Από την παλιά διαφήμιση απορρυπαντικού πιάτων «στη Βιλαρίμπα ακόμα τρίβουνε» (τα ταψιά).
Έχει γίνει συνώνυμο της αγγαρείας στα μαγειρεία.
- Γεωργίου και Δημητρίου, απόψε θα πάτε στη Βιλαρίμπα!
Από την παλιά διαφήμιση απορρυπαντικού πιάτων «στη Βιλαρίμπα ακόμα τρίβουνε» (τα ταψιά).
Έχει γίνει συνώνυμο της αγγαρείας στα μαγειρεία.
- Γεωργίου και Δημητρίου, απόψε θα πάτε στη Βιλαρίμπα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λεξιπλασία που προκύπτει από το ελληνικό ρήμα «έρπω» και την απαρεμφατική κατάληξη («γερούνδιο») της αγγλικής «-ing».
Υποδηλώνει το mode κίνησης «ένα-με-το-χώμα», όπου το υποκείμενο προχωρά μπρούμυτα έχοντας πλήρη επαφή με το έδαφος.
Συναντάται κατά κόρον στον ένδοξο Ε.Σ.
Got a better definition? Add it!
Άλλο ένα ψευδαγγλικό γερούνδιο της στρατιωτικής αργκό που δηλώνει αγγαρεία, πρβλ. φύλλινγκ (feeling), πύλινγκ, γόπινγκ. Εν προκειμένω πρόκειται για την περισύλλεξη των καλύκων από τις σφαίρες μετά την βολή στο πεδίο βολής.
Καλά, νταξ, να κάνουμε βολή να ξεκαυλώσουμε, αλλά ποιος κάνει κάλινγκ μετά;
Got a better definition? Add it!
Στη στρατιωτική slang, η αγγαρεία που σε βάζουν να μαζεύεις τις κάμπιες (την άνοιξη) από τα πεύκα και γενικά από όλο το στρατόπεδο.
Προέρχεται από την «κάμπια» και την αγγλική κατάληξη -ing.
- Τελειώσαμε με το γόπινγκ, κύριε λοχία.
- Ωραία. Τώρα πάτε για κάμπινγκ.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Λόχος Υποστήριξης Τάγματος.
Σε κάθε μηχανοκίνητο τάγμα ο λόχος που προορίζονται οι χειριστές των βαρέων όπλων του τάγματος (όλμοι, Α/Τ κλπ).
Επειδή πολλές φορές χρεώνονται όλο το χώσιμο των αγγαρειών υποτιμητικά αποκαλείται απο τις σειρές Λόχος Υπερβολικής Ταχύτητας.
-Σε ποιon λόχο σε τοποθέτησαν νέο;
-Στο Λ.Υ.Τ.
-Ετοιμάσου για τρέξιμο...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η υπηρεσία του αξιωματικού πύλης ή η σκοπιά του οπλίτη στην πύλη του στρατοπέδου.
Έχω πύλινγκ νούμερο γερμανικό σήμερα, άσε με να κοιμηθώ.
Got a better definition? Add it!
Ένα από τα γνωστά αθλήματα, του τύπου σκούπα diving, γόπινγκ, φύλλινγκ κλπ, το οποίο αναφέρεται στο ράψιμο.
- Γυναίκα, από το πουκάμισο λείπει ένα κουμπί.
- Ε και εγώ τι να κάνω;
- Ράφτινγκ να κάνεις μωρή, τι άλλο;
Got a better definition? Add it!
Υπάρχουν τρεις μεγάλες και συχνά αλληλοκαλυπτόμενες κατηγορίες σκαταδούρας:
Λολοπαίγνιο, εν πάτση περιπτώσει, στην σκαρταδούρα.
1.
Αλεξη προσεξε δεν θελουμε κι αλλους ΔΟΥΡΕΙΟΥΣ ΙΠΠΟΥΣ .Μαζεψαμε ολο το..βαθυ ΠΑΣΟΚ μην παρουμε και τη σκαταδουρα που εχει σκοπο να μας διαλυσει
2.
Αυτο απ την αλλη βολευει τους καθηγητες γιατι αυτοι ασχολουνται με «σοβαρες» δουλειες και βαζουν τους κατωτερους να βγαλουν την σκαταδουρα
3.
Για κοιτάξτε προσεκτικά τη σκαταδούρα που επιπλέει στην περιοχή που οι αγωγοί είναι σπασμένοι και όλη η δυτική Ιτέα βρωμάει!
Got a better definition? Add it!
Το σκούπισμα, ως παράφραση της υποβρύχιας κολύμβησης, του scuba diving. Έτσι δίδεται στη συγκεκριμένη ενασχόληση μία πιο αθλητική και trendy χροιά.
- Εγώ, κυρία Σούλα, ασχολούμαι συστηματικά με το bird watching, το horse riding και το scuba diving.
- Και εγώ, αλλά μόνο με αυτό το τελευταίο που είπες, το σκούπα diving. Έχω σκουπίσει αυλές εγώω (χαρακτηριστική κυκλική κίνηση του χεριού).
Got a better definition? Add it!
Λολοπαιγνιώδης χαριτωμενιά για την φασίνα που παραπέμπει στη λέξη fascination. Παμπάλαιος μπαμπαδισμός.
Δες και -έισον, -έισιον.
Got a better definition? Add it!