Ο εκλεπτυσμένος φραγκοφονιάς. Ο τσίπης, που δεν αφήνει δεκάρα τσακιστή να του ξεφύγει.
- Και ρε φίλε όπως φεύγαμε, τον είδα που πήρε το πουρμπουάρ που είχα αφήσει στο τραπέζι! Ο γύφτος ο φραγκοκτόνος!
Ο εκλεπτυσμένος φραγκοφονιάς. Ο τσίπης, που δεν αφήνει δεκάρα τσακιστή να του ξεφύγει.
- Και ρε φίλε όπως φεύγαμε, τον είδα που πήρε το πουρμπουάρ που είχα αφήσει στο τραπέζι! Ο γύφτος ο φραγκοκτόνος!
βλ. και φραγκοκίλερ
Got a better definition? Add it!
Αλλιώς και χάφτας, είναι ο τύπος που τον σέρνει η γκόμενα όπου αυτή θέλει και γενικότερα τον κάνει ό,τι θέλει.
Κοίτα ρε τον χάφτα πώς τον σέρνει απ' τη μύτη...
Got a better definition? Add it!
Είδος ανδρός που απλώς περιφέρεται γύρω από γυναίκα, η οποία αφήνει τεχνηέντως να πλανάται στον αέρα η πιθανότητα του sex, χωρίς όμως να έχει το θάρρος για τα περαιτέρω. Αρκείται απλώς στη μυρωδιά που αναδύεται από την «ευαίσθητη περιοχή»... Σχεδόν πάντα είναι παρατρεχάμενός της και της κάνει θελήματα.
Τον έχει για θελήματα κι' αυτός αντί να την κουτουπώσει, τη μυρίζει μόνο.
Βλ. και καληνυχτάκιας, γκομενοβοσκός, μουνοβοσκός, γκομενοφύλακας, ανεμογάμης.
Got a better definition? Add it!
Αυτός ο οποίος αποχαυνώνεται όταν δει ωραία γυναίκα.
Tι κοιτάς ρε σα χαυνομούνης, πήγαινε μίλα της.
Δες και -μούνα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Προσβλητικός όρος που χρησιμοποιείται για την ξiνή, δύστροπη γυναίκα. Λέγεται και για τις μπουρναζογκόμενες που παριστάνουν τις δύσκολες. Δυνητικά και για όσες έμειναν στο ράφι.
Δες και -μούνα.
Got a better definition? Add it!
Σύμφωνα με τη Live-pedia: στενόκωλος -στενόκωλη -στενόκωλο (επίθετο) [ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :στενο - κωλ (κώλος) -ος] αυτός που έχει στενό κώλο, ο στενοκώλης αντίθετα: φαρδύκωλος, φαρδοκώλης.
Ας μας επιτραπεί να anal-ύσουμε λίγο παραπάνω. Ο στενόκωλος, -η, -ο λέγεται περισσότερο ως μεταφορική περιγραφή χαρακτήρα ανθρώπου ή δυσκολίας κατάστασης ή στενότητας χώρου και δευτερευόντως με τη συγκεκριμένη εμφανισιακή και ανατομική σεξουαλική σημασία αυτού/-ής που δεν έχει φαρδύ κώλο.
Χαρακτηριστική είναι κυρίως η διάκριση μεταξύ στενόκωλης και στενοκώλας: Το στενόκωλη έχει περισσότερο τη σημασία της στριμόκωλης, περιγράφει περισσότερο κατάσταση και χαρακτήρα μεταφορικά, ενώ το στενοκώλα έχει πολύ πιο συγκεκριμένη ανατομική σεξουαλική σημασία.
Παρά αυτή την, κατά τη γνώμη μας, μικρή διαφορά έμφασης, τα στενόκωλος-η-ο παρουσιάζουν όλο το φάσμα των παρακάτω σημασιών:
Στενός χώρος, όπου δυσκολεύεσαι να καθήσεις τον κώλο σου (πιο αθώα ερμηνεία), ή που σου προκαλεί μια ασφυξία ανάλογη με πέοντα που προσπαθεί να διεισδύσει σε στενό πρωκτό (πιο πονηρή ερμηνεία).
Χαρακτήρας σφιχτοκώλης, anal-retentive που λένε και στο χωριό μου, που έχει φάει καθήλωση στο πρωκτικό στάδιο και είναι τσιγκούνης, σφιχτοχέρης, σπασαρχίδης, εξουσιομανής, ψυχαναγκαστικός με τον έλεγχο και γενικά δεν αφήνεται στη jouissance της στιγμής.
Κατάσταση δύσκολη, στριμόκωλη που ελπίζουμε ότι θα περάσει εβέντσουαλjυ όπως ακριβώς ο πέοντας δυσκολεύεται προς στιγμή να διεισδύσει σε μία στενή κωλοτρυπίδα αλλά διατηρεί την ελπήδα ότι τελικά θα τα καταφέρει.
Και με την πιο κυριολεκτική σημασία ο στενόκωλος-η, πράγμα που φαίνεται κυρίως στο σεξ, που μπορεί να έχει και καυλή έννοια. Παρεμπιπτόντως, πολύ ενδιαφέρουσα η έκφραση «από τότε που ήταν στενόκωλος/-η ο/η τάδε» (παρτόλα/ς) ως συνώνυμο του τότε που ήταν η Ακρόπολη οικόπεδο και ο «βασιλικός» (εθνικός) κήπος γλάστρα κιέτσ'.
Επίσης, εμφανισιακά αυτός που έχει πεσμένο κώλο, που δεν είναι τουρλοκώλης-α ή μπουζουκόκωλος-η.
Ο χωρος γουστοζικος με το μπαρ μες τη μεση αλλα σιγουρα στενοκωλος.. (Από κριτική στριπτιτζάδικου)
να κανουμε μια στηλη με στιγμες που πηγαν να γινουν one night stand αλλα δεν εγιναν ειπαμε στενοκωλος!
αμα κανουμε τετοια στηλη εγω δε θα γινω ποτε forum master δε θα χω να γραψω τιποτα! αφου ο μονος λογος για να μην εκπληρωθει one night ειναι να μην θελω εγω
βεβαια στενοκολος ειμαι εγω στις σχεσεις αλλα τεσπα (Από φόρουμ).
Αυτοι οι εγγλεζοι ρε παιδι μου αγαπη που μας εχουν.Καλα οι γερμανοι εχουν λογους να μη μας γουσταρουν αφου παντα ειμαστε εχθροι τους σ ολους τους πολεμους. Αλλα οι φλεγματικοι οι στενοκωλοι,οι ασπρουλιάρηδες, απο που και γιατι τετοια αντιπαθεια. Μαζι τους χρονια πολεμουσαμε,χρονια πολλα συμμαχοι,και ακουμε συνεχεια απ αυτους υβρεις και σχολια ειρωνικα. Οι ξεπεσμενοι αριστοκρατες,τεως αποικιοκρατες,ρατσιστομουτρα τι τους καναμε; (Εδώ).
tha to edina free alla eimai se idiaitera stenokoli katastasi (Εδώ)
For all fantariaaa pou ypiretoun kai einai se kapia stenokoli skopia kai perimenoun na perasei to gamimeno to 2oro skopia pantazis laiko elliniko yunanıstan. (Από βιντεάκι)
Αλλη ω θεοί! σαν μαϊμού είν ασχημομούρα, στενόκωλη, άβυζη, κοντόλαιμη, καμπούρα! Κακιά, μικρόψυχη, όσο ζει, δεν λέει να πάψει Τρόπους να βρίσκει, ποιόν και πως μπορεί να βλάψει. (εδώ)
Το΄τα ούλλα που γράφετε ενν χιλιοειπωμένα. Ενν που τον τζιαιρόν που ηταν στενόκωλη η ΠΑΟΛΑ. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Τοπικός ιδιωματισμός από την Αρκαδία για τον τσιγκούνη. Για ιδιωματισμούς από την Αρκαδία δες εδώ. Για ενδιαφέρουσες υποθέσεις για την ετυμολογία του καρμίρης δες εδώ.
Πάσα (Δ.Π.): tzagos.
Δεν δίνει του αγγέλου του νερό ο καρμιροσάκκουλος!
Got a better definition? Add it!
Ο πολύ τσιγκούνης που έχει καβούρια στις τσέπες του.
Σιγά μην κάνει ανακαίνιση στο σπίτι του. Αφού τον ξέρεις τι καβουροτσέπης που είναι!
Got a better definition? Add it!
Η γυναίκα μισοριξιά.
Κυριολεκτικά, η κοντή και αδυνατούλα που όμως το παίζει Πάμελα...
Μεταφορικά, η χειριστική γυναίκα, η πουτανόψυχη.
Το μισο-, ενώ αναφέρεται στο ήμισυ, τελικά χωράει και την απόχρωση του μίσους, ως προς την χρήση της, καθότι η λέξη χρησιμοποιείται εξαιρετικά υβριστικά.
Επίσης ουδετεροποιείται και γίνεται «μισομούνι».
δεν θα σε κανει οτι θελει το καθε μισομουνι
μαζί με ένα άλλο εξίσου πράσινο
μεταχειρισμένο μουνόπανο και εκείνο το μισομούνι την Εύη Τζέκου,
τη στήσανε και πήγανε να φάνε τον άνθρωπο τον Ζαχόπουλο.
μισομούνες ξεπρωκτιασμένες ημίκολπες πουτανάρες της μητριαρχικής σπυριασμένης χοάνης που μουγγνίζοντας σας ξέρασε σ' αυτόν τον κόσμο...
όλα αυτά τα καταπληκτικά, από το νέτι.
Δες και -μούνα, -γκόμενα.
Got a better definition? Add it!
Από την παλιά καλή και ξένοιαστη εποχή της δραχμής, ο τσιγκούνης, φραγκοκίλερ, φραγκοφονιάς.
Πάλι μια μελιτζανοσαλάτα μόνο παράγγειλε στην ταβέρνα ο δραχμολάτρης και φυσικά μετά πλήρωσε ρεφενέ.
Got a better definition? Add it!