Further tags

Είναι η υπηρεσία που «βαράει» ο φαντάρος μεταξύ 02.00 - 04.00 τα ξημερώματα.

Έρχονται αυτή την εβδομάδα οι νέοι στο λόχο.
Άντε να βαρέσουν και αυτοί κανένα γερμανικό γιατί πήξαμε τόσους μήνες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορνοταινία, τσόντα. Κωδική ονομασία των εν λόγω ταινιών, όταν μπροστά παρευρίσκονται άτομα τα οποία δεν θέλουμε να καταλάβουν για τι πράγμα μιλάμε.

Ενίοτε απαντάται και σαν καμπόικο ή απλά γουέστερν.

  1. - Φίλε, εγώ την κάνω. Πάω να νοικιάσω κανα καουμπόικο απο το βιντεοκλάμπ, να το δούμε το βράδυ με την έτσι.

  2. - Μαλάκα, είχε εχτές ενα καουμπόικο στην TV, κάτσε καλά...

με κάτι πιστόλια ναααα! (από BuBis, 29/10/09)είμαστε καμπόιδες από το πλακωτό... (από BuBis, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος αεριτζή, τρακαδόρου, που κυκλοφορεί με ακάλυπτες επιταγές.

Ο ακάλυπτος ήταν χαρακτήρας κωμικής σειράς που ενσάρκωνε ο ηθοποιός Α. Καφετζόπουλος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακός τεχνίτης.

Αυτόν φώναξες να σου διορθώσει τη βλάβη; Αυτός είναι σκιτζής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο αυνανισμός.
  2. Η βλακεία, η μαλακία.
  1. (Κωστής) Αντε τράβα καμιά παχιά να χαλαρώσεις ρε φίλε!

  2. Ωχ, την είπε πάλι την παχιά ο μαλάκας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μποξεράκι, κοινώς το περιπολικό.

- Μην πολυτρέχεις. Στα 300 μέτρα την έχει στήσει ένα μπατσικό και έτσι και μας πιάσουνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ψέμα, το μούσι.

- Πώς τα πας με τον Φούλη φιλενάδα;
- Ποιον Φούλη καλέ, τού 'δωσα τα βάγια. Με είχε φλομώσει στο μουσαντέ ο μαλάκας. Θα χωρίσει, θα είμαστε μαζί, θα παντρευτούμε, θα κάνουμε παιδιά, θα μ' έχει βασίλισσα... Παπαριές μανίτσα μου.

(από poniroskylo, 06/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοσχέδιο αντικείμενο συνήθως σφηνοειδούς μορφής, κατασκευασμένο από ποικίλα υλικά, που χρησιμοποιείται για την άρση της αστάθειας τραπεζιών ταβέρνας.

Μήτσο, πιάσε μια χωριάτικη, μια πατάτες, μία καλαμαράκια, μία πράσινη και ένα σταθεράκι στο πέντε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσαρλατάνος, ο επαγγελματικά άχρηστος, ο ανίδεος. Προηγείται συχνά της λέξης ιατρός.

- Δεν αισθάνομαι καλά, θα πάω να με εξετάσει ο γιατρός του 1ου ορόφου.
- Είσαι τρελός. Εγώ σε αυτόν δεν θα πήγαινα ούτε την πεθερά μου. Είναι μεγάλος σχιντζής.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Εβραίος, ο αβάπτιστος, εις την ρατσιστικήν.

- Οι αλάδωτοι κυβερνούν συνωμοτικά τον κόσμο!
- Ξεκόλλα ρε, το πολύ το raus-raus το βαριέται και ο Klaus!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified