Further tags

Λέγεται σε περιπτώσεις που κάποιος αστειεύεται με έναν ηλίθιο και άκομψο τρόπο. Προέρχεται από εκπομπή του Σεφερλή.

Κανά μπούτσο τρως;
Χούμορ κάνωωωω, χούμοοορ...

(από deathphilosophy, 05/03/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ χοντρή γυναίκα που μοιάζει με φάλαινα, η Φάλαινα Άντερσον. Προφ, πρόκειται για λολοπαίγνιο με το φαλαινοθηρικό, χρησιμοποιημένο και από τον Μάρκο Σεφερλή.

Γιατί μπορεί εμείς να είμαστε ένα niche κομμάτι της αγοράς αλλά το βυζί κανείς δε μπορεί να το σνομπάρει, ειδικά αν η βυζοφέρουσα δεν είναι φαλαινοθηλυκό. (Από το θρεντ «Βυζοπούλες σε μπουρδέλα» του μπουρντέλα ντοτ κομ).

(από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση του αγγλικού Troy Story (απόδοση του Τρωικού Πολέμου) στα Ελληνικά δεδομένα της μάσας και της ρεμούλας.

Ο όρος μάλλον είναι εφεύρεση Σεφερλή, καθώς είχε ανεβάσει ομώνυμη επιθεώρηση το 2012.

- Τελικά τα πήρε ο Άκης απο τα TOR-M1;
- Άσε φίλε....μεγάλο τρώει στόρυ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ενοχλητικός τροβαδούρος που συνηθίζει να ζαλίζει μετά μουσικής τα αυτιά των τριγύρω ανυποψίαστων συνανθρώπων του. Συνοδεύοντας τον εαυτό του με κιθάρα (φοριέται σπανιότερα και το ακορντεόν) και τραγουδώντας ακάλεστος ατελείωτα playlists, είναι σκέτος πειρασμός για ένα καλό μπουγέλωμα (αν τραγουδάει και παίζει άσχημα, τόσο το χειρότερο)!

Συχνότατη κατηγορία τρομπαδούρων είναι οι νεαροί με τις ακουστικές κιθάρες που πολλαπλασιάζονται ραγδαία σε περιόδους διακοπών. Τραγουδούν σε πλοία, τρένα, λιμάνια, πεζούλια, σοκάκια και γενικά σε οποιοδήποτε μέρος βρίσκουν κατά τη διάρκεια των διακοπών τους, με απώτερο σκοπό πάντα να βρουν κάποια Σοφία την οποία θα ρίξουν με την τέχνη τους. Άλλη κάστα τρομπαδούρων είναι τα πλανόδια συγκροτήματα ακαθορίστου εθνικότητος που σκάνε αιφνιδιαστικά σε καφετέριες συνήθως και ζητούν μετά μουσικής τον οβολό των πελατών.

Η λέξη προέρχεται από τον γνωστό λεξιπλάστη και αστειάτορα Μάρκο Σεφερλή (βλέπε και πισωγλέντης, σπασοκλαμπάνιας).

  1. (στο στρατιωτικό νοσοκομείο 401, διάλογος μεταξύ φαντάρων)
    - Τι έχεις ρε σειρά; Χάλια φαίνεσαι!
    - Τι να έχω, γάμησέ τα! Από Λήμνο έρχομαι, βάρεσα υπηρεσία 3-6, μετά έφυγα το μεσημέρι για το λιμάνι φορτωμένος με τα πράγματα, ταξίδευα και 14 ώρες χωρίς καμπίνα με ένα σαπιοκάραβο, προσπαθούσα να κοιμηθώ σε μια ακρούλα που βρήκα στο πάτωμα και είχα και κάτι τρομπαδούρους εκεί που έπαιζαν κιθάρα και με ξυπνούσαν συνέχεια!
    - Πώωω, πίπα κώλο εμπλοκή! Ζήτα αναρρωτική!

  2. (από το «Πλαθολόγιο» του Λύο Καλοβυρνά)
    «Τρομπαδούρος, ο: τραγουδιστής (κατά φαντασίαν) ασύλληπτα κακόφωνος, παντελώς ατάλαντος και εντελώς ανάξιος, που ωστόσο όλο ακκίζεται, κομπάζει και – χωρίς ίχνος συναίσθησης του πόσο γελοίος είναι – ταλαιπωρεί τους πάντες ασκώντας την «τέχνη» του. Π.χ. «- Ρε συ, δεν αντέχω άλλο! Θα τον κρεμάσω άμα συνεχίσει να γκαρίζει, όπως τον Κακοφωνίξ στον Αστερίξ.», «- Μα για ποιόν μιλάς», «- Γι αυτόν τον άχρηστο, τον τρομπαδούρο!». »

Το τραγούδι του Διονυσίου στην αρχή όλα τα λεφτά!!! (από Cunning Linguist, 26/09/10)Τα τρομπαδούρικα! (από Cunning Linguist, 26/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά η λέξη προήλθε από την επιθεώρηση του Σεφερλή «Ο Μπαχαλόγατος» (απέναντι από το πατσατζίδικο του Τζιτζιφιόγκουρα), αλλά στην πορεία απέκτησε την έννοια του Τζιτζιφιόγκου, του Φλώρου.

- Πωπω τον Βρασίδα δεν τον πάω μια!
- Ούτε εγώ, α ρε τον Τζιτζιφιόγκουρα, να ούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδική ασθένεια του σλανγκιστή, που αν μεν την περάσει σε πρόωρα στάδια της ανάπτυξης δεν είναι σοβαρή, αλλά αν την κολλήσει σε μεγάλη ηλικία μπορεί να του δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα.

Συνίσταται στο να κάνεις λογοπαίγνια κακής ποιότητας και μετά να λες αυτάρεσκα: «Καλό, έεε;», όπως ο Μάρκος Σεφερλής. Τα λογοπαίγνια είναι πολύ προφανή ή τραβηγμένα απ' τα μαλλιά, ή απλώς ανόητα και δεν αποτελούν παγιωμένη σλανγκ, οπότε η σλανγκική κοινότητα πρέπει να απαντήσει στο πάσχον από σεφερλίτιδα μέλος της: «Ceci n'est pas slangue!». Και γενικότερα, σε κάθε παρέα θα βρεθεί και κάποιος που θα πάσχει από σεφερλίτιδα.

Ο (υποθετικός) χρήστης Νέωψ ανεβάζει λήμμα «Έχουμε χάσει το μέτρο», με ορισμό: «Το λέμε όταν θέλουμε να μετρήσουμε ένα μέγεθος με μέτρο λ.χ. το ύψος μας, και δεν μπορούμε να βρούμε το μέτρο. Καλό εεε;». Σχόλιο: «Ceci n' est pas slangue! Ceci est σεφερλίτιδα!».

Αδιόρθωτος, ο χρήστης Νέωψ ανεβάζει λήμμα: «βύζα, η» και ορισμό: «Η άδεια παραμονής σε μια χώρα. Η μικρή άδεια παραμονής λέγεται «βυζάκι». Η μεγάλη άδεια παραμονής λέγεται «βυζάρα».
Σχόλιο: «Α, εσύ έχεις οξεία σεφερλίτιδα!».

(από Hank, 23/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κρύο αστείο το οποίο ακολουθεί το στυλ και ύφος του Μάρκου Σεφερλή.

Ακολουθείται συχνά από τη φράση "Αχααα καλοοο εεεεε;" και "Καλό Παπατανάση;".

Γνωστή μάστερ στο είδος σεφερλιά είναι η Χρύσα Ηλιοπούλου με πολλά βραβεία στο ενεργητικό της.

Πήρε τοστ το σαββατόβραδο.

Για να διαβάσεις pdf χρησιμοποιείς acrobat? Εγω χρησιμοποιώ τα μάτια μου.

Got a better definition? Add it!

Published

Λέγεται μετά από σεφερλίτιδα. Την έκφραση εισήγαγε ο ίδιος ο Σεφερλής, σε κρίση αυτοσαρκασμού για την κακή ποιότητα του χιούμορ του.

Το χαρακτηριστικό της φράσης είναι ότι το «ευθυμώ» φέρνει λίγο σε καθαρευουσιανισμό και παλαιότερες γενεές.

- Μεταξάς Citron, είπε τότε ο Βλάχος...
- Σε καλό μας, ευθυμήσαμε πάλι ρε Ντέρτι...

(από Khan, 02/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τα εταιρικά χαρακτηριστικά Ε.Π.Ε.. Αναφέρεται στον άνθρωπο που έχει περιορισμένη διανοητική ανάπτυξη, στον ηλίθιο. Είναι ένας τίτλος που συνοδεύει πολλές φορές τις ξανθές. Ο όρος πρωτολανσαρίστηκε από τον Σεφερλή.

- Πω πω, τι καλλονή είναι αυτή, ε;
- Για την ξανθιά λες;
- Ναι.
- Μίλα λίγο μαζί της. Η κοπελιά είναι περιορισμένης ευθύνης. Άι κιου ραδικιού. Ακατοίκητο.

Σχετικό: Α.Π.Ε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά της λέξης γαλότσα. Βρισιά από επιθεώρηση του Μάρκου Σεφερλή.

Στο νετι, εδώ: Δεν είναι ''γαλοτσα'' η σωστή λέξη . Μωρή ''παλιομπαλοτσα'' είναι η σωστή λέξη.

Βλ. μπαλότσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified