Χαρακτηρισμός που προέχεται από το videogame Halo, και συγκεκριμένα από το όνομα του χαρακτήρα (Master Chief). Αναφέρεται σε κάποιον που δεν μασάει.

- Και εκεί που μου την έχουν πέσει 5 τυπάδες, αρχίζω και τους κάνω τούμπανο στο ξύλο.
- Ώπα, σιγά ρε μαστερτσιφόνι.

(από demollyon, 27/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά στα ελληνικά του αγγλικού όρου celebrity, που σημαίνει διασημότητα, (στα αγγλικά λέγεται και celeb).

- Πού θα πάμε για μπάνιο γιατρέ μου;
- Πάμε στην Ψαρού να δούμε και κανένα σελεμπριτόνι;

(από Khan, 26/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικά ο ράπερ. Από το Αγγλικό rapper = ο μουσικός της μουσικής rap.

Ραπερόνια σαν εμένα δε μασάνε ρε! Εγώ κάτι Νίβο και κάτι Τους τούς τρώω για πρωινό! Τύφλα νά' χει ο Έμινεμ!

Α α αρχίδια (από Khan, 24/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι εθισμένος σε ριψοκίνδυνα, δυνητικά θανατηφόρα σπορ. Από τα επινεφρίνη + πρεζόνι.

Αρχαιοελληνική, δηλαδής ορίτζιναλ μορφή του αγγλοσαξωνικού «adrenaline junkie».

- Ρε συ, αυτός πήγε με την Άννα Μαρία ΧΩΡΙΣ ΜΑΔΕΡΦΑΚΙΝΓΚ καπότα!
- Ε, τι περιμένεις; Το κλασικό επινεφρόνι είναι... Εδώ κυκλοφορεί με τα κτελ χωρίς να φορά ζώνη.
- Σωστόστ, για μια ακόμη φορά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερθετικός ή/και συνώνυμο του τζιλφ, αλλά στο ακόμα πιο αδιάκριτα μειωτικό. Το γιαγιόνι είναι το τελικό στάδιο μιας γυναίκας μετά τα στάδια του μιλφονιού, του ματσουριού και του τζιλφονιού.

Κυριολεκτικά για ηλικίες 75-80+ που δεν ψάχνονται στις περισσότερες εκ των περιπτώσεων για σεξ γιατί έχουν απωλέσει και το τελευταίο ψήγμα γυναικείου θελγήτρου και σεξουαλικής επιθυμίας.

Δραστηριότητές του γιαγιονιού το πλέξιμο, η εκκλησία, το παραδοσιακό μαγείρεμα σε ξυλόφουρνο κτλ. Αν πρόκειται για γιαγιόνι της Ελληνικής επαρχίας τότε συνήθως φοράει το παραδοσιακό μαύρο τσεμπέρι και το μαύρο ένδυμα(χωρίς αυτό να αποκλείει και εμφάνιση παραδοσιακών σκληροπυρηνικών γιαγιονιών και στις Μεγαλουπόλεις).

Επίσης μπορεί να αποκαλέσει κάποιος έτσι επίσης μειωτικά/κοροϊδευτικά και ένα κακοδιατηρημένο ματσούρι 50-60 χρονών που γέρασε πριν την ώρα του.

- Πώς σου φαίνεται η κυρά Βάσω, κάλο ματσούρι για τα χοντρά ε;
- Έλα ρε μας δουλεύεις; Τι ματσούρι ρε; Αυτό είναι γιαγιόνι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα πάσης φύσεως αυτοκίνητα με την χαρακτηριστική γαλανόλευκη έλικα στο καπώ.

Είναι η κατάλληλη βάση για κάθε είδους μοντίφες-βελτιώσεις, με απώτερο σκοπό την αύξηση της ονομαστικής εργοστασιακής ιπποδύναμης.

Επειδή δε η εμφάνιση παίζει τρομακτικό ρόλο στην άσφαλτο, οι βελτιώσεις δεν περιορίζονται μόνο στα μηχανικά μέρη, αλλά και στα εξωτερικά καταλήγοντας στο απόλυτο μπεμπόνι.

-Το ποιο σημαντικό ερώτημα που τέθηκε μεγάλε στον κόσμο, ξέρεις ποιο είναι;
-Ποιο ρε τρισμέγιστε;
-Μπεμπόνι ή χρεπόνι; Ιδού η απορία...
-Τι είπε ο μεγάλος... Έγραψες!

(από northwind, 11/08/09)

Σχετικά: μπέμπα, εργαλείο, μπεμβεδοσουσού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πανέξυπνο σκυλί.

- Το σκυλί μας είναι είναι τετραπέρατο. Δεν είναι ένα απλό σκυλί. Είναι σκυλί γατόνι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα ηλικίας άνω των 55 με προκλητική παρουσία (οριακά porn), με εμφάνιση συνήθως που είναι αποτέλεσμα αισθητικής χειρουργικής επέμβασης (αλλά με όχι τόσο καλά αποτελέσματα). Συνώνυμο: βλ. γρέτζω. Συναντάται συνήθως σε παρακμιακά σκυλάδικα, αλλά και σε αριστοκρατικούς κύκλους.

Καλά, αυτή η Μπα...ου είναι τρελό γριόνι, δεν συμφωνείς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε βραχύσωμο - συνήθως - θηλυκό με φλογερή ματιά και σπάνιο ταμπεραμέντο. Υποδηλώνει πόθο και/ή λαγνεία προς το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Πιθανολογείται πως προέρχεται από το καύλα και την κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών -όνι που προσδίδει τσαχπινιά αλλά και μεγαλείο (από το ιταλικό υπερθετικό πληθυντικού -oni).

Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία πρόκειται για πάντρεμα του όρου καύλα με το αηδόνι.

  1. Καυλιδόνι είναι το μικρό και χαίρεσαι να είσαι μέσα του.

  2. Άσε το Σάββατο γνώρισα ένα καυλιδόνι...

Αρχαίο καυλιδόνι (από Vrastaman, 15/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαστούκι, σφαλιάρα. Εις την αργκό της συμπρωτευουσιάνικης ημι-trash οπαδικής τηλεόρασης (Μαρμίτα).

Άμα φας κανένα πλακόνι με το δαχτυλίδι του συγχωρεμένου του παππού, θα σου πω εγώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified