Τυπολογικό όνομα που δηλώνει τον βιαστικό άνθρωπο, που βιάζεται να κρίνει, είναι ανυπόμονος, τσαπατσούλης και δεν αφοσιώνεται σε αυτό που κάνει. Σλανγκική Θεοδώρα είναι και η παστρικοθοδώρα.

  1. -Ανοησια. Τελειωσε η αγωνια τωρα. Η Ιαπωνια θα νικησει 100%, οποτε τζαμπα κοπος για εμας. Κριμα....
    -Γιατι εισαι βιαστικοθοδωρα? Περιμενε να τελειωσουν τα ματς, εδω που τα λεμε δεν εκανες κ τιποτα να προκριθεις οποτε δωρο θα ειναι. (Ινσόμνια).
  2. -τιποτα...μαλλον η μια μερα ban για leave μετραει
    -Γιατι εισαι βιαστικοθοδωρα? Περιμενε μεχρι Δευτερα.. (Lol).
  3. Μαριάννα ή αλλιώς βιαστικοθοδώρα. Πήγα λοιπόν και γω απόψε να δω τα κάλλη της Βουλγάρας, ορμώμενος από τα σχόλια των προηγούμενων συναγωνιστών. Και δεν είχαν καθόλου άδικο. Η κοπέλα είναι πολύ καλή εμφανισιακά,με τρομερά φυσικότατα βυζιά (τώρα, 4άρια 4,5άρια μικρή σημασία έχει, αφού είναι ούτως ή αλλέως απίστευτα!) και γενικότερα καμπύλες που σατανίζουν. Όμως μέχρι εκεί. Μέσα στο δωμάτιο είναι το ακριβώς αντίθετο,μιλώντας για υπηρεσίες.Τρομερής διάρκειας πίπα-μόλις 10"!!! Και να φανταστείτε ότι με +10€ ζήτησα ελ.στ. το οποίο ήταν "παίξιμο" με την γλώσσα στην κορυφή για περίπου 5"-6" και μετά μια-δυο ψευτομπουκώματα και τέλος!!! Το "ισπανικό της δε, αέρας πέρασε ο "μάγκας" ανάμεσα από τα 2 υπέροχα βυζιά της! (Από κριτική στο Μπου για παστρικιά βιαστικοθοδώρα, παστρικοθοδώρα δηλαδή).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά είναι μειωτικός χαρακτηρισμός για έναν επαρχιώτη που είναι χοντρός, οπότε κατά το συναμφότερον βλαχαδερού και ευχοντρίας δίνει την εικόνα ενός πολύ άξεστου ανθρώπου. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) δίνει και το αρχοντοχωριάτης ως επεξήγηση, ενώ το ετυμολογεί από το ιταλικό carne (=κρέας) που χρησιμοποιείται συχνά στα καλιαρντά. Είναι δηλαδή ο βλάχος (με την ευρεία σημασία του χωριάτη, του επαρχιώτη) που έχει πολλά περιττά κιλά/ κρέατα πάνω του.

Σκέφτομαι να στήσω χρυσελεφάντινο ανδριάντα στο με σικ γιάνκη. Είχε όλες τις προϋποθέσεις να μου ήταν συμπαθής. Έσιαξε το μπερντέ του εις την αλλοδαπή και διακατέχεται από μια προτεσταντική ηθική, σε αντίθεση με τους βλαχοκαρνιώτες μικρομέγαλους ιθαγενείς μετόχους και τις δημοσιογραφικές βουβουζέλες τους που μου προκαλούν μια α πριόρι αποστροφή. (Πολιτικό καλιάρντεμα αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αφρόκρεμα από κάφρους, η ελίτ της αλήτ.

  1. Ήταν η μέρα που τα υπερήφανα κι αγέρωχα τανκς εισέβαλαν στη Ρούμελη και σήκωσαν την ελληνική σημαία ξεριζώνοντας εκείνη του Λιούις Άρμστρογκ (Τσατατάγκας στο επίθετο) και χαρίζοντας στο γαλατικό χωριό την πολυπόθητη ελευθερία (Αρβανιτάκη στο επίθετο) οδηγώντας σε μαζικές γκιλοτίνες και δημόσιο κατούρημα την καφρόκρεμα της τότε πολιτικής ηγεσίας. (Φρικηπαιδεία).
  2. Φέτος τα πρώτα τραπέζια του Ρέμου μάλλον θα τα κλείσουν ντόπιοι επιχειρηματίες και η πολιτική καφρόκρεμα. (Εδώ).
  3. Η καφρόκρεμα των bookcrossers ήταν εκεί. (Εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι και κρίντζυ, προκαλώντας ετεροντροπή που λέμε και στο χωριό μου, αλλά είναι και creepy. Χρησιμοποιείται κυρίως στο dating για άντρα ο οποίος κάνει μια γυναίκα να νιώσει άσχημα (να κριντζάρει), αλλά της φαίνεται και οριακά επικίνδυνος, τύπου κρίπουλας, και για αυτό τον θενκγιουνεξτάρει με συνοπτικές διαδικασίες.

  1. Κριντζοκρίπουλας Κρητικός που δηλώνει 9.5/10 πακετώνεται από θεάρα παίκτρια. RED FLAG, o ορισμός. (Luben).
  2. Οι φίλοι του βασικά τον συμβουλεύουν να πάψει να είναι κριντζοκρίπουλας και να μη βγάζει αυτό το έντονα ίνσελ στοιχείο, να αδιαφορήσει και λίγο, και τότε η σχέση θα έρθει από μόνη της. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Αφενός είναι ο καναπές, όπου κάθεται ο κώλος μας αναπαυτικά, ή η πράξη ή συνήθεια του καθισιού, της ραστώνης, νωθρότητας, απάθειας, ή ο ίδιος ο καναπεδάκιας.

  1. Κατέβηκα στην προκυμαία και περπάτησα μέχρι το λιμάνι, διαδρομή που κάναμε παλιά για να ξεμουδιάσει ο κώλος μας από την κωλοκαθίστρα. (Εδώ).
  2. Το σημαντικότερο εδώ να σημειώσω, είναι ότι θα ξελακουβιάσει η καρέκλα που από την κωλοκαθίστρα έχει αλλάξει χρώμα. (Εδώ).

Αφεδύο είναι η γυναίκα ή κόρη που προσφέρεται για πρωκτογάμευση, που κάθεται με τον κώλο. Και κατά μεταφορική επέκταση ο κάθε ηττημένος, διασυρμένος, συντετριμμένος, ξεφτιλισμένος.

Έβαλε δυο γκολ στην Κ20 και την κωλοκαθίστρα Ιτάνζ. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπολογικό όνομα που δηλώνει τον μαλάκα, συνώνυμο του μαλακαντρέας. Πιθανολογώ ότι ο λόγος που επελέγησαν τα ονόματα Αντώνης και Αντρέας και όχι κάποια άλλα σχετίζεται με τους πολιτικούς Αντώνη Σαμαρά και Ανδρέα Παπανδρέου αντιστοίχως με το ότι αρχίζουν από άλφα και είναι τρισύλλαβα. Για τη σλανγκικότητα εξάλλου του ονόματος Αντώνης, βλέπε τα βουβαντώνης, τρελαντώνης, αλλά και το αντώνης. Καίτη, λοιπόν, η μεγάλη πλειοψηφία των αποτελεσμάτων στον γούγλη αναφέρεται στον πρώην πρωθύ Αντώνη Σαμαρά, το τυπολογικό όνομα προϋπήρχε.

  1. Οι καραγκιόζηδες και οι μαλακαντώνηδες νόμιζαν ότι πουλώντας τρέλα θα έκρυβαν την αδυναμία βιωσιμότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Το ψέμα έχει κοντά ποδάρια. Και ναι. Οι νέοι με ικανότητες δεν θα μείνουν στο τριτοκοσμικό κωλοχανείο για να ψήνουν τυρόπιτες και να φτιάχνουν καφέδες. (Κάπιταλ).
  2. Το βέβαιο είναι ότι δεν κινδυνεύει από μαλακαντώνηδες και μαλακαδώνηδες. (Τοίχο-τοίχο: Αυτή η κυβέρνηση έχει κερδίσει τον σεβασμό μου).
  3. Τὸ ὅτι ὁ Σαμαρᾶς εἶναι Μαλακαντώνης καὶ ὄχι Τρελλαντώνης ἀποδεικνύεται ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἐφορτώθη βλακωδῶς αὐτὰ τὰ φυράματα τὰ ὁποῖα βεβαίως εὐκαιρίας δοθείσης θὰ προδώσουν καὶ αὐτόν. (Ἐδῶ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοιλαράς εκ της αλβανικής λέξης baka = κοιλιά.

Κείνος που πρόκοψε πολύ ήταν ο Θανάσης ο νταλάκας ή μπακοκοίλης, - όλο κοιλιά ήτανε μικρός. (Όμηρος Πέλλας).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο παχύς άνθρωπος.

  1. Το παιδοβούβαλο μίλησε. Το τιμώμενο πρόσωπο ήταν φυσικά ο νέος ηγέτης της, αυτός ο βουτυρομπεμπές με τα τροφαντά μαγουλάκια, ο μελανθιο-αναθρεμένος γιος του πρόσφατα θανόντος ηγέτη. (Εδώ).
  2. Πήξαμε στο παιδοβούβαλο. Τις μούρες τις ξέρετε, είμαι σίγουρος. Είναι η εμπροσθοφυλακή των παιδοβούβαλων που κρατάνε τα ηνία του ελληνικού ποδοσφαίρου, το οποίο ελληνικό ποδόσφαιρο δεν λογοδοτεί τόσο στην πολιτεία όπως ίσως φαντάζεστε, αλλά στις παντοδύναμες UEFA και FIFA οι οποίες έχουν κάνει ξεκάθαρους τους τρόπους λειτουργίας των ομοσπονδιών παγκοσμίως, αρέσει δεν αρέσει αυτό στην οποιαδήποτε κυβέρνηση κάθε χώρας. (Εδώ).
  3. Το ρομαντικό παιδοβούβαλο. (Εδώ).
  4. Την κακιά συνήθεια της κολοτούμπας δεν έχει ξεχάσει το όψιμο και μοιραίο παιδοβούβαλο του δήμου μας. (Εδώ).
  5. Β. Κορέα: Μαζέψτε το παιδοβούβαλο… γιατί παρανόησε! (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Η κωλοτρυπίδα, η κωλότρυπα. Λέγεται κι έτσι για να εξαρθεί το αυτονόητο που παραλείπουν οι άλλες εκφράσεις, ότι δηλαδή είναι μια τρύπα (δυνητικά) γεμάτη σκατά. Νήντλες του σέι ότι όταν χρησιμοποιείται με αυτή τη συγκριτικά κυριολεκτική σημασία σε σεξουαλικά συμφραζόμενα, συνήθως δεν εκφράζει αποκλειστικά και μόνο αηδία, αλλά κυρίως μεράκια, γούστα, μπιντιεσεμικές καταστάσεις και άλλα ξεκωλαριλίκια, όπου οι μερακλήδες μάλλον φτιάχνονται στην ιδέα της μερέντας και των διαφόρων μεζέδων.

  1. -Κοίτα πόσο ανοιχτή είναι η σκατότρυπά της φίλε...κοίτα... Μας χωράει και τους δύο...
    - Όχι...μη!!! Σας παρακαλώ νιώθω ήδη ξεσκισμένη...!, παρακάλεσα. (Από ερωτική ιστορία στο Φλοκ τζι αρ).
  2. Η Φωφώ μη έχοντας τι άλλο να κάνει άρχισε να γλείφει τη σκατότρυπα της Σοφίας, που είχε κολλήσει πάνω στα χείλια της.
  3. Ε? Ε? μέχρι και την σκατότρυπά μου σου αρέσει να καθαρίζεις βρωμοπουστράκι μου! Λατρεμένο σιχαμένο κωλογλειφτράκι μου?» (Από το Μπουντουσουμού).

Κατ' επέκταση, έχει και τις διάφορες μεταφορικές σημασίες της κωλοτρυπίδας, όπως έναν βρωμερό τόπο ή ένα άθλιο σπίτι (βλ. και κωλοτρυπίδα). Ενίοτε σημαίνει ότι οι εν λόγω τόποι είναι και μικροί και μηδαμινοί, εκτός από άθλιοι.

  1. Αλβανια- μια σκατότρυπα στα βαλκάνια. (Εδώ).
  2. Μια σκατότρυπα είναι η Αθήνα, όπου οι άνθρωποι αγωνίζονται να επιβιώσουν, με τα νεύρα τους μονίμως σπασμένα. (Εδώ).
  3. Αξίζει κανένας από εμάς τους υπόλοιπους να παλεύει σε αυτή την άθλια χώρα; Καλύτερα να φεύγουμε από την σκατότρυπα όσο είναι ακόμα καιρὀς (Εδώ).
  4. ΤΟ ΣΑΙΤ ΕΧΕΙ ΚΑΤΑΝΤΗΣΕΙ ΜΙΑ ΣΚΑΤΟΤΡΥΠΑ ΓΕΜΑΤΗ ΤΡΟΛΛ ΚΑΙ ΝΟΜΙΖΕΤΕ ΟΤΙ ΘΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ ΚΑΤΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΟ? ΕΛΕΟΣ! (Εδώ).
  5. Με αυτό τον τρόπο θα εξασφαλίζεις λεφτά και μια σκατότρυπα για να μεγαλώσεις τα βρωμοπαιδά σου. (Εδώ).

Συχνά χρησιμοποιείται για να δηλώσει ένα μέρος όπου υποτίθεται ότι κρύβεται ο υβριζόμενος, που θεωρείται ως βρωμερός, σιχαμένος και άξιος να λουφάζει σε μια κωλοτρυπίδα μέχρι να αναλάβει και πάλι δράση.

  1. Είμαι πραγματικά περίεργος σε ποια σκατοτρυπα θα κρυβόταν ο Πάγκαλος αν κάποιος απ τους συγγενείς των νεκρών του ζητούσε αποδείξεις. (Από Τουίτερ).
  2. Μαλακάκο δεξιούλη πατριωτάκο πίσω στη σκατότρυπά σου, παίξε και καμιά μαλακία και άσε μας εμάς να κάνουμε ό,τι μας καυλώσει.. (Τρομπαχτικό).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified