Further tags

Η φυλακή στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το συσχετίζει με το χάψη εκ του τουρκικού hapis με την ίδια σημασία.

ο γαβαλας στην χουμση φωτο και σε επισκεψη το πρωην πελατολογουαζ του.... (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεξιπλασία του Ηλία Πετρόπουλου για την σύγχρονη αργκό της νεολέρας. Το 1998 ο Πετρόπουλος προανήγγειλε την συγγραφή σχετικού λεξικού:

«Τώρα ετοιμάζω τα «φλοράδικα» από τη γλώσσα των νέων. «Φλόρος» είναι μια παλιά μάγκικη λέξη που σημαίνει μαμμόθρεφτο. Ήταν εκείνα τα παιδιά που είχαν πάντα χαρτζιλίκι και ξηγιόνταν χωροφυλακίστικα. Τώρα είναι αυτοί που λένε «μη μου τη λες» (μη μου τη βγαίνεις) ή «έγινε της Πόπης», ή «αχταρμάς» ­ λέξη που προέρχεται από μέθοδο ειδικής κλοπής στα πεζοδρόμια, κ.λπ.»

Τι γνωρίζουμε για τα φλοράδικα; Δυστυχώς ελάστιχα, καθώς το γλωσσάρι παραμένει εισέτι αδημοσίευτο:

  • Σε αντίθεση με τις κλασσικές μορφές αργκό που πραγματεύτηκε ο Πετρόπουλος (ρεμπέτικα, καλιαρντά, κ.ά.), τα φλοράδικα δεν προήλθαν από κλειστές υποκουλτούρες του κοινωνικού υπογαστρίου αλλά από τις πλατιές και ετερόκλιτες μάζες τση νεολαίας. Όπως διατύπωσε το 1993, «Oι φλόροι και οι φαντάροι, οι μηχανόβιοι και τα πρεζόνια, οι γκομενάκηδες και οι μπαρόβιοι (αρκεί να ’ναι νεαροί)». Το φαινόμουνο αυτό απεικόνισε στα χειρόγραφά του (βλ. πρώτο μύδι), γράφοντας ότι «λειτουργεί όχι κάθετα αλλά άνω κάτω, σ’ όλο το κοινωνικό εύρος και προπάντων σποραδικά».
  • Σε αντίθεση με την αργκό του υποκόσμου και τα καλιαρντά, οι φλοράδικες γλωσσοπλασίες δεν είναι κρυπτικές αλλά καγκουροειδώς επιδειξιομανείς· εκφέρονται «όχι για να αποκρύψουν, αλλά, κυρίως, για να κάνουν φιγούρα».
  • Το γλωσσάρι περιλαμβάνει περίπου 6.300 λήμματα, από το αγαθοπουρό έως το στρατόκαυλο ώρα των τρελών. Τα λήμματα, σύμφωνα με το συγγραφέα, «πατάνε σταθερά πάνω στην παράδοση της λαϊκής γλώσσας, της εκφραστικής του δρόμου, της αργκοτικής ανέλιξης» και είναι συχνά μπολιασμένα συχνά με αγγλικές λέξεις και εκφράσεις.
  • Ενδεικτικά, περιλαμβάνονται νεολογισμοί τ. τα παίρνω στο κρανίο, ανακυκλωμένες σλανγκιές και γαμοσλανγκοδομές του πάλαι ποτέ υποκόσμου που παρείσφρησαν στην νεολαία (π.χ. ποδανά) αλλά και μη αργκοτικοί νεολογισμοί (π.χ. βιντεάδικο, δημοσιοσχεσίτης, χάκερ).

Ζώντας στο Παρίσι, ο Πετρόπουλος αναγνώριζε ακομπλεξάριστα ότι δεν είχε βιωματική επαφή με τα φλοράδικα. Ωσεκτουτού στηριζόταν σε δευτερογενείς πηγές με ιδιαίτερη προτίμηση σε δημοσιογραφικές τρασιές. Όπως έγραφε, «καλύτερα μαθαίνω τη ρέουσα γλώσσα από το Αθηνόραμα παρά από την Καθημερινή». Πολλοί σλάνγκοι του σλανγκρρρ θα τον τζινάβουν. Άλλοι πάλι, όχι.

Δέκα χρόνια αφότου η στάχτη του Πετρόπουλου σκορπίστηκε στους υπονόμους του Παρισιού, το «Φλοράδικα» παραμένει αδημοσίευτο. Ίσως επειδή τα χειρόγραφα επιμελούνται ακαδημαϊκοί, με την οκνηρία οποίων συχνάκις εσυφιλιάσθη (βλ. παράδειγμα 4). Στους ακαδημαϊκούς αυτούς ωστόσο οφείλουμε το σύνολο σχεδόν των πληροφοριών του ανά οθόνης λήμματος.

Βλ. επίσης: αργκό, σλανγκ, σλανγκιά, καλιαρντά, μαλλιαρή, ιδίωμα της πιάτσας.

1.
Αθελά μου χρησιμοποιώ ένα ευρύ λεξιλόγιο, που αρχίζει από το δεινό Ομηρο και φτάνει ώς τα φλοράδικα. Οταν γράφω οι λέξεις κυλάνε μ' έναν αυτοματισμό. Διορθώνω ελάχιστα τα γραπτά μου. Ο, τι μ' ενδιαφέρει είναι η ακρίβεια του περιεχομένου μιας λέξης, σε συνδυασμό με το αισθητικό χρώμα της.

2.
O Τέος Ρόμβος παρουσιάστηκε σαν η συνέχεια του Εμπειρίκου, αλλά δεν έχει καμιά λογοτεχνική σχέση με τον Εμπειρίκο. O Εμπειρίκος χρησιμοποιεί, εντέχνως, την καθαρεύουσα, ενώ ο Ρόμβος γράφει στην τρέχουσα δήθεν - δημοτική, και, ενίοτε, καταφεύγει στα φλοράδικα της σύγχρονης νεολαίας.

  1. Η πιο εύφωνη γλώσσα, η ομορφότερη, είναι η μάγκικη (π.χ. φέρτον/ε) που τη μιλούσαν ωραία οι Αρβανίτες. Τα πιο γλυκά ελληνικά τα μιλούσαν οι Σμυρνιοί, μ' αυτό π.χ. το διπλό «λάμδα» τους. Η πιο κλειστή γλώσσα είναι η γλώσσα των πρεζάκηδων, πιο κλειστή και από τα καλλιαρντά, που κατέγραψα 3.300 λέξεις. Τώρα ετοιμάζω τα «φλοράδικα» από τη γλώσσα των νέων. «Φλόρος» είναι μια παλιά μάγκικη λέξη που σημαίνει μαμμόθρεφτο. Ήταν εκείνα τα παιδιά που είχαν πάντα χαρτζιλίκι και ξηγιόνταν χωροφυλακίστικα. Τώρα είναι αυτοί που λένε «μη μου τη λες» (μη μου τη βγαίνεις) ή «έγινε της Πόπης», ή «αχταρμάς» ­ λέξη που προέρχεται από μέθοδο ειδικής κλοπής στα πεζοδρόμια, κ.λπ. (Ηλίας Πετρόπουλος, ΤΑ ΝΕΑ, 26/01/1998)

4.
Είναι αυτονόητο πως οι λεξικογράφοι που εδημοσίευσαν λίστες με φλοράδικες λέξεις, απέφυγαν επιμελώς τις αθυροστομίες. Η λέξη κουραδοκόφτης τυπώνεται εδώ για πρώτη φορά. Συνεπώς σύμφωνα με το νόμο, έχω τις σχετικές ποινικές ευθύνες, καθότι τυγχάνω πλέον ιδιοκτήτης της λέξης. Οι μικρές λίστες που προανέφερα περιέχουν μόνο 40 μέχρι 150 λέξεις, όπερ αποδεικνύει την οκνηρία των δαιμόνιων λεξικογράφων μας. Οι ίδιοι λεξικογράφοι ισχυρίζονται ότι τα Φλοράδικα βασίζονται κυρίως στα αγγλικά. Αυτό το λένε επειδή ο ασήμαντος αριθμός των λέξεων που κατέγραψαν δεν τους επιτρέπει να προβούν σε σοβαρές στατιστικές. Έχω συγκεντρώσει ως τώρα κάπου 7000 λέξεις της Γλώσσας των Νέων. Και έχω διαπιστώσει μέσα στα Φλοράδικα, μιαν ισχυρότατη παρουσία της κλασικής μας αργκό που οι ερασιτέχνες λεξικογράφοι αγνοούν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξενυχτάδικο στα καλιαρντά, όπου συχνάζουν αγλαρότεκνα, αγλαροπουροί και αγλαρογκόμενες. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το στερητικό α- και το γλαρώνω.

  1. Καλέ Μαρίνα πού είσαι, γαμώ το μπελά σου. Είμαι στη μαρίνα, φοράω εφαρμοστό κοντό μπλουζάκι, έχω τη σκύλα στα χέρια, ανταύγεια στο μαλλί κι αγόρασα κι λίγο νταμί για το δρόμο, άσε που φάγαμε τα μουνιά μας με μία μούτζα από τη Τερψιθέα, αν αργήσεις να κάτσω σε κάνα αγλαρόκεντρο να περιμένω, αλλά φοβάμαι μη μου τη πέσει κάνα βαβαρότεκνο, εδώ στο Πειραιά ο δορκάκης πάει σύννεφο, το λοιπόν, γράφω εδώ στην Αθηνά μπας κι το δεις αυτή την εφταζουρνού κι κανονίσουμε. Κοίτα μη μού 'ρθεις με ισμίρ-πατσούλ, σε θέλω φρέσκια και γεμάτη κλέβα. (Αποκατέ).

  2. Καλέ, αφού άβελε γύρες με τα αγλαροπουρά στα αγλαρόκεντρα και άβελε διακόνα στο μπερντέ, τι περίμενες; (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η ζάλη και δη η ερωτική ζάλη, εκ του δικέλω (=βλέπω < dikhel στη ρομανί) και του σβούρα. Δηλαδή φάση η όρασή μου γίνεται σβούρα,

Όλα γύρω μου γυρίζουν

είμαι δικελοσβουριασμένος.

Μόλις τον είδα τον γκούρμπαντο, έπαθα μια δικελόσβουρα άλλο πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των λίγδα και μπερντές, που σημαίνει τον πολύ φτωχό. Η λίγδα ετυμολογείται από το αρχαίο λίγδην = με τριβή, ακροθιγώς, εκ της ινδοευρωπαϊκής ρίζας (s)leig- που έχει ένα φάσμα σημασιών σχετικών με το γλοιώδες, το αηδιαστικό και το ολισθηρό. Για τη λίγδα στο σλανγκρ βλ. λιγδοκοκόρετσο, λιγδοκώλης, λιγδοτάγαρο, λιγδοτάμπαρο.

Ενώ ο λαός, λιγδομπερντές, δικελοσβουριασμένος, ατζινάβωτος και αναιμιάρης συνεχώς στο ανεμοτζάσιμο και στη γκοντάχαλη, αβέλει διακόνα στο μπερντέ και έχει πέσει στην αχαλού και στο γυρωδιακονιάρισμα.

Στο 0.34

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καλιαρντή λέξη εκ των λέξεων της ρομανί džal, džala, džal-tar που σημαίνουν φεύγω. Τζαστικό σημαίνει φευγιό, φυγή, διώξιμο και λέγεται συνήθως ως αβέλω τζαστικό δηλαδή φεύγω, παίρνω δρόμο, την κάνω, την κανά.

  1. Θα σας αβέλωνα πιασμάν τώρα μωρή γκαζοζού, αλλά εντός ολίγου πρέπει να αβελώσω τζαστικό. (Από το μπου).
  2. Ωρα να βουέλω τζαστικο. Ουψα και στο λατσοδίκελμα. (Από το μπου).
  3. εξκιούζμι τώρα αλλά αβέλω τζαστικό γιατί έχω ραντεβού μ’ένα κέκ στη παραλία που έχει όλα τα δόντια του. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ομιλία ή διάλεξη στα καλιαρντά. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) το ετυμολογεί από το ιταλικό sprecamento, ίσως και με επίδραση από το αγγλικό speaker.

Κατηγορηθήκαμε από κάτι χαμαλομουσκούληδες, που κουλά να χάλουν, λόγιοι τινές, παρεπιδημούντες εν συζητητηρίω, ότι μετερχόμεθα ιδιόλεκτον ακατανόητον, προσέτι δε γλώσσαν ξυλίνην, λες και κάνομε αδοκήτως σπικραμέντο σε πριμάτσους. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η αποτρίχωση, εκ των τζάζω (< džal, džala, džal-tar = φεύγω, αναχωρώ, απομακρύνομαι, πηγαίνω στη ρομανί) και προβιά.

Τὸ ἡρακλομουτζάκι τῆς τζασπροβιαραζοῦς τῆς ἀδερφῆς σου κόζα τchά, μωρή; - Ἄς τα, χρυσή μου, μπουτ ταραγμάν τὸ τεκνιτσάκι μου, ἄβελε πρίμα βόλτα κουμμουνόσκελη στὸ τεκνόστουντο καὶ φτάσαν τὰ μπλάντια στὶς νισεστέ! Τό 'τζασε σόπιτο ἡ τεκνοζαλίστρα!

Τουτέστιν:

- Τὸ κοριτσάκι τῆς ξυρισμένης τῆς ἀδερφῆς σου τί κάνει μωρή; - Ἄς τα, χρυσή μου, μεγάλη ταραχὴ τὸ κοριτσάκι μου, τῆς ἦρθε πρώτη φορὰ περίοδος στὸ σχολεῖο καὶ φτάσαν τὰ αἵματα μέχρι τὶς κάλτσες! Τὸ 'διωξε ἄρον ἄρον ἡ δασκάλα. (Παράδειγμα του τιτανοτεράστιου Αἴαντος αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι η δίψα. Ο Ηλίας Πετρόπουλος το δίνει ως πιθανόν ηχομιμητικό. (Διερωτώμαι αν υπάρχει σχέση με ρομανί). Στο καλιαρντοσκετσάκι "Ένας πούστης να μιλήσει" του Χάρρυ Κλυνν βρίσκουμε το ουσιαστικό μπλούκρω που μάλλον σημαίνει τη διψασμένη.

  1. -Δεν έχεις μωρή κουρκουλεζού νάκα να χαλέψουμε με το λατσο-μολ; Καμιά σιτεμένη φούσκα; -Έχω κουρνταβά μωρή μπλούκρου. (Παράδειγμα Παπάρα εδώ).
  2. Αβέλτε μου κάνα γαργαρογκλασόνι γιατί άφρισα η μπλούκρω! Ούψα και στο λατσοδίκελμα. (Βλ. τέλος μηδιού).

Μετά το 1.24

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πόρνη στα καλιαρντά.

Αγνώστου ετύμου κατά τον Ηλία Πετρόπουλο. Εδώ βρίσκω την πληροφορία ότι κουρκούλω σημαίνει κυλιέμαι, ενώ εδώ ότι κουρκουλός σημαίνει κυνηγημένος εκ της τουρκικής (ας τοποθετηθούν οι τουρκολόγοι αν γνωρίζουν κάτι παραπάνω).

  1. Σας αβέλω λατσαβαλέ, αβρακιάζομαι η κουρκουλετζού, γιατί δικέλω όλες τις ζουγκλολουμπίνες, τις λούγκρες, τους γκραν τζαζμπερντεροπουρούς και θεόμπαρα που γκουρτσαλιάζουν θρονιασμένοι παραντίκ στο Γραικοκάθικο. (Από το σκετσάκι "Ένας πούστης να μιλήσει", δες μήδι).
  2. Ετέθη δε το ερώτημα αν τοιουτοτρόπως εκφράζεται και στο τσαρδί της, η κρυφοκουρκουλετζού. (Μπουντουσουμού).
  3. Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιρόκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Μπουντουσουμού).

Στην αρχή

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified