Further tags

Παρενέργειες από ενδοφλέβια χρήση ναρκωτικών οφειλόμενες είτε σε νοθευμένη ποσότητα, είτε σε ελλιπή μέτρα υγιεινής κατά τη χρήση. Περιλαμβάνονται: τρέμουλο, εφίδρωση, έμετοι, σπασμοί κ.α.

- Τί έχει ο χοντρός κι είναι έτσι;
- Άσε. Μάλλον ήτανε βρώμικο το σέο κι έπαθε ντέρτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικός και λιγάκι απαρχαιωμένος όρος που προέρχεται ή έστω διαδόθηκε από την ιδιόλεκτο των χάπατων στα 90's και που περιγράφει την ευφοριογόνο (αγαπογόνο ίσως) ψυχοτρόπο δράση διάφορων ουσιών (με πατριάρχη το eψιλον), σε αντιδιαστολή προς την παραισθησιογόνο (που εξασφαλίζεται από τη συνομοταξία των τριπακίων).

Συντάσσεται με το «δίνω», «βγάζω», σπανιώτατα «σκάω φήλινγκ». Πιο ιδιότροπη και τώρα πιο διαδεδομένη η χρήση ως περιγραφή του γενικού κλίματος και συναισθήματος που αποπνέει ένας μέρος και μια κατάσταση.

Ακόμα πιο ιδιότροπη η χρήση του ως περιγραφή της «αύρας» ενός ατόμου (βλ. παράδειγμα).

- Τι λέει ο καινούργιος συνάδελφος; - Καλά με τον καΐλα δε βγάζεις άκρη... Τον έχωσα λίγο να βοηθήσει στο πατάρι και άρχισε και μου λέγε «Αδερφέ, το φήλινγκ σου, την αλήθεια σου να μη χάσεις, αυτό έχει σημασία». Τα πιάσαμε τα λεφτά μας λέω....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται στα games, κυρίως στα online. Πρόκειται για τον εξαιρετικό noob, δηλαδή ανίκανο, ανήμπορο συνήθως χαζό και εντελώς αστοιχείωτο στο να παίξει ένα συγκεκριμένο παιχνίδι...

Μπορεί να βρεθεί και ως νουμποφιντέρι, νούμπακλας, τριπλός αυτιστικός νουμπάς ή νουμπομπετόβλακας.

  1. - ΤΙ κάνεις ρε τριπλονούμπακλαααα!!!! Μόλνιρ στο huskar?!!!!??! (DOTA online game)

  2. - Παράτα το CS, είσαι αστοιχείωτος τριπλονούμπακλας!!!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σπυρί που βγαίνει εξαιτίας της μακροχρόνιας αποχής από το σεξ ή εξαιτίας της ανεκπλήρωτης σεξουαλικής επιθυμίας. Κατά άλλους, αιτία είναι ότι ο φορέας του σέξσπυρ την έχει κάνει λάστιχο. Με λίγα λόγια, σέξσπυρ λέμε το το καυλόσπυρο.

Ετυμολογία: από το σεξ και το σπυρί ==> σέξσπυρ, κατ'αναλογία προς τον μεγάλο θεατρικό συγγραφέα Σέξπιρ.

Ο πληθυντικός ίδιος με τον ενικό: τα σέξσπυρ.

  1. - Δεν την παλεύει η Μαρία... Κοίτα πώς έχει γίνει, τίγκα στα σέξσπυρ!

  2. - Όχι ρε γαμώτο, πάλι σέξσπυρ έβγαλα κι έχω ραντεβού σήμερα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το PlayStation σε συντομία.

Θα παίξουμε τίποτα στο πλέι;

Βλ. και προ, PRO, PES.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσιγκουνιά, το να είναι κανείς σπάγγος (σπαγγοραμμένος). Βγαίνει από το σπαγγ-o-rama.

- Πήγαμε στο μαγαζί και παρήγγειλε νερό ρε μλκ το άτομο!
- Ε τι θα παράγγελνε ο σπαγγοράμα, κινγκ...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified