Πετάω με αναθυμιάσεις / fly on fumes.

Έκφραση που σηματοδοτεί την έναρξη χρονικής διάρκειας κατά την οποία η ποσότητα του αλκοόλ που βρίσκεται στα ποτήρια ή /και στις κανάτες / μπουκάλια φτάνει σε ενοχλητικά χαμηλά δια τους συνδαιτημόνας επίπεδα.

Δευτερευόντως ανταποκρίνεται και στην φάση του ξενερώματος κατά το μεθύσι κατά την οποία οι εξερχόμενοι από την μέθη αρχίζουν να αντιλαμβάνονται την κάμψη της χαλαρωτικής επίδρασης του αλκοόλ και ζητούν επαναληπτική δόση δια την επάνοδό τους στην πρωτύτερη κατάσταση όποτε είχαν κάνει κεφάλι.

Προέρχεται ιστορικά από την ταίνια ''Die Hard'' (Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει) 2, αυτή με τον Μπρούς Γουίλις, κατά την οποία ο πιλότος ενός επιβατηγού αεροσκάφους ομιλεί την παραπάνω φράση '' We're flying on fumes'' σε ασύρματη συνομιλία με τον πύργο ελέγχου.

Εκστομίζεται από πότες ή μπύρωες που έχουν κάνει ήδη κεφάλι από το πιοτό και βλέπουν τα καύσιμά τους να τελειώνουν. Άμεσος σκοπός η παραγγελία νέου ποτού ή το γέμισμα των ποτηριών από ήδη αγορασμένη ποσότητα αλκοολούχου σκευάσματος.

Συνώνυμες φράσεις:
''Άναψε το λαμπάκι του ντεπόζιτου'', ''μένουμε από καύσιμα'', οι οποίες έχουν παρόμοιο νοηματικά, πλην όμως φτωχότερο αργκοτικά, περιεχόμενο.

- Τώρα παράγγειλα άλλα δύο διπλά ουίσκια.
- Σωστόόόόός, πετούσαμε με αναθυμιάσεις εδώ και μισή ώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν έχω απόλυτη αίσθηση της απόστασης (πχ στο πεζοδρόμιο, σε σκαλοπάτι), εξαιτίας της επίδρασης ξιδιών ή ναρκωτικών.

Χάνω δηλαδή το επίπεδο στο οποίο θα έπρεπε να πατήσω ώστε να μην πέσω.

- Βγες ρε μαλάκα από το αυτοκίνητο! - Δεν μπορώ, έχασα τα επίπεδα...

(από ironick, 19/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοεπιβεβαιωτική έκφραση που λέγεται κατά το τσούγκρισμα ποτηριών σε τσιπουράδικα, ταβέρνες και γενικά αλκοολοπωλεία, από παρέες που αποτελούνται μόνο από άτομα αρσενικού φύλου.

- Άιντε γεια μας και στα μακρυά πουλιά μας!
- Βασίλη φέρνε!

+ουσίες & χυνοπνεύματα (από GATZMAN, 09/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιαννιώτικος ιδιωματισμός, αποτελεί εφαλτήριο για BMX.

Ώρε χρηστάρα, φέρε μπύρα, πάτα Γάρα, να γίνει πά'ι της καραπουτανάρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η κατανάλωση αλκοόλ ή απαγορευμένων ουσιών μπορεί να σε φτάσει στο σημείο χαλάρωσης που νομίζεις ότι είσαι έτοιμος να χεστείς στα βρακιά σου. Είναι συνήθως συναίσθημα δευτερολέπτων στο οποίο κοιτάς σαν ηλίθιος το κενό και σκέφτεσαι «πόσο σκατά μπορεί να είμαι;»

  1. - Με πήραν τηλέφωνο ο Γιάννης και ο Κώστας.
    - Ε, και;
    - Έρχονται.
    - ΟΚ. Βάλε λίγο ουισκάκι ακόμα.
    - Να ρωτήσω κάτι;
    - Ρίχ' το.
    - Ποιος είναι ο Γιάννης και ο Κώστας;
    - Δεν τα ξέρω τα παλικάρια.
    - Πω πω χέσιμο...

  2. - Χε χε
    - Τι γελάς ρε μαλάκα;
    - Χε χε χε
    - Τι γελάς ρε; 'Έχασα κανένα αστείο; Τι τσιγαράκι είναι αυτό;
    - Χέσιμοοοο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται όταν κάποιος έχει τσαλακώσει τόσο πολύ αλκοόλ, που δε τον βαστάνε τα πόδια του.

Βέβαια επειδή η έκφραση αποδίδεται σε βετεράνους που αρρωσταίνουν με νύχτα, οι εν λόγω γονυπετείς συνεχίζουν τον ανήφορο της νύχτας τους μέχρι να πέσουν τελικά σαν τον Απόλλο...

Λέγεται και σκέτο «γόνατα».

  1. - Θα μαζευτούμε σε κάνα σπίτι ρε πριν βγούμε να πιούμε τίποτα;
    - Ναι ρε, μην ανησυχείς, πίνουμε μια κάλα σπίτι μου και μετά σκάμε στα γόνατα ακρωτήρι.
    - Αρρωσταίνεις με νύχτα τελικά!

  2. Περιγράφοντας σ' έναν φίλο το προηγούμενο βράδυ:
    - Πώς περάσατε τελικά χθες;
    - Εγώ δεν ήπια πολύ, αλλά ο Τέο ήπιε το βόσπορο πάλι.
    - Πόσο δηλαδή;
    - Άσ' το ρε, γόνατα σου λέω.

(από notheitis, 11/06/10)

Λέξεις για την υπερβολική μέθη: αλοιφή, γκολ, γόνατα, ζαμπόν, ζάντα, κόκαλο, κομματιανός, κουδούνι, κουνουπίδι, κουρούμπελο, κώλος, λιάρδα, λιώμα, μουνί, ντίρλα, πίτα, πλακάκι, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στειλιάρι, στουπί, στρακόττο, τάπα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τύφλα, φέσι, φέτα, φσέκι, χώμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν την ακούει κανείς μετά από χρήση ευφορικών μέσων (αλκοόλ, φάρμακα, ναρκωτικές ουσίες και χημικά πτητικά υγρά). Χαρακτηρίζεται από χαλαρότητα, καλή διάθεση και βλακώδες χαμόγελο ή ακατάσχετο γέλιο, ζαλάδα και μειωμένες αναστολές.

Γενικότερα δημιουργείται στο υποκείμενο μια τάση για αποφυγή της πραγματικότητας και αδιαφορία για τις κοινωνικές επιταγές.

Όπως θα έλεγε κι ο Σιγμούνδος τείνει να εξωτερικευτεί το υποσυνείδητό μας παραμερίζοντας το εγώ. Για το υπερεγώ δεν το συζητάμε καθόλου, είναι το πρώτο θύμα της κραιπάλης.

- Θα πιούμε άλλο ένα υποβρύχιο;
- Όχι. Έχω κάνει καλό κεφάλι ρε νεροχύτη και δεν θέλω να το χαλάσω, να πέσω.

(από perkins, 07/06/10)(από perkins, 07/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταναλώνω υπερβολική ποσότητα αλκοόλ.

Πίνω μέχρι να πέσω κάτω.

Τώρα γιατί το Βόσπορο και όχι τον Ατλαντικό ας πούμε; Ε, σλανγκική αδεία.

Αντίστοιχα

  1. (Απο φόρουμ σχετικό με την Υγεία & Ομορφιά)

Δεν γίνεται να μην τρως τπτ γιατί και καλά κάνεις δίαιτα και μετά να πίνεις το Βόσπορο σε αλκοόλ.Και το αλκοόλ παχαίνει και μάλιστα πολύ.

  1. (Απο πονεμένο/χωρισμένο μπλόγκερ)

...η απόφαση είναι να προσπαθήσω να συνέλθω όσο μπορώ. Να πίνω το μισό Βόσπορο για παράδειγμα και να καπνίζω το μισό χωράφι.

  1. (Απο παράδειγμα άλλου λήμματος)

- Ο Αλέξης ήπιε το Βόσπορο πάλι χτες, απορώ πώς την παλεύει και δεν πέφτει σαν τον Απόλλο κάθε φορά...
- Αφού έχει συκώτι από τιτάνιο ρε, είναι γερή συκωταριά.

(από Khan, 22/05/10)ΔΟΣΙΘΕΟΣ ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ - "Θέλω να πιω όλο το Βόσπορο" Εκδότης: Ι.Μ.ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΑΤΑΡΝΗΣ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ   (από notheitis, 22/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, το αλκοόλ είναι ο χειρότερος εχθρός του συκωτιού.

Το συκώτι από τιτάνιο® είναι ένα ειδικά κατασκευασμένο συκώτι από το εξωτικό υλικό τιτάνιο (Ti), το οποίο χρησιμοποιείται στην κατασκευή διάφορων ελαφρών κραμάτων και ανοξείδωτων χαλύβων.

Η αντοχή του στη διάβρωση το καθιστά άχαστο στην υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Οπότε, οι πολύ δυνατοί πότες φημολογείται ότι είναι εξοπλισμένοι με αυτό το μαγικό συκώτι από τιτάνιο®.

- Ο Αλέξης ήπιε το Βόσπορο πάλι χτες, απορώ πώς την παλεύει και δεν πέφτει σαν τον Απόλλο κάθε φορά...
- Αφού έχει συκώτι από τιτάνιο ρε, είναι γερή συκωταριά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified