Έτσι ακριβώς, όχι «σε τι φάση» ή «για τι φάση», ούτε «σε φάση».

Γενική πασπαρτού ερώτηση, διατυπώνεται προς αναζήτηση πληροφοριών από το συνομιλητή. Ο αρχικός ομιλητής ξέρει ότι δεν αρθρώνει σαφή ερώτηση και, συνεπώς, οι απαντήσεις που θα λάβει ίσως να είναι ξεκάρφωτες, αλλά από κάπου πρέπει να ξεκινήσει η έρευνά του.

Σε αυτήν την τόσο ελλειπτική πρόταση, η πιο πεζή ερμηνεία είναι να εννοείται, ως πλήρης πρόταση, η «τι φάση είναι (αυτή)», ή εναλλακτικά, «για τι φάση πρόκειται» (παράδειγμα 1). Προτείνω, ωστόσο, και την ενδιαφέρουσα εκδοχή το ουσιαστικό «φάση» να χρησιμοποιείται στη θέση του ρήματος «παίζει» (παρ. 2).

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται μάλλον για νεολογισμό. Προσωπικά το έχω ακούσει μόνο τα τελευταία 3-4 χρόνια.

  1. Από εδώ:
    Το r5 τι φάση; λέτε ότι τραβήχτηκε με κάμερα από cinema αλλά τέλεια στημένη και ρυθμισμένη ή με κάποιο «hack» τρόπο έγινε αντιγραφή απτό δωμάτιο με τον προβολέα σε ψηφιακό μέσο;

  2. Από εδώ:
    Ερωτηση... Η sim στο 1020 ειναι κανονικου μεγεθους ή παιρνει μικροτερες sim κτλ..; Κατι διαβαζω οτι δινεις σε καταστημα να σου «κοψουν» την sim.. Τι φαση;

Βλ. και στα παραδείγματα των ορισμών για τα λήμματα πιστόλι και say hello to my little friend.

(από Khan, 17/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακόμα + ρήμα στον ενεστώτα

Έκφραση για να δηλώσουμε, μέσω ειρωνείας, παράπονο ή και κριτική για την αθέτηση μιας υπόσχεσης ή μιας παροχής που μας οφειλόταν. Πολύ συχνά πρόκειται για υποσχέσεις για τις οποίες μας είχαν διαβεβαιώσει ξανά και ξανά ότι θα τηρηθούν, πριν τελικά το πάρουμε απόφαση ότι αυτό δεν θα γίνει.

Πιθανολογώ ότι από εκεί βγήκε και η έκφραση: ο υποσχεσάκιας επαναλαμβάνει «έρχομαι, έρχομαι», υποτίθεται σήμερα το απόγευμα, αύριο πρωί-πρωί, μες στο σουκού, από Δευτέρα κλπ, ώστε κάθε δεδομένη χρονική στιγμή μπορείς να πεις ότι «ακόμα έρχεται».

Βλ. και ο Χ για Υ πήγε και Υ έγινε. Επίσης βλ. και ποιον πρέπει να γαμήσω, στο Βιλαμπάχο ακόμα τρίβουν.

  1. Από εδώ:

εμείς κάναμε ΤΡΕΙΣ μήνες να πάρουμε το καροτσάκι, το καθισματάκι ακόμα ερχεται, τους το άφησα και εγώ αμανάτι και το παρήγγειλα από το νετ και ευτυχώς το έχω

  1. Από εδώ:

- Έχω δοκιμάσει να αλλάξω μπαταρία και να κάνω αυτό με τι μίζα και τα 10 δευτερόλεπτα αλλά τίποτα.
- Εγώ ξέρω τι πρέπει να κάνεις,αλλά δεν σου λέω,γιατί ακόμα έρχεσαι να μου φτιάξεις το κομπιούτερ.

  1. Από εδώ:

οι μόνες φιγούρες που μου έμειναν. μάλιστα τον he-man τον αγόρασα από παλιό κατάστημα μεταχειρισμένο πριν ένα μήνα. ο ξάδερφος μου ο χρήστος δανείστηκε παλιά το δίδυμο της φωτογραφίας και ακομα μου τα επιστρέφει!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμότατα αόριστη έκφραση-καραμέλα της καθομιλουμένης, που χρησιμοποιείται για να πει κανείς με κοινωνική κομψότητα, ότι κάτι δεν πρόκειται να γίνει ποτέ.

Ομοίως: (νταξ / θα δούμε / θα το κανονίσουμε / κάπως θα γίνει / ε-τελείωσε / στάνταρ / έγινε / θα τα βολέψουμε / μη σε νοιάζει / θα τα βρούμε / το 'χω / γκαραντί / ακούμπα πάνω μου κλπ) = αρχίδια.

Όσο δε περισσότερες αοριστολογίες χρησιμοποιούνται, τόσο πιο φλου η συνεννόηση και η πραγματοποίηση των λεγομένων όλο και ξεμακραίνει, σαν αερόμπαλα που την πήρε το κύμα (Σ.Σ. εδώ υπάρχει πόνος)...

Π.χ. βαθμηδόν:

Α. Άμα είναι, θα περάσω να σε πάρω με το αμάξι (= και μπορέλι).
Β. Άμα είναι, να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι (= δεν το κόβω).
Γ. Άμα είναι, θα σε πάρω τηλέφωνο, να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι (= ναι αμέ).
Δ. Άμα είναι, θα σε πάρω τηλέφωνο κάποια στιγμή, να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι (καααλά).
Ε. Άμα είναι, παίζει να κανονίσουμε, να σε πάρω με το αμάξι. Αν δεν απαντήσω, θα σε πάρω εγώ μετά να σου πω που είμαστε, άμα είναι να 'ρθεις ( = το μόνο σίγουρο).
ΣΤ. Έλα να με πάρεις εσύ με το αμάξι (χωρίς άμα είναι)...

1.
- Για κάτσε να δω αν έχω το τηλέφωνό σου...
- Έχω εγώ το δικό σου.
- Α, εντάξει. Άμα είναι πάρε κανα τηλέφωνο να βρεθούμε!
- Εννοείται!

2.
- Πάρε καμιά μέρα την γυναίκα και τα παιδιά κι ελάτε απ' το σπίτι να φάμε!
- Ναι, άμα είναι θα κανονίσουμε!

3.
- Δε μου λες, πότε σκοπεύεις να διαβάσεις για το αυριανό;
- Άμα είναι, μόλις τελειώσει το ματς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι χρήσεις αυτής της λέξης έχουν γενικά λεξικογραφηθεί.

Υπάρχουν δύο αδόκιμες εκφράσεις που την χρησιμοποιούν, παράγοντας ένα ιδιαίτερο νόημα. Και στις δύο, το «για» χρησιμεύει για να αποδώσει μια ιδιότητα στο αντικείμενο του ρήματος. Επίσης εννοείται ότι το αντικείμενο του ρήματος μπορεί να είναι οποιαδήποτε προσωπική αντωνυμία β' ή γ' προσώπου (σε, τον, την κλπ).

  1. να/μην σε γαμήσω για + ιδιότητα και πιο ήπια να/μην σε βράσω για + ιδιότητα

    Αναγνωρίζουμε ότι το αντικείμενο του ρήματος έχει την συγκεκριμένη ιδιότητα αλλά ότι δεν ενεργεί σύμφωνα με αυτήν, ότι παρουσιάζει απρόσμενα διαφορετική συμπεριφορά, και μάλιστα σε βάρος μας. Συνήθως μιλάμε για ανευθυνότητα, ανικανότητα, σταρχιδισμό ή αντιεπαγγελματισμό.

    Το ρήμα πάντα σε υποτακτική αορίστου.

    Πηγα να κανω update se 4.1 και εγηνε μαλακια εκανε ρεστορ και τωρα δεν το δεχετε στο itunes λεει οτι δεν υποστηρηζει τον carrier κανεις Πειραια να βοηθησει μην το γαμησω για κινητο

    Από εδώ

    Η πιο συνηθισμένη της μορφή είναι «να σε γαμήσω για παιδί». Η διάθεση μπορεί να είναι από φιλικά πειραχτική μέχρι μετρίως επιθετική, όχι όμως παραπάνω. Η λέξη «παιδί» χρησιμοποιείται χάριν οικειότητας και ανεκτικότητας, περιορίζοντας την σκληρότητα όλης της φράσης.

    - ρε μαλάκα όντως δεν μπαίνει μη μελος στο ελ κλασικο;
    - ναι.
    - ε να σε γαμήσω για παιδί

    Από εδώ (Σ.ς. Ο ομιλών ηθελημένα καθ' υπερβολήν δέχεται ότι για τα άσχημα νέα ευθύνεται ο συνομιλητής του.)

    Να σε βρασω για παιδί Πεμπτη βρηκες δουλέυω αρε μπαγασα και ειδικα Υμηττό γουσταρα μεσα στον Αυγουστο αλλα με τις άδειες δεν ετυχε να μαζωκτουμε...

    Από εδώ

    - Στον Ναπολέοντα στους Καλαρρύτες πήγες ωρέ;
    - που; ποιος;;;;;; ηταν εκει και δεν μουπε να του κανω ενα πορτραιτο;;;;;;
    - Άααααααχ!!! Να σε βράσω για παιδί!!!!

    Από εδώ

  2. σε πληρώνω για άνθρωπο

    Αποδίδει την ιδιότητα του ανθρώπου σε κάποιον ακριβώς για να την αμφισβητήσει δηκτικά. Εννοεί ότι θα πληρώσουμε (και κυριολεκτικά και ως τιμωρία) για βλάβη που επιφέραμε σε κάποιον ενώ φταίει αυτός ο κάποιος· και φταίει σε τέτοιο βαθμό που δεν είναι άνθρωπος, είναι ζώον (με την κλασική υβριστική σημασία).

    Όταν του είπα ότι καλώδιο το άλλαξα πριν μια εβδομάδα και έβαλα FTP καλώδιο μέχρι πάνω,και του προσθέτω ότι για ένα πρόβλημα που υπάρχει πάνω από 15 χρόνια φταίει ένα καλώδιο που υπάρχει 1 εβδομάδα ο θρασύς μου απάντησε δεν ξέρω.Το πως δεν τον πέρασα από την τζαμαρία της πολυκατοικίας να τον πληρώνω για άνθρωπο τον βρωμιάρη.

    Από εδώ

    Οι χρόνοι είναι σημαντικοί: σε ενεστώτα με σημασία μέλλοντα (Μην πεταχτεί πάλι καμιά γειτόνισσα μπροστά μας και μετά την πληρώνουμε για άνθρωπο), σε εξακολουθητικό μέλλοντα (Αν πάθει κάτι ενώ σου κάνει τις επισκευές θα τον πληρώνεις για άνθρωπο), σε υποτακτική ενεστώτα (Και πες ότι παθαίνεις καμιά πνευμονία στην σκοπιά, εγώ δηλαδή μετά [ενν. πρέπει] να σε πληρώνω για άνθρωπο;).

    Δευτερευόντως η φράση χρησιμοποιείται μόνο με την απαξιωτική της λειτουργία, χωρίς να ενυπάρχει ενδεχόμενο βλάβης του ανθρώπου-αντικειμένου του ρήματος.

    Δεν κάνουν τίποτα και μας στοιχίζουν κάθε χρόνο έναν σκασμό λεφτά! Και ρωτάω. Γιατί ρε σαρδανάπαλε να σε πληρώνω για άνθρωπο από την στιγμή που έρχομαι στο γραφείο της υπηρεσίας που δουλεύεις και μου συμπεριφέρεσαι σαν να είμαι μεταλλαγμένος με τσουτσούνι για μύτη και μεταδοτική ασθένεια;

    Από εδώ

Βλ. και το λήμμα α να σε γαμήσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τύπος ευκτικής μέλλοντος μαζί με υποτακτική.

Σημαίνει και αντικαθιστά ενδεικτικά τα παρακάτω:

  • θα ήθελε να
  • θα έπρεπε να
  • θα πρέπει να
  • θα όφειλε να
  • θα μπορούσε να
  • θα μπορεί να κλπ

    Λέγεται λίγο αστεία, περιπαικτικά, ειρωνικά, φολκλορικά, ερωτηματικά.

  1. - Και δε μου λες; Πώς θαλανά δουλέψει αυτό το μαραφέτι;

  2. - Και τώρα, όλοι μαζί θαλανά πάμε εκεί και μετά να γυρίσουμε;

  3. - Σήμερα το βράδυ αυτός θαλανά 'ρθει εδώ.

  4. - Καλά φτάσαμε στο χωριό σου. Τι θαλανα κάνουμε τώρα μες σ' αυτή την ερημιά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δυσπιστίας έναντι επικαλουμένων ιδιοτήτων κομπορρήμονα συνομιλητή. Δηλαδή, εννοείται «πού τα 'χεις δει αυτά που λες», «πού γίνονται αυτά» κ.λπ., αντικαθιστώντας την ανύπαρκτη χρονική διάσταση των εικαζομένων επιτευγμάτων «πότε;», το οποίον υφίσταται μόνον ως απάντηση (βλ. παλιά στο Τέξας κ.λπ.) με αναφορά σε τοπική αναρμοδιότητα. Συνήθως, χρησιμοποιείται με το πρόσφυμα «μωρέ», ενώ το «πού» μπορεί να επαναλαμβάνεται.

Χαρακτηριστικά, η επίθεση τόνου στην αντωνυμία «πού», την τρέπει από αναφορική σε ερωτηματική, αλλάζοντας εντελώς το νόημα της πρότασης. Π.χ. (Καββαδίας 7 Νάνοι στο S/S Cyrenia): «Ραμάν αλλήθωρε τρελέ, που λύνεις μάγια» σε «Ρε αμάν αλλήθωρε τρελέ, πού λύνεις μάγια;» (δηλαδή σιγά μη λύνεις και μάγια τρομάρα σου, δεν κοιτάς την τύφλα σου)...

  1. - Εγώ που λες αυτήν εκεί πέρα, την έχω γαμήσει!
    - Πού μωρέ σκουράτζο; Πού;

  2. - Όταν ήμουν λοιπόν σημαιοφόρος στο σχολείο...
    - Άσε ρε βίδα! Πού βρε; Σε σχολείο πυγμαίων πήγες;

εδώ Τσάρος (από johnblack, 06/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απολεξικοποιημένα ρήματα με ευρύτατη χρήση στη σλανγκ και γενικότερα στον οικείο, ανεπίσημο λόγο.

Απολεξικοποιημένα ρήματα είναι εκείνα που, μαζί με ένα ουσιαστικό, αντικαθιστούν το μονολεκτικό ρήμα που αντιστοιχεί στο ουσιαστικό. Π.χ. αν αντί να σας ενημερώσω πούμε να σας κάνω μια ενημέρωση, το κάνω είναι απολεξικοποιημένο ρήμα: δεν έχει λεξική έννοια που να προσθέτει κάτι στην έννοια του ουσιαστικού, φέρει μόνο γραμματικές πληροφορίες (πρόσωπο, αριθμό, χρόνο, διάθεση).*

Τα ρήματα ρίχνω, τρώω και πέφτω, ως απολεξικοποιημένα, χρησιμοποιούνται ως εξής:

-ρίχνω + αντικείμενο: εκφράζει μία πράξη από τη σκοπιά εκείνου που την πράττει (ενεργητική διάθεση), π.χ. ρίχνω ξύλο [σε κάποιον] = δέρνω [κάποιον].

-τρώω + αντικείμενο: εκφράζει την ίδια πράξη, από τη σκοπιά εκείνου που τη δέχεται (παθητική διάθεση), π.χ. τρώω ξύλο [από κάποιον] = [κάποιος] με δέρνει.

-πέφτω, με υποκείμενο τη λέξη που στις δύο προηγούμενες συντάξεις ήταν υποκείμενο: εκφράζει την ίδια πράξη, με μία σκόπιμη αοριστία τόσο ως προς τον δρώντα όσο και ως προς τον δέκτη, π.χ. πέφτει ξύλο = κάποιοι δέρνουν κάποιους, δε μας αφορά, πάμε πιο πέρα καλύτερα.

Το αντικείμενο του ρίχνω και του τρώω και το υποκείμενο του πέφτω εκφέρονται συνήθως με κάποια αοριστία ως προς την ποσότητα: αν μεν πρόκειται για μη μετρήσιμο ουσιαστικό, όπως το ξύλο, εκφέρεται χωρίς άρθρο ή μαζί με δείκτες όπως πολύ, λίγο. Αν είναι μετρήσιμο, τότε εκφέρεται στον μεν ενικό με αόριστο άρθρο (π.χ. ρίχνω έναν πούτσο) ή με την αόριστη αντωνυμία κανένας, (π.χ. θα ρίξω καμιά Χριστοπαναγία), στον δε πληθυντικό με άλλες αόριστες αντωνυμίες όπως κάτι, τίποτα (π.χ. φάγαμε κάτι κολλήματα) ή ασυνόδευτο (π.χ. ρίχνω ύπνους).

Υπάρχουν και εξαιρέσεις, π.χ. του 'ριξα δυο σκαμπίλια, αλλά σε γενικές γραμμές ένας κάποιος βαθμός αοριστίας αποτελεί επιδίωξη.

*Πηγή: Μπάμπης.

ρίχνω ξύλο - τρώω ξύλο - πέφτει ξύλο
ρίχνω ένα κατούρημα ρίχνω μάσες - πέφτουν μάσες
ρίχνω ένα βρισίδι - τρώω ένα βρισίδι - πέφτει βρισίδι
ρίχνω ύπνους - έπεσαν (κάτι) ύπνοι
τρώω ήττα
τρώω φλασιά
τρώω φρίκη
τρώω πακέτο
τρώω σούπα / χύμα / σαβούρδα / γλίστρα
ρίχνω ένα καβγά - έπεσε ένας καβγάς
ρίχνω χυλόπιτα / τρώω χυλόπιτα / έπεσε [η] χυλόπιτα
ρίχνω ένα σάλτο
έπεσε ένα τηλεφώνημα
ρίχνω διάβασμα / πέφτει διάβασμα
ρίχνω δουλειά / πέφτει δουλειά
ρίχνω ένα συγύρισμα / ξεσκόνισμα / σφουγγάρισμα
ρίχνω έναν πήδουλο / έπεσε ο σχετικός πήδουλος
ρίχνω έναν πούτσο / τρως έναν πούτσο (εσύ, εγώ ποτέ!) / πέφτει ένας πούτσος
ρίξαμε κάτι χορούς / έπεσαν κάτι χοροί
ρίχνω μια πενιά / έπεσαν κάτι πενιές (δηλαδή παίχτηκε και λίγη μουσική)
έφαγα 5Φ / μου 'ριξε 5Φ / θα πέσουν πολλά Φ (5Φ = πέντε μέρες φυλακή, στο στρατό)
ρίχνω πρόστιμο / τρώω πρόστιμο / πέφτουν πρόστιμα

...και πλείστα όσα άλλα.

Άλλα απολεξικοποιημένα της αργκό: πατάω, πετάω, τραβάω, χτυπάω, χώνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση-απάντηση σε ενθουσιώδεις προτάσεις που μας βρίσκουν αδιάφορους. Κάνει χρήση της βρετανικής τεχνικής της συσσώρευσης (buildup) και της κατάρρευσης (collapse) των συναισθημάτων του ακροατή, ο οποίος από το πρώτο μισό προκαταλαμβάνεται για την ντεμέκ θετική μας στάση και στο δεύτερο μισό τσιμπάει το άκυρό του.

Σ.σ.: Ράντομ σάιενς, μην τα πάρετε τοις μετρητοίς...

- Λοιπόν, πολύ χαίρομαι που βγήκαμε τελικά για έναν φρέντο.
- Κι εμείς Χαρίλαε, κι εμείς! Έτσι αγάπη μου;
- Ναι, ναι...
- Κι όποτε θέλετε και μπορείτε να πάμε στην Πανεπιστημίου, στην Λυρική, που έχει φέτος κάτι παραστάσεις σούπερ!
- Α, τι καλά! Τι λες μωρό μου;
- Να μαζευτούμε να πάτε αγάπη μου...

Mel Brooks, Blazing Saddles, 1974. Το απόσπασμα αφορά τα σχόλια. (από patsis, 25/04/11)

Δες και κάποιος περισσεύεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για εναλλακτική προστακτική του σκύβω.

Παιδία, λέγαμε σγούψε στους φρεσκοκουρεμένους συμμαθητές μας πριν τους δώσουμε το απαραίτητο σκαμπιλάκι.

Με την απώλεια της αθωότητας που επιφέρει ο μπαμπέσης χρόνος, το σγούψε ευλογημένε/η μοιραίως αποκτά σεξουαλική χροιά.

  1. Α ΚΑΙ ΠΡΙΝ ΦΥΓΕΙΣ... ΣΓΟΥΨΕ ΑΛΛΗ ΜΙΑ... ΦΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠΠ.

  2. «Και τώρα οι δυο μας. Σγούψε να σ' τον γκαγκώσω». «Βρε λύσσα κακιά!».

  3. Σγούψε ευλογημένη, στριμώξου για την «ιερή ταπείνωση».

(Από διάφορες φοράδες.)

βλ. και σκύψε ευλογημένη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified