Στη στρατιωτική γλώσσα, τα Ιωάννινα.
- Πού υπηρέτησες;
- Στη Τζεδούπολη.
Στη στρατιωτική γλώσσα, τα Ιωάννινα.
- Πού υπηρέτησες;
- Στη Τζεδούπολη.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η τύπισσα, στα Γιαννιώτικα.
- Την είδες τη τζου του τζε;
- Η τζου είναι τρελό μωρό...
Got a better definition? Add it!
Κλανιά με έντονη μυρωδιά.
Γιαννιώτικη λέξη. Τον γκιολέ γενικώς τον αμολάμε, αλλά στα Γιάννενα επίσης τον ντενιάρουν.
- Ντένιαρα έναν γκιολέ, βρώμσε όλο το σπίτ. (Από το λεξικό στο www.tzedes.gr)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κώλος στα Γιαννιώτικα. Πιθανότατα εβραϊκής καταγωγής, από την παλιά παροικία των εβραίων του παζαριού της πόλης, που ξεκληρίσανε οι Ναζί.
Θα κάνω τον τάχα σου να στενάξει !
Got a better definition? Add it!
Ο λαίμαργος, ο φαταούλας στην αργκό των Ιωαννίνων. Απαντάται συνήθως ως π'στόβλιακο.
- Πού είναι ρε η μπατσαριά;
- Την έφαγα.
- Ρε πουστόβλιακο!!
Got a better definition? Add it!
Ο τυπάς και μερικές φορές ο μάγκας.
Κλασικός γιαννιώτικος ιδιωματισμός της περιοχής του κάστρου Ιωαννίνων.
Εεεε, τον τζε... πολύ τζες ο τύπος!
Got a better definition? Add it!
Χαϊδευτικός τύπος της έκφρασης πασά μου (πασόπουλό μου, πασόπλου' μ') στην περιοχή των Ιωαννίνων.
Χρησιμοποιείται από φιλολόγους στη λατινική του μορφή (pasoplum).
- Πασόπλουμ, τί φτιάνς; Καλά;
Got a better definition? Add it!
Ηλίθιος, ανόητος στη ντοπιολαλιά της περιοχής των Ιωαννίνων. Προέρχεται από τη λέξη ταγάρι, αλλά άγνωστο παραμένει το γιατί αυτό σηματοδοτεί τον ανόητο.
- Να, βλέπεις, δεν παίρνει μπρος το καβουρδιστήρι!
- Αφού ρε ταγάρα έχεις κλειστό το διακόπτη!
Got a better definition? Add it!
Πετραδάκι, μικρή πέτρα στα Γιαννιώτικα. Επίσης κασκαρίκι και κατσκαρίκι.
Η λέξη φαίνεται να προέρχεται από το αρμένικο khachkar (խաչքար) που σημαίνει πέτρα με σταυρό. Βλ. επίσης και την οροσειρά Kaçkar στον Πόντο και την έκφραση κασκαρίκα.
- Πώς έγινες έτσι ρε;
- Έφαγα μια σαβούρδα σε κάτι κατσκαρίκια στο χωριό!
- Σε κάτι τί;
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!