Αργκοτικό επίρρημα, που σημαίνει αέρα-πατέρα, αβέρτα-κουβέρτα, αβάδιστα, αβασάνιστα, αβλεπί, άνετα κλπ δηλαδή με την έννοια της ταχύτητας ή/και της αφθονίας (μπόλικα).

Η λέξη παίζει με την προέλευση εκ των ρημάτων:

  • Κάμνω (έκαμνον-καμούμαι-έκαμον-κέκμημαι-εκεκμήκειν > κόπος, κάματος, καματερό κλπ, δηλ. άνευ κόπου / ξεκούραστα και
  • Κόπτω, τόσο υπο την έννοια της χρονικής συνέχειας (δηλ. αδιάκοπα) όσο και της ταχύτητας γραμμής παραγωγής αγαθών (π.χ. βιβλίων, φύλλων λαμαρίνας κλπ), που διατίθενται στην λιανική πριν προλάβουν να υποστούν φινίρισμα (άκοπα) βλ. και εκφράσεις κόβω μονέδα/κοστούμι κλπ.

    Χρησιμοποιείται συχνά με το ρήμα «φεύγω», με την έννοια της ταχύτατης εμπορικής διάθεσης στην αγορά λόγω αυξημένης ζήτησης (π.χ. φεύγει το εμπόρευμα = ξεπουλάω).

  1. Ο κυρ-Μανώλης άνοιξε μπάνικο πατσατζήδικο απέναντι απ’ τη μπουζουκλερί και κονομάει άκοπα κάθε βράδυ απ’ τους ξενύχτηδες.

  2. - Πώς είσαι έτσι ρε σαν κλαμμένο μουνί;
    - Πήγαμε στο γωνιακό ουζερί με το Μάκη χτές το μεσημέρι για κανα μεζέ, έτυχε κάποιος Κρητικός απο την καρσινή παρέα να’ χει γενέθλια και κέρναγε ρακές άκοπα. Περιττό να σου πώ οτι γίναμε φεκλόνια. Πήγαμε 12 το μεσημέρι και γυρίσαμε σπίτι 12 το βράδι. Μεροκάματο χτυπήσαμε εκεί μέσα...

  3. - Μήπως έχετε Gauloises;
    - Έφερα χτές δυο κούτες, αλλά έχουνε γίνει μόδα τώρα και φεύγουνε άκοπα. Πριν απο μισή ώρα πούλησα το τελευταίο...
    - Gitanes;
    - Ζητάν παιδάκι μου, αλλά πού να τα βρείς;

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαλαρός. Αστρίμωχτος, δεν πιέζεται από πουθενά. Ζει με μεγάλα περιθώρια, χωράει εκεί που οι άλλοι ζορίζονται. Γενικώς δεν αγχώνεται για το πόσο τον παίρνει, γιατί έχει αβάντα για πολλά ανοίγματα, χαλαρουίτα. Δεν ανησυχεί γιατί δε χρειάζεται, ζει ξέγνοιαστος χωρίς προβλήματα, τα 'χει όλα για πλάκα κι άκοπα, άπλα. Στην τελική στ' αρχίδια του γενικώς, γιατί ξέρει ότι ο κόσμος είναι δικός του, λέμε τώρα. Είναι κουλ και έτσι κουλαριστός κινείται αβίαστα. Είναι λαρτζ, είναι γαμάουα, είναι χομπίστας. (Π1)

Άνετη μπορεί να είναι μια νίκη, μία επικράτηση, ένα οτιδήποτε μπορεί να συμβεί με χαλαρότητα (άνετα) ή με στρίμωγμα (ζόρικα). (Π2)

Ο καθένας θέλει να είναι άνετος, σο αρκετοί προσπαθούν να το παίξουν, χωρίς να πείθουν πάντα. (Π3)

Ο άνετος χαρακτηρίζεται προφ από ανετιά ή και ανετίλα, όπως το δει κανείς.

Π1 - Εδώ: Έκλεψε και είναι ελεύθερος και άνετος. Δεν μπόρεσαν να τον συλλάβουν γιατί πέρασε το αυτόφωρο αν και εξιχνιάστηκαν, ύστερα από εκτεταμένες έρευνες της Ομάδας Δημόσιας Ασφάλειας του Τμήματος Ασφάλειας Δράμας δεκατέσσερις (14) περιπτώσεις διακεκριμένων κλοπών, για τις οποίες σχηματίσθηκε δικογραφία σε βάρος 44χρονου.

Π2 - Εδώ: Μία αγωνιστική πριν από τη λήξη του α' γύρου και η ΑΕΚ εξασφάλισε την πρωτιά με την άνετη νίκη της επί των Μακεδόνων Αξιού με 3-0 σετ (25-13, 25-14, 25-13)

Π3 - Εδώ: Γιώργος Νταλάρας: Το παίζει άνετος στις δηλώσεις του για τα γιαούρτια και τ' αβγά: Ήρεμος και απτόητος εμφανίζεται ο Γιώργος Νταλάρας μετά τις πρόσφατες αποδοκιμασίες σε συναυλίες του στη Νίκαια και στο Ίλιον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίρρημα τροπικό, που σημαίνει χωρίς επιφύλαξη, ευθέως.

Μπορεί στο κατάλληλο πλαίσιο (καταστάσεις μέθεξης και γλωσσικής ελευθεριότητας) να εκπέσει σχεδόν σε επιφώνημα και μονολεκτική καταφατική απάντηση γενικής χρήσης κλπ (διατηρώντας μάλλον συντακτικά την επιρρηματική θέση).

«Ανοιχτά» σε αυτές τις περιπτώσεις σημαίνει:

- αβλεπί, χωρίς δεύτερη σκέψη, αβολοντέ, χύμα, έως και με ντου...
- σίγουρα, αυτονόητα, στάνταρ, κάργα, ψήνομαι....

  1. - Το αδερφάκι σου μου χει σπάσει τα νεύρα φίλε... θα του την πω, δε γίνεται....
    - Ανοιχτά μαλάκα, μην κολλάς, άμα τον παίζει χώσε τον, καλό του κάνεις....

  2. - Την καθίζουμε την πρόκα στον αρχιδάκο;
    - Ουου, ανοιχτά, να πα να γαμηθεί ο λούλης....

  3. - Την πέφτω στο Μαριώ απόψε, έτσι; - Ανοιχτά δικέ μου, κι εγώ μαζί σου....
    - Χμμμμμ, λες;

  4. - Να κάνω clopy paste αυτή την εισαγωγή ρε συ;
    - Ανοιχτά! Μη μασάς ρε, πάρε ό,τι γουστάρεις....

  5. - Λέμε και στον Παύλο για το εκδρομάκι;
    - Ανοιχτά!

  6. - Μάλλον νίτσα η Ξένια, ε;
    - Ανοιχτά!... μη σε ξεγελάει το μουτράκι και το υφάκι, στο interrail είχαμε μείνει μαλάκες, είχε πάει με την Ευρώπη των 25....

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ’ αρχήν η ευρυχωρία και είναι λεξικογραφημένο.

Στην σλανγκική της χρήση σημαίνει άνετα περιθώρια όχι μόνο σε χώρο αλλά και σε χρόνο και σε χρήμα, ακόμα και σε ηθικούς περιορισμούς. Χρησιμοποιείται συνήθως στην έκφραση «άπλα είμαι», έτσι, ως επίρρημα και πριν από το ρήμα. Σε αυτήν την σύνταξη μπορεί χαλαρά να παραφραστεί με την έκφραση «είμαι άνετος». Μόνη της ως λέξη, εκτός από τις προηγούμενες σημασίες, μπορεί να δηλώνει πιο γενικά ευχαρίστηση ή αποδοχή, κάτι σαν το «γουστάρω» ή το «σωστός».

Προς το παρόν το έχω ακούσει μόνο στην Βόρεια Ελλάδα.

  1. - Έλα, για πες τώρα που βρήκα σήμα, πότε φεύγει το αεροπλάνο;
    - ...μπλα μπλα...
    - Τσεκίν μισή ή μία ώρα νωρίτερα;
    - ...μπλα μπλα...
    - Ε εντάξει ρε, άπλα είσαι.... Άπλα σου λέω!... Ναι, ναι... Τελειώνω το game κι έρχομαι να σε πάρω... Βρε θα περιμένεις κι όλας εκεί! Ώχου... Δεν ακούς τη γριά πουτάνα...

  2. - Άντε, ψήσου!
    - Ντάξει ρε παιδιά, να πάμε κωλομπαρότσαρκα αλλά ένα εικοσάρικο έχω στην τσέπη.
    - Άπλα είσαι! Για το χαβαλέ πάμε ρε συ, για ένα ποτάκι σου φτάνουν. Τώρα άμα γκαυλώσεις και θέλεις κόλπα, άλλο εκείνο...

  3. Από εδώ:
    - Ο anelka, συγγνώμη για την έκφραση, είχε ύφος στα αρχίδια μου, εδώ ήρθαμε πάμε να φύγουμε. Ρε παιδιά, γαμάτο blog τώρα το πήρα χαμπάρι, θα με φορτωθείτε τώρα.
    - Scarface εκφράσου ελεύθερα, άπλα είμαστε. Αν έρχεσαι με οπαδικό κασκόλ καλοδεχούμενος!

  4. - Να τα και τα μπυρόνια!
    - Άπλα!

(από patsis, 10/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια έκφραση που όπως ξέρουμε όλοι σημαίνει «εύκολο».

Μας ενδιαφέρει όμως επειδή αναφέρεται συγκεκριμένα και στα θέματα εξετάσεων (βλ. Πανελληνίων). Κατά τα καλοκαίρια της δεκαετίας του '90 ειδικά, είχε γίνει σωβρακολάστιχο και από τα ΜΜΕ αλλά και από τους μαθητές που μιλούσαν στους δημοσιογράφους που περίμεναν έξω από τα εξεταστικά κέντρα.

Παίζει σε ένα δίλεπτο ρεπορτάζ, η λέξη «βατό» να ακουγόταν 20 φορές.

Το αξιοπερίεργο είναι ότι αν τελικά ΟΛΑ τα θέματα ήταν βατά, τότε γιατί αποτελούσε γεγονός άξιο αναφοράς;;;;;

Παρουσιαστής: - Περνάμε τώρα στις Πανελλήνιες. Βατά χαρακτήρισαν καθηγητές μαθητές τα σημερινά θέματα της Ιστορίας. Περισσότερα, από τον ρεπόρτερ μας Τάδε Ταδόπουλο.
Ρεπόρτερ: - Κυρίες και κύριοι, τα θέματα της Ιστορίας ήταν βατά. Ας δούμε τι μας είπαν οι μαθητές.
Μαθητής 1: - Πιστεύω τα θέματα ήταν βατά. Καλά τα πήγα μάλλον.
Μαθήτρια 2: - Τα θέματα; Ναι, βατά ήταν.
Μαθητής 3: - Ναι, βατά ήταν τα θέματα.
Μαθητής4: - Μάλλον βατά ήταν.
κοκ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μέσα! Με τρέλα! Απολύτως, εντελώς!

  1. - Λέω να πάρω τα κορίτσια να πάμε για κάνα ποτό, είσαι μέσα;
    - Για πλάκα! Το ρώτας;

  2. - Τριανταφυλλίδης είπες; Πόντιος είσαι;
    - Ναι ρε, για πλάκα!

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κανονικώς επίρρημα, που εις την καθομιλουμένην σλανγκικήν προσλαμβάνει χροιάν επιφωνήματος. Το πετάμε συνήθως στο τέλος μιας ορισμένης φράσης του συνομιλητή μας (ή και κάποιου άλλου ξεκάρφωτου, που έτυχε να τον πάρει τ' αυτί μας) ως έκφραση ενθουσιασμού / επιδοκιμασίας. Εξυπακούεται πως ο ενθουσιασμός / επιδοκιμασία μπορεί να ενέχουν λανθάνουσα ειρωνεία, αν και είναι τις πιο πολλές φορές δύσκολο να χαραχθούν με ακρίβεια τα όρια ανάμεσα στην ειρωνική και τη μη ειρωνική χρήση μιας έκφρασης.

Με δυο λόγια, το «εύκολα» μπορεί να αποδοθεί ως «καλή φάση!», τζάμι, «ωραίος ο παίχτης!», ουάου, «τέλεια!», «ψώνιο!» κ.ο.κ. Διατηρώντας εντούτοις και την ανάμνηση της ορίτζιναλ επιρρηματικής σημασίας του, επισημαίνει ειδικότερα την χαλαρότητα / ευκολία / ανετίλα / στιλ / αρχοντιά / μαγκιά με την οποία επραγματώθη το περιεχόμενο της σχολιαζόμενης φράσης.

Εκτός από ανταπόκριση σε φιλόδοξη-ματαιόδοξη φραστική πιρουέτα, το «εύκολα!» σκάει επίσης στο καπάκι μιας παλικαριάς / ταρζανιάς/ ζεϊμπεκιάς. Η λειτουργία του είναι ομοίως επιδοκιμαστική. Η ταρζανιά δεν είναι απαραίτητο να ανήκει σε άλλον, αλλά μπορεί να πιστώνεται στον ίδιο τον σχολιαστή της. Εν τοιαύτη περιπτώσει το «εύκολα!», ως αυτοσχολιασμός, ισοδυναμεί με το «είμαι και πολύ γαμάουα!», «φτου σου αγορίνα μου», «καυλώνω με την πάρτη μου», «είμαι θεός ήλιος καλοκαιρινός» κ.ο.κ.

To «εύκολα» απαντάται συνήθως εις το τετράγωνον, ήτοι «εύκολα, εύκολα!» Η επανάληψη προσδίδει αφενός έμφαση στην εκδήλωση ενθουσιασμού, ενώ αφετέρου πιστοποιεί την σλανγκική χρήση του όρου (ενώ το απλό «εύκολα» φαίνεται πιο τετριμμένο και δημιουργεί στους άσχετους την ψευδαίσθηση εξοικείωσης με τη γλώσσα του δρόμου).

Είναι από κείνες τις λέξεις-πασπαρτού που, χωρίς να σημαίνουν και ιδιαίτερα πράγματα, σου κολλάνε μια ορισμένη περίοδο: τις χρησιμοποιείς κατά κόρον μέχρι που σιχαίνεσαι τη ζωή σου (βλ. συναφές σχολιάκι του Τζίζα στο λήμμα τίμιος). Πιο παλιά ένα τέτοιο πασπαρτού ήταν π.χ. το πώρωση / πωρώνομαι/ υπερπώρωση / πωρωτικός κλπ, ενώ σήμερα παίζει άγρια το αλεφάντειο τα πάντα όλα. Όπως όμως όλα τα πράγματα, έτσι κι οι σλανγκιές ζουν μια δική τους ζωή, με τις εξάρσεις και τις υφέσεις στη χρήση τους. Μια ξεχασμένη έκφραση μπορεί να ξεθαφτεί απ’ το χρονοντούλαπο με ελαφρώς παραλλαγμένη σημασία και να γνωρίσει νέες δόξες. Το σωστό για τις σλανγκιές που παίζουν μέχρι αηδίας για μια περίοδο, δεν είναι να γίνονται totally discarded μετά το πέρας της αρχικής καύλας. Οφείλουμε να τις ενσωματώνουμε φυσιολογικά στον καθημερινό street λόγο μας, χρησιμοποιώντας τις λελογισμένα, εκεί που πραγματικά κολλάνε και χωρίς υπερβολές.

  1. - Φίλε, θυμάσαι την ξανθιά που σου 'πα πως γνώρισα στον Πετρέλη; Της έστειλα και κανονιστήκαμε για σήμερα το βράδυ! Θα φέρει και μια φίλη της λέει!
    - Εύκολα, εύκολα!

  2. (μόλις έχει σκάσει ο φοσμπά)
    - Έλα να γυρνάει!
    - Ρε θηρίο που το κονόμησες το σταφ; - Καλό ε;
    - Μόνο καλό; Αγγελούδι σε λέω…!
    - Εύκολα, εύκολα... (καμαρώνει ο provider)

  3. (στο gym, μετά από επιτυχημένη προσπάθεια στα 140 kg πάγκο)
    - ΕΥΚΟΛΑ, ΕΥΚΟΛΑ! (o επιτυχών με στεντόρεια φωνή, μην τυχόν μείνει κανείς που δεν άκουσε)

Βεβαιωτικά επιρρήματα και φράσεις: αβλεπί, αεράτα, άκοπα, ανοιχτά, για πλάκα, γκαραντί, εύκολα, κανονικά, σβηστά, στάνταρ, χαλαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εναλλακτική διαδρομή (συνήθως μέσα από στενά όπου ο μέσος οδηγός χάνεται) όταν η υπό Κ.Σ. συντομότερη διαδρομή έχει κίνηση.

Το ρίσκο της επιλογής αυτής είναι να βρεθεί μπροστά σου ο μπαρμπα-Μπρίλιος με τη μαούνα, ο λούλης με το Σμαρτ, η σκουπιδιάρα, να είναι κλειστά τα στενά από τη λαϊκή, ή να έχει μάθει ο πολύς κόσμος την καβάντζα, οπότε πήζει κι αυτή και πας και κει καροτσάκι.

Εννοείται ότι οι κάτοικοι υποφέρουν από την εναλλακτική αυτή, γιατί εκεί όπου είχαν ησυχία, τελικά κάθε μαλακοπίτουρας περνάει μπροστά από το σπίτι τους.

Στάδια:

1995 κέ θα έλεγε κανείς:
Όταν πήζει η λεωφόρος πάω από τις καβάντζες.

Γύρω στο 2002 όμως:
Τώρα πια ακόμα και στις καβάντζες έχει κίνηση...

2008:
Τώρα πια όλοι πάνε από τις καβάντζες και η λεωφόρος είναι κάπως πιο κουλ.

Τελικά (2012):
Έχει και ένα καλό η κρίση, δεν παίρνει ο πάσα ένας το αυτοκίνητο και οι δρόμοι είναι χαλαροί, δεν χρειάζεται πια να πηγαίνεις από τις καβάντζες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρητορική ερώτηση. Ακολουθεί νοερώς ισχυρότατη άρνηση, διότι κανένας άνθρωπος δεν κωλώνει στην κατηφόρα. Την κατηφόρα μπορείς να την διασχίσεις και κουτρουβαλώντας που λέει ο λόγος, τεσπά χωρίς ιδιαίτερο κόπο. Το πεζικό έρχεται στην εικόνα για να της δώσει έμφαση, αφού η εκπαίδευσή του περιλαμβάνει πολλά χιλιόμετρα πορείας, καταλήψεις υψωμάτων, πυρ και κίνηση και τα παρόμοια, κάνοντας την κατηφόρα να μοιάζει παιχνιδάκι (βλ. βρωμοπόδαρος, Τ/Φ).

Η έκφραση λέγεται για να βεβαιώσουμε μετ' επιτάσεως τον συνομιλητή μας ότι διαθέτουμε το κουράγιο, τον τσαμπουκά, το τσαγανό να ανταποκριθούμε σε μια δύσκολη κατάσταση ή ότι η πρόκληση που αντιμετωπίζουμε πραγματικά δεν είναι ούτε απαιτητική ούτε απειλητική για εμάς.

  1. - Λοιπόν, να σου χρεώσω και τρεις πλαστογραφίες;
    - Ναι ρε μπος, μέσα, δώσε ό,τι έχεις!
    - Μπράβο όρεξη... Κοίτα, μη σε βρω καμιά μέρα τέζα πάνω στις δικογραφίες. Αντέχεις;
    - Κωλώνει το πεζικό στην κατηφόρα;
    - Εσύ ή ξεσκίζεσαι στον μπούτσο ή δεν γαμείς καθόλου, δεν εξηγείται αλλιώς τόση αποδοτικότητα...

  2. - Να σου πω ρε αρχηγέ, εσύ που ξέρεις από κουμπιούτερ και τέτοια, μπορείς να βρεις τίποτα φωτογραφίες της γης από τη σελήνη για μια εργασία του γιου μου;
    - Ναι ρε συ, το συζητάς;
    - Σίγουρα δεν σου είναι κόπος ε;
    - Όχι ρε, τι λες τώρα; Κωλώνει το πεζικό στην κατηφόρα;

βλ. αυτοκτοσχόλιο (από GATZMAN, 19/09/09)

Κωλώνουν ο Βούδας, ο Φούντας, το πεζικό στην κατηφόρα;... Σχετικά: κωλώστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσταγμα ή προτροπή που προτρέπει τον πλησίον να αφήσει τα δύσκολα μονοπάτια, και να κάνει κάτι ευκολότερο από αυτό των δυνατοτήτων του. Εμπνευσμένο από το γνωστό παιχνίδι μπουλώ (bouleaux) ή αλλιώς γνωστό ως πιλλότα, όπου το να παίξεις τα κόζια ή αλλιώς ατού, δείχνει την σίγουρη και απλή κίνηση.

- Σήμερα άμα πάμε για μπάλα, θα παίξω στόπερ...
- Ρε παίξε κόζια, που θες να παίξεις στόπερ, μέχρι χτες δεν ήξερες τι σχήμα έχει η μπάλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified