Στην κλασική αργκό είναι το πειθαρχείο του σωφρονιστηρίου.
Τον πήγανε στον αράπη.
Στην κλασική αργκό είναι το πειθαρχείο του σωφρονιστηρίου.
Τον πήγανε στον αράπη.
Got a better definition? Add it!
Το φλέμα στην κλασική αργκό.
Φέρε τη ζαφειριέρα να ρίξω έναν ζαφείρη.
Got a better definition? Add it!
Στην κλασική αργκό είναι το πτυελοδοχείο.
Φέρε τη ζαφειριέρα!
Got a better definition? Add it!
Παλιομοδίτικη, απ' όσο ξέρω παροπλισμένη έκφραση που σημαίνει: απολύω / ξηλώνω κάποιον από θέση που κατέχει. Όσον αφορά την απίστευτη παραστατικότητά της δεν θα επεκταθώ. Σταματήστε να τα ξύνετε, πιάστε καμιά σπάτουλα για εξάσκηση και κυρίως βάλτε λίγο τη φαντασία σας να δουλέψει.
Ξέρω μόνο πως αν σταματήσω να βαράω θα πάθω τόσα, που κανένας από σας δεν έπαθε. Ποιά ειν' αυτά? Δεν τα ξέρω. Ξέρω πως αν με ξύσουνε θα χάσω το ψωμί μου. Το ξέρεις κι εσύ αυτό.
Μ. Λουντέμης, Το κρασί των δειλών (1965).
Εγώ πέταξα στην άκρη πέννες και χαρτιά, ζώστηκα τη ζώνη μου κι έφυγα. "Το ξέρω, τους λέω, πως η μαφία σας θα φροντίση να με διώξη από 'δω" [...] Έτσι κι έγινε. [...] Η "μαφία" συνεννοήθηκε με τον δεκανέα του λοχαγού και με έξυσε. Δέχτηκα ατάραχος την...ποινή.
Δημ. Λουκάτος, Οπλίτης στο Αλβανικό μέτωπο, Ημερολογιακές Σημειώσεις 1940-41. Εκδ. Ποταμός.
Got a better definition? Add it!
Published
Ξεκομμένος στρατιώτης, συνήθως φρουρός σε προκεχωρημένο φυλάκιο, αγγελιαφόρος κλπ που σβερκώνεται από τους οχτρούς με σκοπό την απόσπαση πληροφοριών.
Μαλερεζμάν δεν έχω το πρωτότυπο κείμενο του β' παραδείγματος για να δούμε την αντίστοιχη αγγλική ορολογία, και δεν έχω ιδέα κατά πόσον η προφανής εννοιολογική σύνδεση είναι ντόπια ή εισαγωγής.
Όταν τέλειωναν -πολύ γρήγορα- "τα πολιτικά", αρχίζανε οι ατέλειωτες διηγήσεις για μάχες [...] για την προσωπική παλικαριά [...] για τον Θεσσαλό ομαδάρχη που [...] αναποδογύρισε ολόκληρη διμοιρία του αντιπάλου. Ή για την μικρόσωμη λαζού αντάρτισσα που [...] περνά μόνη, ντυμένη γυναικεία, στα μετόπισθεν, "πιάνει γλώσσα" σε μιά πηγή κι οδηγεί στη βάση της έναν λοχία -κοτζάμ άντρακλα- του κυβερνητικού στρατού.
Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, εκδ. Δωρικός, 1983.
Οι λόχοι αναγνώρισης των σοβιετικών μεραρχιών έβγαιναν έξω κάθε βράδυ προσπαθώντας να αιχμαλωτίσουν όσο το δυνατόν περισσότερες "γλώσσες". Δύστυχοι φρουροί και στρατιώτες που μετέφεραν μερίδες συσσιτίου αιχμαλωτίζονταν και μεταφέρονταν πίσω από τις ρωσικές γραμμές για ανάκριση.
Antony Beevor, Στάλινγκραντ, εκδ. Γκοβόστη 2004.
Got a better definition? Add it!
Published
Χαρακτηρισμός για τους δεξιούς στο ελληνικό γεωγραφικό διαμέρισμα της Μακεδονίας. Μέχρι τα τέλη του 20ου αιώνα (τουλάχιστον) το άκουγες από στόματα αριστερών και πασοκατζίδων για τους νεοδημοκράτες, νωρίτερα για τους ερετζίδες και λοιπούς δεξιούς της εποχής.
Ετυμολογείται από το σλαβομακεδόνικο/βουλγάρικο Охрана που σημαίνει "προστασία".
Στο Β'ΠΠ στη Βόρεια Ελλάδα έλεγαν επισήμως Οχράνα τα ένοπλα τμήματα δεξιών σλαβόφωνων Ελλήνων που τάχτηκαν υπέρ της Βουλγαρίας. Επειδή όμως η ελληνική δεξιά τα είχε συνήθως καλά με τους καταχτητές και είχε τη τάση συνεργασίας με αυτούς, αλλά και με τους Βούλγαρους και Έλληνες σλαβόφωνους φασίστες στην κατοχή, οι βορειοελλαδίτες έβγαλαν τους Έλληνες δεξιούς οχράνες. Δεν συσχετίζεται με τη ρωσσική Οχράνα των Τσάρων. Δεν γνωρίζω αν πλέον χαρακτηρίζουν έτσι και τα ναζίδια.
-Κουπούκι, οχράνα, δραμινέ θα σι πιτάξω τη τσάσκα στο κιφάλι άμα ξαναπείς τέτοια για τον Αντρέα (σ.σ. Αντρέα Παπανδρέου), άιντε από 'δω παλιοκουπούκι ακάθαρμα...
:S
Got a better definition? Add it!
Εφήμερη σλανγκιά σε χρήση τη χρονική περίοδο πριν και μετά τις εκλογές του 1946, δηλαδή ακριβώς στην κόψη του ξεσπάσματος του Εμφυλίου. Με τη λέξη χαρακτηρίζονταν οι ξένοι (πλην ΕΣΣΔ που δεν συμμετείχε) παρατηρητές για την ομαλή διεξαγωγή των εκλογών.
Το προσωνύμιο οφείλεται στο περιβραχιόνιο που έφεραν οι εν λόγω λεβέντες, το οποίο παρίστανε μια κουκουβάγια, πανάρχαιο σύμβολο της σοφίας.
Η οριστική, όμως, απόφαση για αποχή αποδείχτηκε πως δεν ήταν αυτή που επιβαλλόταν. Γιατί, ενώ υπήρχε δυνατότητα πάλης τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα, αφέθηκαν εντελώς ασύδοτοι και ανεξέλεγκτοι οι εκλογομάγειροι ξένοι παρατηρητές, που αποκαλούνταν ειρωνικά «κουκουβάγιες», να εμφανίσουν την εκλογική δύναμη του ΚΚΕ και του ΕΑΜ με το απαράδεκτο ποσοστό 9,3%.
Για το αδιάβλητο των εκλογών ο ΟΗΕ αποφάσισε να στείλει 1.200 περίπου παρατηρητές (οι Ρώσοι αρνήθηκαν να συμμετέχουν), αυτοί έφεραν περιβραχιόνια με μια κουκουβάγια και την επιγραφή AMFOGE (Συμμαχική Αποστολή για την παρατήρηση των Ελληνικών Εκλογών), ο λαός τους ονόμασε οι «**Κουκουβάγιες**»
The Insignia
A sleeve patch was authorized for wear by members of the three of AMFOGE contingents. According to one of the Mission's senior officers, there was hesitation on the part of the Army to authorize a shoulder sleeve insigne (SSI) for a unit that would exist for so brief a period. But given the importance and the international flavor of AMFOGE's mission, it is probable that the Army found itself pressured to approve an insigne by elements of the US Government.
The basic SSI depicts an owl (a symbol of wisdom) embroidered in blue on a central white field with a red border. Embroidered in white in the red border vertically flanking the owl are the words PAPATHPHTHS and EKLOGWN, which translate "observer of elections." Above the basic SSI, each contingent wore its own white on red tab: AMEPIKH (America), AGGLIA (Britain), and GALLIA (France). Those acting as interpreters wore a brassard bearing the SSI and a DIEPMHNEYS tab. Additionally, special ID cards were issued.
Έβλεπα την "βοήθεια" των Άγγλων, τους χίτες, τις ψευτοεκλογές με κουκουβάγιες και το ψευτοδημοψήφισμα και στριφογύριζαν μέσα στο μυαλό μου Άγγλοι, Γάλλοι, Γερμανοί, Αμερικάνοι, λογής λογής ξετσίπωτοι "προστάτες" που έμπαιναν ως την κρεβατοκάμαρά μας [...]
Εγώ, ο Μανώλης Αξιώτης...Η περιπετειώδης ζωή του ήρωα των "Ματωμένων Χωμάτων".
Εκδ. Μπαλτά, 2016
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μέρα που είναι, ας καταγραφεί η λαϊκή ονομασία του φράκου στα χρόνια του '40 και πιο πίσω. Για πιο μετά δεν ξέρω, ούτε ξέρω αν στέκει ο ενικός που έβαλα στο λήμμα. Αυτά.
Έτσι ήλθαν οι Γερμανοί στον τόπο μας και μας σκλαβώσανε. Μα για μας, για το λαό μας, καμιά κηλίδα δε θα μπορούσε να προσαφθεί, ότι εγκαταλείψαμε τα εδάφη μας. Αυτή θα κολλούσε, όταν δεν ξεσηκωνόμαστε. Τι μπορούσαμε να περιμένουμε απ' αυτούς που φορούσαν τα κλακ και τα μπακαλιαράκια; Τι μπορούσαν να μας πούνε αυτοί; Το μόνο που βρίσκανε να μας λένε ήτανε: «Ησυχία, παιδιά, και τάξη. Κάναμε κυβέρνηση, ησυχάστε»!
Από τον λόγο του Άρη στην απελευθερωμένη Λαμία, εδώ
Οι μαέστροι και οι μουσικοι ορχήστρας φορούν φράκο(ιματίδιον). Οι δυο πλευρές του ιματιδίου λέγονται μπακαλιαράκια. εκεί
Μπακαλιαράκια είναι οι βελάδες, αν δεν κάνω λάθος. Και φράκο να το πεις, μέσα είσαι. Νομίζω ότι ονομάστηκαν έτσι (ασεβώς) επειδή οι δυο ουρές του ενδύματος κρέμονταν από πίσω σαν την ουρά μπακαλιάρου. Από συζήτηση στη Λεξιλογία
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Τα τσιμεντένια καράβια είναι πλοία που κατασκευάζονται από ενισχυμένο σκυρόδεμα αντί για σίδηρο ή ξύλο. Η κατασκευή τσιμεντόπλοιων είναι σχετικά γρήγορη και φθηνή, καθώς απαιτεί απλούς μπετατζήδες και ουχί ναυπηγούς.
Η ανάγκη κατασκευής τέτοιου είδους πλοίων προέκυψε όταν λόγω των Παγκοσμίων πολέμων και της βιομηχανικής επανάστασης πριν απ’αυτούς παρουσιάστηκε μεγάλη έλλειψη σιδήρου σε όλη την ταχύτατα βιομηχανικά εξελισσόμενη Ευρώπη (...) στην Ελλάδα ειδικότερα οι Γερμανοί τα χρησιμοποιούσαν για τον ανεφοδιασμό των κατεχόμενων νησιών καθώς και την αποστολή εφοδίων στα Afrika Corps. Τα τσιμεντόπλοια καθελκύονταν στην «Γερμανική σκάλα» στον Πειραιά κι όπως έχει αναφερθεί οι Γερμανοί δεν ήσαν και τόσο ικανοί στην κατασκευή τους (ή μήπως οι συμπατριώτες μας που εργάζονταν σ’αυτά εκτελούσαν σαμποτάζ εκ κατασκευής) με αποτέλεσμα περισότερα από τα μισά να βουλιάξουν στο Αιγαίο.
Τα πλοία αυτά βαριά και δυσκίνητα αποτελούσαν εύκολο στόχο για τα συμμαχικά αεροσκάφη ειδικότερα όταν αυτά βρίσκονταν ελλιμενισμένα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο γνωστός σε όλους μας ΚΕΦΑΛΟΣ που βομβαρδίστηκε από αεροσκάφη στο Παλιό Λιμάνι Σπετσών. Το τσιμεντόπλοιο παρέμενε μισοβυθισμένο όντας μη αξιόπλοο μέχρι που στα τέλη της 10ετίας του 1950 απετέλεσε τον ανατολικό κυματοθραύστη του λιμένα Ντάπιας Σπετσών... Πηγή
Το σλανγκικό ενδιαφέρον έγκειται στην διακωμώδηση αργών και δυσκίνητων ανθρώπωνε τ. τα ζώα μου αργά. Αυτοί δηλαδής που καίνε μαζούτ à la τραμπάκουλο ή θωρηκτό Ποτέμκιν, οι κουραδάδες, οι τόσο αργοί που και με τον εαυτό τους να τρέχανε θα έβγαιναν δεύτεροι.
Ρε συ αυτός με το 10 είναι πιο αργός κι απ' τα ριπλέι!
- Πάει σαν τσιμεντένιο καράβι...
Άκουσα την εκφραση από 90-φεύγα μονόφθαλμο πρώην ναυτικό με ξύλινο ποδάρι, παίζει να χρονολογείται από τα σαράνταζ.
Βλ. επίσης: καράβι που αργεί, σκατά είναι φορτωμένο.
Got a better definition? Add it!
Λέξη με την οποία περιγραφόταν στις τάξεις του ΔΣΕ το συντριπτικό σοκ που βίωναν πολλοί αντάρτες συνεπεία των έντονων βομβαρδισμών στα μέτωπα των συγκρούσεων. Μεταξύ μας τώρα, αυτοί οι κατσαπλιάδες, τι αστοιχείωτα γομάρια ρε πστ. Όχι μόνο δεν ανοίγανε τη βίκυ να ξεστραβωθούνε, αλλά δεν σκαμπάζανε ούτε από ελληνική λογοτεχνία που αποδεικνύει πως εμείς οι Έλληνες είχαμε βρεί το φάρμακο για την πολεμίτιδα κάτι δεκαετίες πιο πριν. Μιά απλή επέμβαση στη χολή ήτανε, καταπώς τα λέει το βήτον παράδειγμα. Τι να κλάσουν ρε οι φράγκοι κομπογιαννίτες μπροστά στη μαγκιά της φυλής...
[...] προοδευτικά όλες οι μονάδες του ΔΣΕ αναγκάστηκαν να οργανώσουν τμήματα τραυματιοφορέων [...] Οι βομβαρδισμοί τους τρέλαιναν επίσης. Στα οχυρωμένα υψώματα, ειδικά στα κλειστά καταφύγια και πολυβολεία, άρχισε να εκδηλώνεται μιά ασθένεια που αργότερα πήρε τη μορφή επιδημίας. Την ονόμασαν "πολεμίτιδα" και ήταν ένας συνδυασμός ισχυρού τρόμου και κλειστοφοβίας. Όσοι την πάθαιναν περιέπιπταν σε μιά κατάσταση απάθειας και αδιαφορίας, που για μερικούς υπήρξε μοιραία στο ίδιο το πεδίο της μάχης. Πολλοί δεν συνήλθαν ποτέ και τέλειωσαν τις μέρες τους στα άσυλα των ανατολικών χωρών.
Γ. Μαργαρίτης, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ 1946-1949, εκδ. Βιβλιόραμα 2001.
Πέρασε ένας κοντός στρατιώτης με σγουρά μαλλιά και τετράγωνες πλάτες. Ο Αλιμπέρης Βασίλειος του Αθανασίου. Είπε [...] αυτά τα λόγια:
- Λαμβάνω την τιμή, κύριε λοχαγέ, να σας πω πως εγώ είμαι "δειλός". Σας παρακαλώ πολύ να μ' αφήσετε πίσω σαν θα γίνει η εξόρμηση.[...] Κάθε φορά που ακούγω οβίδα θαρώ πως θα βγει η ψυχή μου. Τρέμω σα να κρυώνω. [...]
- Λοχίας Παυλέλης!
- Παρών, κύριε λοχαγέ!
- [...] θα οδηγήσετε το στρατιώτη Αλιμπέρη [...] στη δεύτερη σειρά των συρματοπλεγμάτων [...] θα τον δέσετε σ' ένα σιδερένιο πάσσαλο [...] Θα μείνει εκεί να συνηθίσει τις οβίδες [...] Είναι ζήτημα συνήθειας αυτό. Ώσπου να σπάσει η χολή και να ξεφοβηθεί [...]
Την αυγή [...] τόνε βρήκαν ολότελα ήσυχο [...] Έκατσε χάμου κι έβλεπε τα χέρια του [...] άρχισε να σφυρίζει σιγανά, να κόβει τα κουμπιά του και να ξεφτά [...] τις κλωστές [...] σαν να μην άκουγε. Σκύψανε, τον είδαν καλά από κοντά μέσα στο μισόφωτο και τότες μονάχα κατάλαβαν. [ ...] σέρνοντας και σπρώχνοντας τόνε φέρανε στο χαράκωμα. Σφύριζε σ' όλο το δρόμο. Σφυρίζει πάντα και ξεφτά τα ρούχα του. [...] τόνε στείλανε στο Νοσοκομείο [...] Με μεγάλη δυσκολία τον κατάφεραν να σκύψει και να τρέξει. Οι οβίδες που περνούσανε στριγγλίζοντας πάνουθέ του, ήτανε πράματα που μήτε φόβο μήτε ενδιαφέρο μπορούσαν να φέρουνε στην τυραγνισμένη του ψυχή, που 'χε πεθάνει πιά.
Στρ. Μυριβήλης Η ΖΩΗ ΕΝ ΤΑΦΩ
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified