεντρο, το σούργελο της παρέας.
- Κοίτα πάλι τι βλακείες κάνει!
- Αφού ξέρεις ρε φίλε, ο τύπος είναι τέρμα κλόουν!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κολλητσίδας, το άτομο που δεν ξεκολλάει από μια παρέα, δεν συνειδητοποιεί πότε η παρουσία του είναι κουραστική, και δεν έχει την ευγένεια να αποσυρθεί διακριτικά.
Τον βαρέθηκα τον Γιώργο! Δεν είναι να του πω πότε θα βγω για καφέ με την κοπέλα μου, και έρχεται και κολλάει σα βδέλλα και ξεχνάει να φύγει!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η ευχάριστη ατμόσφαιρα στην παρέα, με πειράγματα, γέλια και ανεβασμένη διάθεση, που είναι δυνατό να καταντήσει και ενοχλητική.
- Δεν μπορέσαμε να μιλήσουμε σοβαρά: δύο ώρες μόνο χαχαλομπούχαλο.
Got a better definition? Add it!
(θηλ. χαΐστρια)
Ο κεφλής άνθρωπος, που δεν λέει όχι στην παρέα, ακολουθεί ή και κανονίζει διασκεδάσεις κι εξόδους.
– Μα καλά, η φίλη που μας έφερες φεύγει από τώρα;
– Μένει μακρυά, γι' αυτό.
– Άσ' τα αυτά, την έκοψα εγώ: μεγάλη χαΐστρια. (ειρων.)
Got a better definition? Add it!
Ξαφνικό παραλήρημα φλυαρίας από μέχρι πρότινος διακοσμητικής συμπαρουσιάστριας τηλεοπτικού σόου.
Χρησιμοποιείται ευρύτερα και εντός παρέας ατόμων, όταν μία μη-αντιληπτή και αμίλητη παρουσία, αρχίζει ξαφνικά έναν καταιγισμό σχολίων.
Επί δύο ώρες η Μαίρη ούτε που ξέραμε αν ήταν ζωντανή. Και μετά το γύρισε σε γλαστρίδα...
Got a better definition? Add it!
Οι δικαιολογίες που εκφράζουμε για το χάος που επικρατεί σπίτι μας σε επισκέπτη προτού προλάβει εκείνος να πει τίποτα.
«Συγνώμη για το χάος που βλέπεις αλλά δεν πρόλαβα να μαζέψω», είπε ο Πέτρος χωρίς καμιά πειστικότητα.
Πηγή: Πλαθολόγιο , εκδ. Intro 2007, του Λύο Καλοβυρνά
Got a better definition? Add it!
Περιγράφει τη συνάθροιση παρέας, συνήθως σε παραλιακό ταβερνάκι, ουζερί ή και σε σπίτι, για την κατανάλωση ούζου με τη συνοδεία μεζέ, συνήθως ψαρικών. Αντίστοιχα υπάρχει και η κρασοκατάσταση και η μπυροκατάσταση.
-Θα έρθεις την Κυριακή ε; -Πού να έρθω; -Έχουμε κανονίσει ουζοκατάσταση σε ένα ταβερνάκι στο Πόρτο Ράφτη, θα είμαστε μεγάλη παρέα. Έλα θα΄ναι ωραία.
Got a better definition? Add it!