Selected tags

Further tags

Ο λεκές από κουνούπι ή σκνίπα συνήθως τους καλοκαιρινούς μήνες.

Ο Αγησίλαος είχε γεμίσει τους τοίχους κουνουπέδες μέσα στο δωμάτιο που κοιμόταν. Λογικό, τον είχα καταφάει τα άτιμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξέλιξη του πρακτικού αστείου γνωστού ως ποδόμουτρο. Αποτελεί καλοκαιρινό σπορ και σύντομα και ολυμπιακό άθλημα το οποίο λαμβάνει χώρα στα ημίρηχα νερά μιας παραλίας. Αποτελεί εναλλακτική των μισητών ρακετών, αλλά με την θεμελιώδη διαφορά ότι με το παραθαλάσσιο ποδομουτροfighting δεν γάμησε κανείς και ούτε πρόκειται.

Διασπάται σε πολλές κατηγορίες όπως full contact, 15 vs ενός, highlander, αλλά ο βασικός στόχος παραμένει να προσγειώσεις την πατούσα σου στα μούτρα κάποιου είτε το θέλει είτε όχι. Επιπλέον ο κάθε αγωνιζόμενος έχει το δικαίωμα να κηρύξει την έναρξη του αγώνα χωρίς να είναι ενήμερος ο έτερος αγωνιζόμενος/-οι.

- Ρε μαλάκα έσκασα απ' τη ζέστη παμε για παραθαλάσσιο ποδομουτροfighting...
- Έλα ρε μαλάκα, πάλι δεν θα μας μιλάει ούτε μισή γκόμενα μετά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος τουρίστα -συνήθως από βορειοευρωπαϊκή χώρα- που φοράει κατακαλόκαιρο πέδιλα με κάλτσες, παρουσιάζοντας αντιαισθητικό θέαμα για τα δεδομένα του καλοκαιριού της Ελλάδας και ο οποίος δεν έχει ιδέα ότι συνιστά αισθητική παραφωνία.

Συνώνυμα: καλτσοπεδιλούχος.

-Πέρασαν δύο καλτσοπέδιλοι τουρισταράδες.
-Καλά, ούτε ζεσταίνονται, ούτε τους νοιάζει το θέαμα που παρουσιάζουν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γερμανός τουρίστας.
Επεκτείνεται και περιλαμβάνει και σκανδιναβούς και άλλους βορειοευρωπαίους.
Απ' τό γνωστό γερμανικό όνομα Fritz.
Συνήθως φοράει σανδάλια με άσπρες κάλτσες μες στο καλοκαίρι.

- Βλέπω τους φρίτσουλες να βολτάρουν με τα σανδάλια και τις άσπρες κάλτσες και θέλω σακούλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός τύπος, εμφανίζεται κυρίως σε ανύποπτο χρόνο στις παραλίες τα καλοκαίρια χωρίς μπλουζάκι, με μαγιώ που του μαζεύεται ανάμεσα στα πόδια ενώ περπατάει, ενώ ταυτόχρονα προβάλει νοερά από πίσω η τριχωτή κωλοχαράδρα...

Ρε μαλάκα, σταμάτα να σαβουριάζεις λες και δεν υπάρχει αύριο, έχεις γίνει βόδι. Έχεις δει πρόσφατα τη κοιλάρα σου πως κουνιέται σα ζελεδάκι Γιώτης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το αρσενικό κριάρι έτσι λέγεται στη Σάμο. Είναι γνωστό ότι τα κριάρια έχουν κέρατα και, είναι επίσης γνωστό, ότι στα Ελληνικά νησιά αποκτούν κέρατα και πολλοί άρρενες της αλλοδαπής, μετά από τις καλοκαιρινές ιστοριούλες των γυναικών τους με τους ντόπιους επιβήτορες.

-Ρε παιδιά τι μωρό κυκλοφορεί ο Νικόλας; Σουηδέζα πρέπει νά 'ναι.
-Σίγουρα έκανε κάποιον καμπάκο.

(από northwind, 11/08/09)(από northwind, 11/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νησί Μύκονος, όπου κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, εκτος άλλων, αποτελεί κοινό τόπο προορισμού ομοφυλόφιλων.

- Πάμε Μύκονο το καλοκαίρι;
- Πας καλά ρε; Στο πουστράδικο δεν πατάω. Να τον φάμε στα γεράματα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τηλεοπτικός νεολογισμός που χρησιμοποιείται από τους παρουσιαστές ειδήσεων για να περιγράψει τις πρώτες ζέστες του Καλοκαιριού, οπότε και οι πρώτοι λουόμενοι γεμίζουν τις παραλίες. Ουσιαστικά αποτελεί δικαιολογία για να δείξουν υλικό αρχείου με τόπλες και μπικίνια για τους οφθαλμολάγνους τηλεθεατές.

Μίνι καύσωνας χτύπησε την Αττική και οι απελπισμένοι πολίτες ξεχύθηκαν στις κοντινές παραλίες. «Καυτές» παρουσίες στις δημοφιλείς πλαζ...

(από Khan, 15/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μεγαλούτσικη ανοιχτοπράσινη σαύρα που συναντάμε πολύ συχνά στην ελληνική ύπαιθρο το καλοκαίρι.

Ό,τι ξέρετε, ξέρω -κι ίσως να ξέρετε περισσότερα. Δεν το βρήκα πουθενά, πλην αλλ' όμως λέγεται από τους (παλιούς) ντόπιους της Αίγινας, όπου και το άκουσα.

Ο κολιστραβάς όταν τον μουντζώνεις θυμώνει.

(δηλ. αν του βάλεις το χέρι απλωμένο σα σε μούντζα μπροστά στη μούρη του, κάτι τον φοβίζει με το σχήμα αυτό και επιτίθεται)

(από dk636, 17/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πράσινο σπιράλ αντικουνουπικό (εξ ου και η παρομοίωση με το φίδι) που μυρίζει καμένο δάσος και σιγοκαίεται επί ώρες πάνω σε ένα μεταλλικό καυλάκι και μας θυμίζει τα καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων.

Λέγεται και Κατόλ, από την πρώτη (;) μάρκα που κυκλοφόρησε για το είδος το πάλαι ποτέ.

Μην πασαλείβεσαι με αουτάν, έχω ανάψει φιδάκι.

(από Khan, 03/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified