Έκφραση που λέγεται σε κάποιον /-α που είναι έρμαιο του πάθους του, του αλκοόλ ή του τσιγάρου.
Έκφραση που λέγεται σε κάποιον /-α που είναι έρμαιο του πάθους του, του αλκοόλ ή του τσιγάρου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
(Παραθέτω ορισμό σύμφωνα με τη χρήση που εχω συναντήσει. Malakia, αν εννοούσες κάτι άλλο, σορρυ).
Το Famous Grouse είναι γνωστή μάρκα σκωτσέζικου ουίσκυ, με σήμα μια πέρδικα. Η διαφήμιση που καθιέρωσε την πέρδικα αυτή ως σήμα κατατεθέν του αυτού ουίσκυ, ήταν μια κατά την οποία γέμιζαν την πέρδικα με φιλιά.
Όταν κάποιον τον φιλάνε συνεχώς, λέμε ότι «τον έκαναν famous grouse». Στους ελληνάρες οφείλεται η λανθασμένη ανάγνωση του «famous» αντί για «φέημους», ως φάμους -ή στους μη-αγγλομαθείς;
Πωπω, η Μαρία είναι τρομερά διαχυτική! Με γέμισε στα φιλιά! Φάμους γκράους μ' έκανε!
Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).
Got a better definition? Add it!
Το άτομο που βρίσκεται υπό την επήρεια αλκοόλ, αισθάνεται ευφορία και συχνά παραφέρεται.
Χτες το βράδυ ήπιαμε 4 μπουκάλια ουίσκυ και γίναμε γιάμπαλο!!!
Λέξεις για την υπερβολική μέθη: αλοιφή, γκλάβα, γκολ, γόνατα, ζαμπόν, ζάντα, κάκα, κλασμένος, κόκαλο, κομμάτια, κομματιανός, κουδούνι, κουνουπίδι, κουρούμπελο, κώλος, λιάρδα, λιώμα, μανουάλι, μουνί, ντίρλα, πίτα, πλακάκι, σβερκώνω, σκνίπα, σταφίδα, στυλιάρι, στουπί, στρακόττο, τάπα, τούρνα, τούτζι, τσαλμπουράνι, τύφλα, φέσι, φέτα, φσέκι, χώμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ζύθος αισχίστης ποιότητας τόσο από άποψη γεύσης, όσο και από άποψη ποσότητας αλκοόλ, που δίνει την εντύπωση πως είναι περισσότερο χυμός βρύσης με ένα υποτυπώδες ποσοστό βύνης και λυκίσκου, έτσι απλά για το φολκλόρ.
Η γεύση της κυμαίνεται από υποτυπώδης (πρακτικά άγευστη) έως ελαφρώς (ή βαρέως) πικρή -με την κακή πάντα έννοια- ενώ υπάρχουν συχνά-πυκνά και περιπτώσεις όπου απλά πίνεται, αλλά είναι τόσο τζούφια που, χυμό να πάρεις, πιο εύκολα την ακούς. Συναντάται σε πολλά σούπερ-μάρκετ ως προϊόν μάρκα μ' έκαψες, πολλές φορές με στάμπα προέλευσης ζυθοπαραγωγού χώρας, ενώ πωλείται και σε πλείστα μπαρ και κλαμπάκια σε βαρελίσια βερσιόν ως προϊόν αγνού μπομπαρίσματος σε τιμή κανονικής μπύρας. Ως μπύρα, είναι το είδος ποτού που αποδεικνύει έμπρακτα όσο τίποτε άλλο ότι, όπως είπε κι ο ποιητής, την μπύρα δεν την πίνεις, την δανείζεσαι.
Άλλαξα κορδόνια στα παπούτσια μου και χαίρομαι κάργα!Ετοιμάζομαι να φάω τοστ γιατί έχω λιμοκτονήσει.Ήπια μια mcfarland και είναι μια άθλια νερόμπυρα. (Από εδώ)
Οι εταιρείες ψάχνονται και με άλλους χώρους, και αυτό είναι προς τιμην τους, και ο λόγος που δώσαμε λίγα χρήματα για να μπούμε, ήταν πως δεν θα είχαμε Fuzz ή Gagarin, θα είχαμε την Κωλομύγα. Μπύρα Κραφτ με πέντε ευρώ, ναι, δεν έχει νερόμπυρα, αλλά αυτός ΔΕΝ.ΕΙΝΑΙ.ΧΩΡΟΣ. (Από εδώ)
Οι απανταχού Μπυραματιστές το απαίτησαν εγγράφως και όποιος δεν λαμβάνει υπόψιν του τη λαϊκή απαίτηση είναι με μαθηματική ακρίβεια καταδικασμένος να σαπίσει στην κόλαση πίνοντας ζεστές νερόμπυρες από τα πηγάδια του Διαβόλου και της παρέας του οι οποιές βράζουν και κοχλάζουν από τις αμαρτίες μας!!! (Από εδώ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το ενδιάμεσο διάστημα από το ένα μεθύσι στο άλλο, στο οποίο τηρείται περισσότερο ή λιγότερο αυστηρά μία κατάσταση ημινηφαλιότητας ή, σε πιο χάρντκορ καταστάσεις, ημιαποχής από αλκοόλ και λοιπά ξιδιάσματα. Όπως και με την περίπτωση των τροφίμων, το υποκείμενο εισάγεται σε μία ιδιότυπη κατάσταση ψύξης, έτσι ώστε να καεί ολόφρεσκο και με ηρωικό τρόπο όταν οι συνθήκες είναι κατάλληλες ή επιθυμητές.
Όταν λοιπόν το υποκείμενο βρίσκεται στη συντήρηση, τότε επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση επιλέγοντας ποτά που είναι χαμηλού βαθμού αλκοόλ (π.χ. μπύρες ή κρασιά) τα οποία καταναλώνει σε μικρές ποσότητες ημερησίως, έτσι ώστε, ωσάν άλλος Προμηθέας, να μπορέσει να επουλώσει για λίγο καιρό τα συκώτια του προκειμένου να μαζέψει δυνάμεις και όταν θεωρήσει ότι είναι η κατάλληλη στιγμή, να ξαναγίνει καραγκιόζης χωρίς άμεσο σωματικό κόστος (το θέμα της δημόσιας εικόνας και της υπόληψης του υποκειμένου εξ ορισμού δεν απασχολεί). Η άλλη άποψη υποστηρίζει ότι με αυτόν τον τρόπο καλλιεργείται ένας μιθριδατισμός απέναντι στο αλκοόλ, έτσι ώστε κάποιος ή κάποια να μπορεί να επωφελείται από το μπουστάρισμα της κοινωνικότητας που επιφέρει η πόση αλκοολούχων, χωρίς να ξεφεύγει σε ακραίες καταστάσεις. Τα άμεσα πειραματικά δεδομένα επιβεβαιώνουν και τις δύο τάσεις. Αρκεί, βέβαια, να μπορεί κανείς να βαστήξει τις αντιστάσεις του, γιατί όπως λέει και το τραγούδι από λίγο-λίγο γίνεται πολύ.
Η συντήρηση ενδείκνυται σε περιπτώσεις όπου το υποκείμενο διάγει έναν ενάρετο και υπεύθυνο επιφανειακά βίο (δουλειά, οικογένεια και λοιπά μικροαστούλικα) τον οποίο θα δυσχέραινε το καθημερινό χανγκόβερ. Τέλος, η συντήρηση δεν αφορά τους περιστασιακούς πότες, αλλά τους συνειδητοποιημένους ξιδάκηδες.
Αφιερωμένο στον Χάρη Π., που μας την έκανε αλλά μούτρα δεν του κρατάμε. Requiescat in pace.
Απ' τη ζωή βγαλμένο:
- Έλα ρε, πού χάθηκες από προχτές; Ξέμεινες;
- Και αυτό. Αλλά κατά κύριο λόγο ξέμεινα από αξιοπρέπεια. Αφού ξεφτιλιστήκαμε ρε πάλι. Είπα να αράξω καμιά μέρα να ενυδατωθώ και βλέπουμε...
- Σιγά την ξεφτίλα ρε συ, εξάλλου το 'χουμε πει, η ευτυχία βρίσκεται στην υπερβολή...
- Στου κουφού την γλάστρα κατούρα και φύγε, σου λέει τίποτα; Όχι τίποτε άλλο, μέσα σ' όλα αυτά ένα πέσιμο πήγα κι εγώ να κάνω και ρομπιάστηκα. Και μετά οι άλλες μας φταίνε που 'ναι ξενέρωτες.
- Καλά, ξεκόλλα τώρα. Εδώ εγώ πήγα να φάω ξύλο, τι να λέει τώρα; Λέμε με τους άλλους να αράξουμε κιόσκι το βραδάκι. Κατά τις δέκα...
- ... με τις σακουλίτσες μας;
- Έτσι λέει.
- Ωραία, αλλά εγώ θα τη βγάλω στη συντήρηση. Δίνω αύριο πρωί-πρωί, δεν είμαι για τρέλες. Πάω για το δέκα το καλό.
- Φοιτηταράς δηλαδή. Καλά, πέρνα πιο μετά απ' το σπίτι να ξεκινήσουμε, μην πάμε στο ξενέρωτο. Κι εγώ χτες συντηρητικά την έβγαλα, μην μας βγει τ' όνομα.
- Σωστά, ήρωες και πάλι. Περνάω μετά. Τα μιλάμε.
(... και όπως ήταν αναμενόμενο ξεφτιλιστήκαμε. Το μάθημα πάντως περάστηκε.)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάβα είναι η φύλαξη, το κράτημα από νυχτερινό μαγαζί μιας μισοπιωμένης φιάλης ουίσκι ή άλλου ποτού, ώστε να την πιει η ίδια παρέα όταν ξανάρθει. Παραγγέλνεις δηλαδή το μπουκάλι με σκοπό να το πιεις και εννοείται ότι θα το πληρώσεις ολόκληρο. Για κάποιο λόγο όμως τελικά το τραπέζι σηκώνεται να φύγει ενώ το έχετε φτάσει στη μέση. Αντί να χαλαστείς για τη ζημιά, το μαγαζί θα σου το κρατήσει για την επόμενη φορά.
Εννοείται ότι το μαγαζί είναι πάνω-κάτω «δικό σου», ή έστω πηγαίνεις συχνά, γιατί η όλη συνεννόηση στηρίζεται στα λόγια και στην εμπιστοσύνη.
Επίσης, τεκμαίρεται ότι αφήνεις συνήθως το μπουκάλι στη μέση, το ίδιο και το αναζητάς. Ούτε ο πελάτης, ούτε το μαγαζί θα κάνει κουβέντα για ένα δάχτυλο περισσότερο ή λιγότερο, ως εκεί όμως. Δηλαδή αν σου φέρουν την επόμενη φορά ελαφρώς λιγότερη ποσότητα από όση θυμάσαι να έχει μέσα, το δέχεσαι και τέλος.
Άλλωστε, πιθανώς δεν θα σου φέρουν στ' αλήθεια το ίδιο μπουκάλι (γιατί κάποιος θα το έχει χρησιμοποιήσει), αλλά αυτό που έχουν ανοιχτό εκείνη τη στιγμή, αν είναι μισογεμάτο, ή την κάβα κάποιου άλλου.
Με νομικούς όρους, το κράτημα της κάβας είναι παρακαταθήκη. Βέβαια, το ορθότερο μάλλον είναι να πούμε ότι πρόκειται για ανώμαλη παρακαταθήκη, όπως συνάγεται από τα συναλλακτικά ήθη. Στην δεύτερη περίπτωση σιωπηρά συμφωνείς ότι το μαγαζί μπορεί να χρησιμοποιήσει το μπουκάλι για άλλον πελάτη, αλλά πρέπει να σου φέρει ένα απολύτως αντίστοιχο σε ποσότητα και ποιότητα (ΑΚ 822-830).
Η έκφραση χρησιμοποιείται και μεταφορικά: δεν χρησιμοποιώ κάτι και το φυλάω, κρατάω καβάντζα, κρατάω μια σημείωση στο μυαλό μου για αργότερα ή «τη φυλάω» κάποιον (να του κάνω κάτι, συνήθως κακό).
Κάβα είναι η γνωστή λέξη για την αποθήκη ποτών.
Φερε τον βασίλη και κράτα το τσίβας κάβα.
« [...] Είναι ντροπή να φεύγεις και να μην έχεις αδειάσει το μπουκάλι. [...]» Η κουβέντα ήταν όχι τόσο κυριολεκτική, όσο μεταφορική και τώρα που έφυγε κι ο ίδιος από το τραπέζι, νομίζω ότι κι αυτός δεν το κατέβασε όλο το μπουκάλι που είχε να πιει στον Ολυμπιακό, αλλά άφησε μια κάβα για τον επόμενο θαμώνα.
Ευχαριστώ τους πάντες για τις μουσικές προτάσεις. Προτίμησα αυτά τα 2 σύντομα τραγούδια και τα μεγάλα τα κράτησα κάβα για το βιντεάκι που θα του φτιάξω όταν τον ανακυρήξετε MVP του μήνα όπως τον Λίνας και τον Τζός!
Σε ανύποπτο χρόνο είχε πει ο Μαρούσι ότι διάβασε για το άρθρο 26 ότι παραγράφεται σε έναν μήνα. Το κράτησα κάβα... Το τσέκαρα... Όντως το αναφέρουν αρκετοί... Σήμερα όμως το ανέφερε και ο ποδοσφαιρικός εισαγγελέας, για την υπόθεση με τα στημένα...
Ξεφύλλισα την ατζέντα μου για να επιβεβαιώσω ότι αυτό το σαββατοκύριακο δεν θα χρειαζόταν να ευχηθώ σε κανέναν «να ζήσει». Το «πάντα άξιος» το κράτησα κάβα για το παιδί που θα κατάφερνε να μου εξασφαλίσει μια ξαπλώστρα και αυτό το σαββατοκύριακο στην παραλία των ρεζερβέ.
Ακόμα δεν ήρθε κι άρχισε τις μεγάλες δηλώσεις ο Ζεάν Μακούν. Ο Καμερουνέζος μας ενημέρωσε ότι έχει κρατήσει ...κάβα ένα γκολάκι για τη Μαρσέιγ στην πρώτη αγωνιστική του Τσάμπιονς Λιγκ.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που πίνει αλκοόλ σε υπερβολικό βαθμό, η μπεκροκανάτα.
- Τα 'μαθες ρε συ; Ο Γιώργος έπαθε κίρρωση!
- Γιατί, σε ξαφνιάζει; Μια ζωή κανάτα ήτανε.
Got a better definition? Add it!
Ορκ, το.
Ο κακοποιός, ο κωλάνθρωπος, η σκατόφατσα. Κάποιος που σε τρομοκρατεί και μόνο με το παρουσιαστικό του, αλλά και που η συμπεριφορά του επιβεβαιώνει τους φόβους σου.
Κάποιος που δεν θες να συναντήσεις την νύχτα σε έρημο δρόμο ή, αν το καλοσκεφτείς, ούτε την ημέρα, ούτε ποτέ σου τέλος πάντων.
- Το κέντρο της πόλης έχει παραδοθεί στα ορκ και δεν τολμάω να κυκλοφορήσω. - Σιγά, ρε λελέ...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πασίγνωστη λαϊκή έκφραση σχετικά με την στάση ζωής, απόρροια αβυσσαλέας φιλοσοφίας και μακροχρόνιας εμπειρίας βάσει του τριγώνου γεύση-όσφρηση-κώλος.
Η μεγαλύτερη συχνότητα παπαγαλισμού της έκφρασης παρατηρείται από σταρχιδιστές και βετεράνους συνταξιούχους σε καφενεία, ουζερί και τσιπουράδικα μετά την πόση του τρίτου ποτηριού από το εκάστοτε οινοπνευματώδες ποτό -τελετουργικό με ρίζες απ'την Πυθία- οπότε και περιέρχονται σε φιλοσοφικό οίστρο και έκσταση. Κατ' αυτόν τον τρόπο καταπιάνονται από τα αρχέγονα μυστήρια της ζωής και του σύμπαντος μέχρι και το μυστήριο της απόλυτης γεύσης του ελληνικού καφέ στην χόβολη.
Επίσης άξιο αναφοράς είναι πως αν ειπωθεί και στο τέλος συνοδευτεί από πονηρό σεξουλιάρικο χαμόγελο, 99% το άτομο αυτό είναι πισωγλεντζές.
Σαν κύριο σκοπό και στόχο η ρήση της έκφρασης έχει την άρση αρχών και την υποβίβαση και ασημαντότητα οποιουδήποτε προβλήματος, κυρίως λόγω του εφήμερου της ανθρώπινης ζωής, καθιστώντας το αυτόματα πρόβλημα του κώλου.
Φυσικά η έκφραση του πάνσοφου ελληνικού λαού είναι αλληγορική. Το τρίτο σημείο αναφοράς όπου και εξελίσσεται κλιμακωτά η κορύφωση -ο κώλος για τους αδαείς, συμβολίζει το βαθύ τούνελ της ζωής, όπου οποιαδήποτε ευκαιρία πρέπει να την αρπάζουμε, όπως αρπάζει ο κώλος τα συναφή του.
Μπάμπη, τόσο κεράτωμα που σου έριξε η πρώην σου, αν ύψωνες το κεφάλι στον δρόμο θα έκανες το τρόλεϊ. Έπρεπε να χωρίσεις. Εξάλλου τίποτα δεν κρατάει για πάντα σε αυτή την ζωή, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε και ό,τι αρπάξει ο κώλος μας.
Got a better definition? Add it!
Πετάω με αναθυμιάσεις / fly on fumes.
Έκφραση που σηματοδοτεί την έναρξη χρονικής διάρκειας κατά την οποία η ποσότητα του αλκοόλ που βρίσκεται στα ποτήρια ή /και στις κανάτες / μπουκάλια φτάνει σε ενοχλητικά χαμηλά δια τους συνδαιτημόνας επίπεδα.
Δευτερευόντως ανταποκρίνεται και στην φάση του ξενερώματος κατά το μεθύσι κατά την οποία οι εξερχόμενοι από την μέθη αρχίζουν να αντιλαμβάνονται την κάμψη της χαλαρωτικής επίδρασης του αλκοόλ και ζητούν επαναληπτική δόση δια την επάνοδό τους στην πρωτύτερη κατάσταση όποτε είχαν κάνει κεφάλι.
Προέρχεται ιστορικά από την ταίνια ''Die Hard'' (Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει) 2, αυτή με τον Μπρούς Γουίλις, κατά την οποία ο πιλότος ενός επιβατηγού αεροσκάφους ομιλεί την παραπάνω φράση '' We're flying on fumes'' σε ασύρματη συνομιλία με τον πύργο ελέγχου.
Εκστομίζεται από πότες ή μπύρωες που έχουν κάνει ήδη κεφάλι από το πιοτό και βλέπουν τα καύσιμά τους να τελειώνουν. Άμεσος σκοπός η παραγγελία νέου ποτού ή το γέμισμα των ποτηριών από ήδη αγορασμένη ποσότητα αλκοολούχου σκευάσματος.
Συνώνυμες φράσεις:
''Άναψε το λαμπάκι του ντεπόζιτου'', ''μένουμε από καύσιμα'', οι οποίες έχουν παρόμοιο νοηματικά, πλην όμως φτωχότερο αργκοτικά, περιεχόμενο.
- Τώρα παράγγειλα άλλα δύο διπλά ουίσκια.
- Σωστόόόόός, πετούσαμε με αναθυμιάσεις εδώ και μισή ώρα.
Got a better definition? Add it!