Τα διάφορα καμουφλάζ που κάνεις για να βγεις στην πλαζ χωρίς να φανεί πόσο χοντρός είσαι, όπως τεράστια πουκάμισα που κρύβουν τη μπάκα, παρεό κτλ.
Ντάξει να πάμε στην παραλία, αλλά να ετοιμάσω το καμουπλάζ μου πρώτα!
Τα διάφορα καμουφλάζ που κάνεις για να βγεις στην πλαζ χωρίς να φανεί πόσο χοντρός είσαι, όπως τεράστια πουκάμισα που κρύβουν τη μπάκα, παρεό κτλ.
Ντάξει να πάμε στην παραλία, αλλά να ετοιμάσω το καμουπλάζ μου πρώτα!
Got a better definition? Add it!
Σανίδες η μια καρφωμένη δίπλα στην άλλη, ώστε να φτιάχνουν ξύλινο πλαίσιο, πάνω σε δέντρο, μουριά συνήθως, όπου κοιμούνταν τα καλοκαίρια οι αγρότες για να φυλάνε τη σταφίδα ή τις καλλιέργειές τους από κλέφτες.
Μεταφορικά, το κεφάλι που είναι πλακέ πίσω.
Οι δικοί μου κοιμόνταν στη φρουτζάτα πάνω στη μουριά.
Αυτός έχει ένα κεφάλι φρουτζάτα.
Got a better definition? Add it!
Ειδεχθής τύπος συνανθρώπων μας, ο οποίος από τον Δεκαπενταύγουστο περίπου και μετά, ενώ σκάει ο τζίτζικας, και ενώ τα πέριξ ζευγαράκια ατενίζουν χέρι με χέρι την αυγουστιάτικη πανσέληνο, αρχίζει και εύχεται «καλό χειμώνα!», στη λογική ότι το μεγαλύτερο μέρος των θερινών διακοπών έχει παρέλθει και αφού γεμίσαμε τις μπαταρίες οφείλουμε να ετοιμαζόμαστε για μια παραγωγική νέα εργασιακή χρονιά.
Ανεπιβεβαίωτες φήμες θέλουν τον τοιούτο καλοχειμωνάκια να παραδίδεται στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, από κοινού με τον σταλεγάκια, τον δεφταισεσυτζή, τον πλακακανωτζή κ.ά.
Αντίθετο του καλοχειμωνάκια σύμφωνα με τιτιβίσματα που υπέπεσαν στην αντίληψή μου, είναι ο ναμαγαπάκιας, που προσπαθεί να παρατείνει ακόμη λίγο την θερινή ραστώνη παίζοντας ναμαγαπάδικα στην κιθάρα.
Θάνατος στους καλοχειμωνάκηδες! (Από έκκληση στο Φέισμπουκ).
Αντισταθείτε στους ΚΑΛΟΧΕΙΜΩΝΑΚΗΔΕΣ που μας την πέφτουν μέσα Αυγούστου :)). (Από το Τουίτερ).
Έχετε γαμηθεί οι «καλοχειμωνάκηδες» με τον καιρό λες κ' πέρσι τον Οκτώβρη κάναμε σκί η' παίζαμε χιονοπόλεμο ξέρω γω. (Εδώ).
βλ. και καλό χειμώνα
Got a better definition? Add it!
Κι ένα για το καλοκαίρι: βατραχάκια, οι αναπηδήσεις στην επιφάνεια της θάλασσας από την ρίψη επίπεδου βοτσάλου. Εμβληματικό θαλασσινό παιχνίδι για παιδιά κάθε ηλικίας.
Συμβουλές του καθηγητή εφαρμοσμένων μαθηματικών του University College του Λονδίνου Frank Smith, για να πετύχουμε πολλά βατραχάκια: «Πάρτε μια πέτρα όσο το δυνατόν πιο λεπτή και ελαφριά. Πετάξτε τη με όσο περισσότερη δύναμη έχετε, όσο πιο οριζόντια μπορείτε και από πολύ κοντά στο έδαφος. Το να περιστρέφεται η πέτρα στον αέρα βοηθά πολύ στο να μειωθεί η αντίσταση του αέρα και έτσι επιτυγχάνονται οι περισσότερες δυνατές αναπηδήσεις» (εδώ).
Ασίστ: Βράσταμποϋ.
1.
Σημειώνεται ότι το ρεκόρ στα «βατραχάκια» είναι τα 51 και το κρατά ο Ράσελ Μπίαρς, ένας αμερικανός μηχανικός. Ο «ειδικός» στο διασκεδαστικό παιχνίδι συνιστά να επιλέγουμε επίπεδες πέτρες με μέγεθος όσο αυτό μιας παλάμης και να χρησιμοποιούμε τον αντίχειρα και τον δείκτη μας ώστε να τις περιστρέφουμε κατά τη ρίψη.
2.
Τα 50 πράγματα που πρέπει να κάνει το παιδί σας πριν γίνει 12 χρονών
Got a better definition? Add it!
Στα καλιαρντά είναι το καλοκαίρι και ο καλός καιρός, που σε ξελογιάζει και σε εμπνέει να τρέχεις σαν τρελή κι αδέσποτη στα τζιναβονήσια με το μελτεμάκι.
Είναι ξελογιάρα, και γω αβέλω μπάκολο για τον τζιναβότοπο, τζάκα πηγαίνουν αδερφές για να δικέλουν σερμελιές, και όπως πάντα αβέλει γκοντορελιά. (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Το κλασσικό λάδι coppertone που σε μαυρίζει λες και είσαι χάλκινο ρομπότ που σκουριάζει.
Συνήθως το ακούς στην παραλία από Πακιστανούς με την χαρακτηριστική προφορά ή από οποιονδήποτε κάγκουρα που θέλει να το παίξει μούρη στο γκομενάκι.
Ρε συ βαράει ο ήλιος, δώσε μια το κοπερτόνι...
Got a better definition? Add it!
Ο καύσωνας στα καλιαρντά εκ του τέμπο για τον καιρό, και του χορχόρα.
Μαρή Μαρίνα, δεν έρχεσαι λίγο να μου κάνεις παρέα γιατί αυτή η τεμποχορχόρα μου έχει βγάλει το λάδι αλλά έχω φτιάξει μια σουκροκαρύδα άλλο πράμα. (Αποκατέ).
Got a better definition? Add it!
Το πράσινο σπιράλ αντικουνουπικό (εξ ου και η παρομοίωση με το φίδι) που μυρίζει καμένο δάσος και σιγοκαίεται επί ώρες πάνω σε ένα μεταλλικό καυλάκι και μας θυμίζει τα καλοκαίρια των παιδικών μας χρόνων.
Λέγεται και Κατόλ, από την πρώτη (;) μάρκα που κυκλοφόρησε για το είδος το πάλαι ποτέ.
Μην πασαλείβεσαι με αουτάν, έχω ανάψει φιδάκι.
Got a better definition? Add it!
Στην έκφραση «έχει καραβάκι».
Όταν μιλάμε για παραλίες που είτε είναι δυσπρόσιτες είτε απρόσιτες από ξηράς, και για τις οποίες κάποιος τοπικός με ένα καραβάκι κάνει δρομολόγια (με πιθανό το ενδεχόμενο να δουλεύει πρακτικά 3 μήνες το χρόνο και να βγάζει τα λεφτά της χρονιάς) από το κοντινότερο χωριό στην παραλία και τανάπαλιν, συνοψίζουμε όλο αυτό στο ελλειπτικό «έχει καραβάκι».
Νταξ, όχι καμιά σλανγκιά τρισδιάστατη, αλλά είναι τυποποιημένο, και με το υποκοριστικό.
Για να πάτε στην (τάδε παραλία) θα πάτε στο (τάδε χωριό) και μετά έχει καραβάκι.
Got a better definition? Add it!
Η μεγαλούτσικη ανοιχτοπράσινη σαύρα που συναντάμε πολύ συχνά στην ελληνική ύπαιθρο το καλοκαίρι.
Ό,τι ξέρετε, ξέρω -κι ίσως να ξέρετε περισσότερα. Δεν το βρήκα πουθενά, πλην αλλ' όμως λέγεται από τους (παλιούς) ντόπιους της Αίγινας, όπου και το άκουσα.
Ο κολιστραβάς όταν τον μουντζώνεις θυμώνει.
(δηλ. αν του βάλεις το χέρι απλωμένο σα σε μούντζα μπροστά στη μούρη του, κάτι τον φοβίζει με το σχήμα αυτό και επιτίθεται)
Got a better definition? Add it!