Further tags

(ουσ.)
αγγλ. alter + εραστής

Ο πρωταγωνιστής σε soft αισθησιακές (κατά κύριο λόγο που εκπέμπει το γνωστό κανάλι) ταινίες ο οποίος κατέχει τη μοναδική ικανότητα να συνουσιάζεται με τη συμπρωταγωνίστρια, ενώ το πέος του βρίσκεται σε κατάσταση μηδαμινής στύσης σύμφωνα με τα ελάχιστα καρέ που διαφεύγουν από τον σκηνοθέτη.

Φίλε, είδα τις προάλλες την Εμανουέλλα ΙV αλλά πολύ αλτεραστής ο τύπος ρε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς ο αμφισεξουαλικός, αυτ@ που εμφανίζει σεξουαλικές συμπεριφορές και προτιμήσεις που χαρακτηρίζουν και τα δύο φύλα.

Φρικηπαίδεια: Η φιλοσοφική σκοπιά της θρησκείας μετατράπηκε σε απλή περίπολο έπειτα από κάτι φαντάρια με βγαλμένες αρβύλες που κοιμόντουσαν εν ώρα υπηρεσίας. Η ψυχή απασχόλησε τους φιλοσόφους ήδη από την πρωκτοσωκρατική εποχή δίνοντας τροφή και κύρος σε αμφισέξουαλ γερόντια να κηρύττουν την αξία της όπου υπήρχε πιθανότητα να παλεύουν λαδωμένα 18χρονα μούσκλια. Οι συνομιλίες είχαν έντονη τη φωνηεντική και στικτική ποιότητα αφού παρουσίαζαν την εξής περίπου μορφή...

Φιλόσοφος: Ω... Μπρατσαράς: Α!!...

Φ: Ω ναι... Ω... Μ: Α... ναι... ω....

Got a better definition? Add it!

Published

Κατά πρώτον, μια σημασία μάλλον νέας κοπής είναι το νησί, όπου ένα ζευγάρι πάει και κάνει τον γάμο του, κατά κανόνα σε θερινούς μήνες, έτσι, για το φολκλόρ, χωρίς να έχει κάποια ιδιαίτερη σχέση με το νησί που να δικαιολογεί κάτι τέτοιο. Γιατί το γαμονήσι είναι το νέο γαμοχώραφο. Συνήθως το κάνουν: α) Πολύ πλουσιέξ, γιατί μπορούν, και γιατί θέλουν να δώσουν μία χλιδαία νότα επίδειξης. β) Ψαγμένοι και χιπστεράδες (με ευρεία έννοια) που ψάχνουν ερ-emo-νήσια να παντρευτούν για τα μαγικά τοπία και την εξπήριανς. γ) Ορισμένες φορές, όλως αντιθέτως, νεόπτωχοι, οι οποίοι θέλουν να αποφύγουν τα έξοδα του τραπεζιού με τους συγγενείς και πάνε σε ένα ερημικό γαμονήσι να παντρευτούν εκεί σε πολύ στενό κύκλο και η τσιγκουνιά να περάσει και ως άποψη.

Βεβαίως, πρόκειται για λολοπαίγνιο με τα συγγενή γάμος (το μυστήριο, ο θεσμός) και γαμάω, όπως και τα γαμοχώραφο, γαμοβάφτιση, γαμοβάπτιση, γαμιτζής, γαμίστας, γαμοβιντεάς (και βοηθός). Καθώς και στα υπόλοιπα, μπορεί να παίξει και με τη σημασία της βρισιάς (βλ. παράδειγμα).

  1. - Έχουμε που έχουμε τα κάπιταλ κοντρόλζ, πρέπει και να κουβαληθούμε στο γαμονήσι που παντρεύεται ο ξάδερφος! - Πού παντρεύεται; - Αντίπαρο. - Σε χαλούλου; - Αν μας κάνανε και τα έξοδα διαμονής καθόλου, αλλά πρέπει να μαζεύουμε εξήντα εξήντα τα Ευρώ για να κλείσουμε δωμάτιο. Πέρα από το δώρο τους.
  2. Εγώ θα έρθω να κρατάω το πέπλο της νύφης σε όλα τα γαμονήσια που θα πας! (Από μέσο κοινωνικής δικτύωσης).

Για την κατηγορία των πλουσίων, καλά γαμονήσια είναι, νομίζω, η Σαντορίνη και η Αντίπαρος. Για τους ψαγμένους τα Κουφονήσια. Καλά γαμονήσια είναι και τα κοντινά στην Αθήνα, όπως η Κύθνος, που παίζει και στις τρεις κατηγορίες, ή τελείως κοντά η Αίγινα. Από τον γούγλη μαθαίνω ότι τρελό γαμονήσι είναι και οι Σπέτσες. Φαντάζομαι και η Ύδρα και ο Πόρος. Από την άλλη ουδέποτε έχει γίνει γάμος στην Ίφκινθο (μάλλον είναι ελευθεροσχεσίτες εκεί κιέτσ')

Στις Σπέτσες αυτό το Σαββατοκύριακο είχε εφτά γάμους! Φτώχεια, μιζέρια! Νέα μορφή τουρισμού; Τα γαμονήσια. Αποδείξεις έκοψαν στο νησί; Τις φορολογικές δηλώσεις των νιόπαντρων να τις κοιτάξουμε λίγο; Και των κουμπάρων! (Εδώ).

Από τον περίφημο γάμο της Κατερίνας Παπουτσάκη στα Κουφονήσια

Γενικότερα, βεβαίως, με το γαμονήσι βρίζουμε κι ένα οποιοδήποτε νησί. Λέγεται πολύ από κωλοφάνταρα που κράζουν Λάθος Ήταν Μάνα μου Να Ορκιστώ Στρατιώτης και περιμένουν την απολήμνωση, από φοιτητάμπουρες και μετανάστες για το νησί, από γιατρούς που κάνουν αγροτικό ή δασκάλους σε ακριτικά νησιά, από όσους δεν συμπαθούν τους κουμπάρους κ.ά.

  1. Πρωτα ο θεος μακαρι να μπορεσω να παω στο γαμονησι... δεν εχω παει ποτε..και να γυρισουμε με κανα απιστευτω εισητηριο για τους 8... βαλε το χερι σου παναγια μου. (Αναφορά στην Αγγλία στο Μπου).
  2. Και μας λένε καλαμαράδες, θες διαβατήριο για να πας στο γαμονήσι τους, δεν μας χωνεύουν γενικώς, ρε ουστ. (Από έτερο μπουρδελοσάιτ).
  3. Exo akousei diafora alla den tha kathiso na diafimiso tis pustares. Na pesei keravnos na to kapsei to gamonisi. (Βρίζοντας ένα αδερφονήσι).

Μια τρίτη σημασία, ασθενή βεβαίως και όχι παγιωμένη, την οποία βρήκα στο γούγλη, είναι το νησί όπου πάει κάποιος με ειδικό σκοπό να γαμήσει ή να γαμηθεί. Τα γαμονήσια είναι σε αυτήν την περίπτωση νησιά, που θεωρείται ότι θα είναι πιο εύκολο να κάνεις κάτι σαν one night stand up comedy που λέει κι ο Χαλικούτης ή μια αγάπη για το καλοκαίρι στάσου, μύγδαλα! κιετς. Ευτυχὠς ή δυστυχώς, γίνεται και σε εμάς σεξοτουρισμός σε μια εποχή όπου έχουμε γίνει τα γαμονήσια της Ευρώπης.

  1. Οι περισσότερες γυναίκες που χρησιμοποίησαν την εφαρμογή Travelling Woman.com, επέλεξαν την Ελλάδα για να τα φορέσουν στους συζύγους τους. Νούμερο ένα προορισμός είναι η Σαντορίνη για τις παντρεμένες που θέλουν να ζήσουν περιπέτειες με άγρια ελληνικά μωρά και στην λίστα ακολουθούν σαν «γαμονήσια» η Μύκονος, η Κρήτη, οι Σπέτσες, η Ύδρα, η Ίος, η Πάρος και η Νάξος πρόσφατα. (My Lady).
  2. Να ήταν κανένα πιο μεγάλο νησί, να τον έπαιρνες τον άνθρωπο, να τον πήγαινες στο ξενοδοχείο σου και να γίνονταν τα Κουφονήσια γαμονήσια κανονικότατα. Όταν όμως θα είναι και η παρέα σου σε απόσταση αναπνοής δεν γίνεται δεν γίνεται… Ενώ αν ήσουν στη Σαντορίνη, για παράδειγμα, τους έλεγες "πάτε εσείς στα Φυρά, εγώ έχω πονοκέφαλο σήμερα", θα έφευγαν, θα έμπαζες το τεκνό στο δωμάτιο και θα ήξερες ότι πριν από 2ωρο δεν θα επέστρεφαν να σε πιάσουν να φασκελώνεις το ταβάνι με τις πατούσες. (Gay Profusion).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φιλί (στο στόμα, εννοείται) «με γλώσσα», που λέγαμε κάποτε. Και καλούα προχωρημένο φιλί και όχι ό,τι κι ό,τι. Γιατί όταν φιλάς αδιάφορα ή διστακτικά, δεν τα δίνεις όλα, ακουμπάς τα χείλη του άλλου και δατς ιτ.

Συνταγές επιτυχίας θα βρείτε σε κάποια από τα παραδείγματα.

  1. French kiss.Αυτό το φιλί δημιουργήθηκε από τους Γάλλους και είναι το γνωστό σε εμάς γλωσσόφιλο! Μετα το παιχνίδι με τα χείλια, ο ένας παρτενέρ βάζει τη γλώσσα στο στόμα του άλλου και την κουνάει κυκλικά. Φαντασιώσου και πειραματίσου με τη γλώσσα σου, κάνοντας διάφορα παιχνιδάκια, κουνώντας την άλλοτε κυκλικά άλλοτε πιο αργά άλλοτε πολύ πολύ γρήγορα δεξιά αριστερά! Δες το σαν παιχνίδι και διασκέδασέ το! Και πάρε το πάνω χέρι, κατευθείνοντας εσύ τον σύντροφό σου. Και να θυμάσε, όσο περισσότερο τόσο το καλύτερο! Μην βιαστείς να τελειώσεις. Το φιλί αυτό κρατάει λεπτά ολόκληρα! Έχε το στόμα σου όσο πιο ανοιχτό μπορείς για να διευκολύνεις τον παρτενέρ σου! Υπάρχουν σχετικά βίντεο, για να τα δείτε πατήστε ΕΔΩ!

  2. egw eimai 12 kai filhsa enan pou agapaw polu pisteveis omws pws einai kako pou filhsa s afthn thn hlikia me glwssofilo;

  3. Ναι....η έκφραση «γλωσσόφιλα» πείραξε την «παρθένα» την Σκορδ... που έχει φάει πούτσους σε όλες τις τρύπες της και έβγαζε τα μπούτια της έξω

  4. δεν εχει ουσια το να προχωρησετε σε γλωσσοφιλο αν δε σας «βγαινει» αυθορμητα. Ισως οπως λεει κι ο φιλτατος Μονοφθαλμος δεν εχετε χημεια. Καλυτερα το πρωτο σου γλωσσοφιλο να το κανεις με καποιον που θα σου βγει εντελως αυθορμητα κι ουκ προσχεδιασμενα.

ούλα από το νέτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις βασικές -ίλες, είναι η μυρωδιά που αναδίδει η γυναίκα, το αντίστοιχο του αντρίλα, μόνο- ελπίζουμε- πιο μυρωδικό. Βεβαίως, η γυναικίλα μπορεί να καλύπτει ένα μεγἀλο φάσμα οσμών από την μυρωδάτη τριανταφυλλίλα έως το καμένο ντουί, όταν υπάρχει θεματάκι με τα μουνικά, φτάνοντας μέχρι και τη μαμαδίλα μιας ώριμης γυναίκας που αποπνέει μιλφίλα, ή όλες αυτές τις μυρωδιές που αναδίδει η φύση μετά το πέρασμα μιας μουνοκαταιγίδας. Γενικά πάντως η γυναικίλα είναι το τζενέρικ, είναι συνήθως κάτι περισσότερο από μια οσμή, μάλλον περιγράφει κατάσταση, όπου υπάρχει υπερβολική δόση θηλυκότητας φορ μπέτερ ορ φορ γουόρς, ή που έχουμε έναν μουνόκαμπο από πάρα πολλές γυναίκες μαζεμένες.

Η λέξη παλιά, υπάρχει από τον 19ο αιώνα, καθώς την βρίσκω σε μια μετάφραση των Νεφελών Αριστοφάνους από τον Γεώργιο Σουρή (1900), και βεβαίως την βρίσκουμε στους δύο μεγάλους Νεοέλληνες πεζογράφους της -ίλας, ήτοι τον Νίκο Καζαντζάκη και τον Στρατή Τσίρκα, που προσπαθούν και οι δύο να αποδώσουν με λέξεις στα μυθιστορήματά τους ένα ολόκληρο οσφραντικό σύμπαν εμπνευσμένο αντιστοίχως από την Κρήτη και από τις πολιτείες της Εγγύς Ανατολής. Σε παλαιότερες εποχές, η γυναικίλα ήταν η μυρωδιά μιας παστρικιάς, με την ευρεία έννοια, δηλαδή μιας γυναίκας που πλενόταν και μοσχοσαπουνιζόταν, πιθανόν σε αντίστιξη με τον άντρα της που μύριζε βαρβατίλα και τραγίλα. Η γυναικίλα μπορεί να ήταν και ύποπτη: Ένας άντρας που μυρίζει γυναικίλα σημαίνει ότι θα ξενοπηδιότανε με κάποια παστρικοθοδώρα, και δυστυχώς δεν έχει την καθησυχαστική γνώριμη αρχιδίλα του, αλλά αφενός πλένεται ο ίδιος για να κάνει τον δανδή, και αφεδύο κουβαλάει πάνω του και τις μυρωδιές της γκόμενας.

  1. Μπήκαμε. Μύριζε η παράγκα μυρωδιές, πούδρες, σαπούνια, γυναικίλα.
    - Κι αυτά τα μασκαραλίκια τι είναι, δε μου λες; φώναξα βλέποντας αραδιασμένα απάνω σ' ένα κασόνι τσαντάκια, μοσκοσάπουνα, κάλτσες γυναικείες, ένα κόκκινο ομπρελίνο, δυο μποτιλάκια μυρωδιά.
    - Δώρα... μουρμούρισε ο Ζορμπάς με σκυμμένο το κεφάλι.
    - Δώρα;! Έκαμα προσπαθώντας να αγριέψω. Δώρα;
    - Δώρα, αφεντικό. Μη θυμώσεις. Για την καημένη την Μπουμπουλίνα. Λαμπρή ζυγώνει. Άνθρωπος είναι κι αυτή.
    Κατάφερα να κρατήσω τα γέλια. (Νίκος Καζαντζάκης, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά, Αθήνα: Τυπ. Δημητράκου, 1946).
  2. Και δεν τον πρόδωσε, δεν τον φανέρωσε ποιος ήτανε σε κανένα, μήτε γνώρισε ποτέ άλλον άντρα, πιστή στ' όνομα που της δώσανε στη Νάξο, Αριάγνη, η πιο αγνή δηλαδή. Χρόνια τον κράτησε μακριά της. Στο ίδιο κρεβάτι, ναι- μα τίποτ' άλλο. Σπάραζε, παρακαλούσε, σήκωνε χέρι. Εκείνη: Αριάγνη. Έμπλεξε αυτός με άλλες, ξενοκοιμότανε, βρωμοκοπούσε γυναικίλα και μυρωδιές, ας τον χαίρονταν οι πατσαβούρες τέτοιον άντρα που δεν είχε αντρισμό. (Στρατής Τσίρκας, Αριάγνη, Αθήνα: εκδ. Κέδρος, 1962).
  3. Και σαν γλυκοκοιμότανε τη νύχτα στο κρεβάτι, μ' εμένα τον χωριάτη, εγώ τρυγιαίς εμύριζα, σύκα, μαλλί, τραγίλα, και τόση βαρβατίλα, κι εκείνη πάλι μύριζε κρόκους και μύρα τόσα, παιχνίδια και φιλήματα που δεν τα ΄λεγε η γλώσσα, και γυναικίλα κι έρωτα και γκάστρωμα και γέννα (Αριστοφάνους Νεφέλαι, σε μετάφραση Γεωργίου Σουρή, 1900)

Στη δική μας εποχή η γυναικίλα έχει εξελιχθεί:

Στάνταρ το διηύθυνε γυναίκα. Η γυναικίλα αιωρούνταν στην ατμόσφαιρα και ήταν πνιγηρή. Δεν ήταν μόνο τα διακριτικά rechaud με άρωμα βανίλιας και κανέλλας, οι απαράμιλλου γούστου καναπέδες με τα έθνικ μαξιλάρια - με τα καλύμματα κεντημένα στο χέρι σαφώς - ήταν... (Η μπλογοτέχνης Αγγελική Μαρίνου εδώ)

Άλλες σημασιολογικές αποχρώσεις: Η γυναικίλα μπορεί να είναι η γυναικεία ανθρωπίλα, η φυσική μυρωδιά, αν αφαιρέσεις όλες τις τεχνητές επιστρώσεις, που στην εποχή μας είναι πολυάριθμες. Η γυναικίλα μπορεί να σημαίνει έτσι μια νοσταλγική επιστροφή στη φυσική (μη)-καθαρότητα.

Το ανθρώπινο δέρμα δεν πρέπει να μυρίζει ανθισμένα ανοιξιάτικα άνθη αλλά "δερματίλα"!!! Σεξ με αντρίλα και γυναικίλα. Πλύσιμο μόνο με νερό. (Γλάιφο).

Μπορεί να είναι η θηλυκότητα.

Παντως για μενα, η γυναικιλα (ναι, η λεξη θηλυκοτητα δε μου αρεσει, ειμαι βλάχος, τι να κανουμε..) στη γυναικα δε χρειαζεται να ειναι μετρημενη. (Ινσόμνια).

Μπορεί να είναι η συσσώρευση γυναικείων ορμονών σε έναν μουνόκαμπο:

  1. Η εξαιρετική φωτογραφία είναι από δω. Μόνο που ο μουσάτος στο πίσω μέρος του κάδρου -είτε βρέθηκε εκεί από φωτογραφική άποψη είτε όχι- καταστρέφει στα μάτια μου την αρμονία της εικόνας, σπάζοντας την γυναικίλα με την αντρόφατσά του. (Ο μπλογοτέχνης Old Boy εδώ).
  2. Πολλές γυναίκες μαζί. Δυο, δυο. Τρεις, τρεις. Τέσσερις, πέντε... [...] Κουτσομπόλες όλες αντάμα, ραντεβού στην Βασ. Σοφίας. Δυο, τρεις τέσσερεις, φιλιούνται σταυρωτά, διαισθάνονται αμέσως αν η αύρα του φιλιού είναι θετική -και ναι της Τ είναι σταθερά αρνητική- χαριεντίζονται από κεκτημένη ταχύτητα, είναι σε φόρμα (Η Τ το ‘χει πάντα το προβληματάκι της, ποιος της φταίει που έχει να δει άντρα από τότε που βάφτισε τον γιό της;). Όλες μαζί. Κάτι σαν αδελφότητα ας πούμε. Αδελφότητα πολύπειρων, δυνατών, ευαίσθητων, χαρισματικών (middle aged) γυναικών. Αδελφότητα ανώριμων, ανασφαλών, εξαρτημένων, μαλακισμένων θηλυκών -αν και όχι τόσο, τώρα πια. Η ηλικία και τα «δώρα» της. Έχει και το middle age τα θετικά του… Δεν είναι πολύς καιρός που αυτή η «γυναικίλα» μου έφερνε ναυτία. Μου μύριζε γκρίνια, αγαμία, μπιρίμπα, μούχλα. (Εδώ).

Μπορεί να είναι αποδιοπομπαία οσμή.

Αν τεκνοποιήσεις με γυναίκα, μπορεί να κολλήσει το παιδί γυναικίλα και να βγεί με κέρατα και ουρά. (Μπουντουσουμού).

Τέλος μπορεί να σημάνει την γυναικεία ετεροκανονιστικότητα, ήτοι το γυναικείο αντίστοιχο της ματσίλας, που μπορεί να καταντήσει τουματσίλα και ως τέτοια να αποδοκιμαστεί από λοξούς, αχαρτογράφητους, χιπστέρια και άλλους περίεργους.

Άρα το pride είναι και για εμάς. Και πού ξέρεις μπορεί να ανακαλύψουμε και μια άλλη μας πλευρά που δεν τολμούσαμε. Σκατά στη γυναικίλα! (Ίντυ)

Γυναικίλα, απάντηση στο Μπραφ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με την οποία ένας άντρας δεν θέλει να κάνει μόνιμη σχέση και να δεσμευτεί, αλλά την έχει για τις δύσκολες ώρες που δεν υπάρχει κάτι καυλύτερο στον ορίζοντα.

- Άντε καβατζοχαρτοπετσέτες, καβατζοσαμπουάν, καβατζοαφρόλουτρο και άλλες τέτοιες...βλακείες, να το δεχτώ... Αλλά καβατζογκόμενα, όσο χρονών και να είναι ο άλλος ... δεν επιτρέπεται, νομίζω!

- Oπως το ειπες ...........νομιζεις
Η ηλικια του μονο για περιπετειουλες ειναι και αυτο εννοω λεγοντας καβατζα
Αλλα και για καβατζογκομενα να ελεγα ποιος δεν το επιτρεπει παρακαλω ;
Τωρα για τα υπολοιπα
ο καθενας οπως τα βλεπει και αφου εσυ θες να τα βλεπεις ετσι
με γεια σου με χαρα σου

- βρε αναστασία κάτσε να του κάτσει η μια και μετά ας ψάχνει και καβάτζες... αν και αν πάρει είδηση η μια τις καβάτζες να ξέρεις ούτε την μια θα έχει μα ούτε και τις καβάτζες. κλειστή η κοινωνία της σχολής. όλα μαθαίνονται. ιδιαίτερα στον γυναικείο κύκλο. αυτές... όλες κάνουν παρέα και είναι με το σεις και με το σας και όλες έτοιμες να υποστηρίξουν και να σφάξουν την άλλη. (Εδώ).

Υπαρξιακή κραυγή! (από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γλυκοκοίταγμα που δείχνει ότι το υποκείμενο βρίσκεται σε έγκαυλο διάθεση και προτρέπει για πέρασμα σε περαιτέρω, ή οι ματιές που ανταλλάσσονται κατά τη διάρκεια του σεξ. Τη λέξη τη βρίσκω εδώ που τα λέμε μόνο σε μπουρδελοσάη και σημαίνει κυρίως ένα πράγμα: Το βλέμμα που ρίχνει μια πιπατζού κατά τη διάρκεια της πεολειχίας. Those eyes!, που λένε και οι αγγλικάνοι.

  1. Στο κρεβατι το μονο που βρηκα ελλειματικο ηταν η σχετικη αφωνια στο σεξ αλλα με ωραιους φυσικους μορφασμους και καυλοκοιταγματα.
  2. Καυλοκοιτάγματα στα μάτια ενώ σε μια προσπάθεια της να τον καταπιεί όλο, κατάπια εγώ την τσίχλα που μάσαγα.
  3. Καπότα και μετα τρελλη πίπα με καυλοκοιταγμα στα ματια !!!! μιλαμε φοβερη πιπα!!!!!με παθος!!!και στοργη!! (Όλα από μπουρδελοσάιτ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλινοπάλη επί το λαϊκότερον, δηλαδή το σεξ συνεκδοχικώς, εννοείται το παθιάρικο σεχ που κάνει να αναστενάζουν οι σουμιέδες.

Αναρωτιέμαι μήπως οι σημερινές εικοσιπεντάρες, οι τριαντάρες έχουν κουραστεί από το κρεβατοκούνημα και πλέον δεν τις νοιάζει για τίποτα. Απορία εκφράζω. Έχω μείνει στην παλιά σχολή, της δεκαετίας του '10, του '20 στο Παρίσι, που περίμενε η σεμνή κοπέλα στο δωμάτιό της, να κοιμηθούν οι γονείς της, και να περάσουν κάτω απ' το μπαλκόνι της οι ωραίοι γλυκοκανταδόροι, να της πουν ρομαντικά τραγούδια. (Μάκης Τσίτας, Μάρτυς μου ο Θεός, Αθήνα: εκδ. Κίχλη, 2013, σ. 87)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανήκει στο ιδίωμα της πολυσυντροφικότητας και είναι το μέλος μιας πολυσυντροφικής σχέσης με το οποίο δεν κάνεις σεξ, αλλά κάνει σεξ ο/η σύντροφός σου. Αποδίδεται στα ελληνικά ως μετασύντροφος.

Το μεταμούρ μου είναι μαέστρος κλασικής μουσικής και μου στέλνει συχνά Μπαχ στο ίνμποξ.

Got a better definition? Add it!

Published