Selected tags

Further tags

Γενικά: χρησιμοποιείται για να κάνουμε αντιληπτή στους άλλους την βλακεία που έκανε ένα τρίτο πρόσωπο.

Ειδικά: μπορούμε επίσης να το πούμε αναφερόμενοι (σε αγώνες π.χ. ποδοσφαίρου στο γήπεδο) σε παίκτη που κάνει την μπαπατάτα του είτε μένει άπρακτος στον αγώνα, έτσι ώστε να δείξουμε πως έχει καταντήσει μπαρ!

Παρατήρηση: ο αριθμός αλλάζει ανάλογα με το νούμερο του παίκτη.

- Κοίτα να δεις που θα το χάσει...
- Μπα δεν νομίζω, είναι σχεδόν μόνος του με το τέρμα...
- Άουτ!
- Στο 'πα, αυτός κοιμάται όρθιος σήμερα!
- Μια σαμπάνια στο 4 ρε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κρεμάω, χαλαρώνω
  2. Βάζω μέσα σε σακκούλα
  3. Είμαι φυτό, ζαμπόν, αλοιφή
  1. Εσύ που γυμνάζεσαι πολύ, να ξέρεις ότι δεν πρέπει ποτέ να σταματήσεις γιατί οι μυς μετά σακκουλιάζουν και δεν θα βλέπεσαι...

  2. - Τι να τα κάνω τώρα όλ' αυτά τα φαγητά, κρίμα είναι να τα πετάξω...
    - Σακκούλιασέ τα και ρίχ' τα στις γάτες.

  3. Χθες ήπιαμε τόσους μπάφους που μέχρι τα ξημερώματα ήμουν σακκουλιασμένος σε έναν καναπέ και δεν ένιωθα τίποτα.

βλ. και σα(κ)κουλέας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από παλιά διαφήμιση των '80ς, που διαφήμιζε σαμπουάν με μπύρα στα συστατικά του. Και προειδοποιούσε χιουμοριστικά τον θεατή ότι είναι σαμπουάν από μπύρα για να λουστεί, κι όχι μπύρα για να την πιει. Πλέον χρησιμοποιείται στα πλαίσια διασπερμάτευσης, όπου προειδοποιείται ο παθητικός τι να κάνει με τα φλόκια. Μεταφορικά, για κάθε αναποδιά, δυσκολία. Δεν ξέρεις τι είναι χειρότερο, το λούσιμο είναι μεγαλύτερο μπλέξιμο, αλλά το πιοτό πάει σε μεγαλύτερο βάθος.

Ευχαριστώ τον Ειρωνικόλα, που μου το θύμισε...

- Θα πέσει έξω η εταιρεία τώρα με την κρίση;
- Θα είναι «μην την πιείτε, λουστείτε» φάση. Δεν θα πάει πολύ βαθιά.

(από jesus, 15/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι μεγάλοι πόται γνωρίζουν ίσως τη φιάλη του ποτού ουίσκι φέρον την εμπορική ονομασία «100 pipers» ελληνιστί εκατό αυληταί.

Εις τα ορεινά χωριά της Κρήτης, οι Κρήται χωριάται περιοίκιοι αποκαλούν τιαύτο ουίσκι ως «Εκατό πίπες» δια λόγους συντομίας! Ευρηματικότατο, εάν και εφόσον το οινοπνευματοποτείον (κοινώς μπαρ) απασχολεί άνδρα και ουχί γυνή εις την θέσιν του μπαρ.

Μανούσος: «Μπρε συ, ήντα γίνεται εδά γύρω γύρω! Να μου βάλεις θέλει ένα από κιονά του ουίσκτσι, πώς το λένε δα, το εκατό πίπες; (μτφ: χαίρετε ω φίλε! Πώς διαβιώνεις; Θα ήθελες να μου σερβίρεις ένα ουίσκι, δεν ενθυμούμαι καλώς το όνομά του, εκατό πίπαι αν δεν απατώμαι;»)

Σήφης: «Εδά πάλι! Εξετέλεψε μπλιό! Θές ένα δίμπλε; (Ωωω, φοβούμαι πως τιαύτο ουίσκι έχει πλέον τελειώσει... θα ήθελε ανταυτού ένα dimple;»)

101 damnations, Σήφη, το Dimple μου μέσα! (από Vrastaman, 11/02/09)

Δες και Διακόσιες Πίπες. Επώνυμα ξίδια: μαλάμω (Μαλαματίνα), Ιωάννης Βαδιστής, ο Γιάννης που πορπατάει, Περπατόγιαννος (Johnnie Walker), πέρδικα, φάμους γκράους (Famous Grouse), εκατό πίπες (100 Pipers), δεκατεσάρ' (Cutty Sark), θείος Τζακ (Jack Daniels).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O μπεκρής, ο μέθυσος του στυλ Ορέστης Μακρής, το άτομο που έχει ως μέγιστη αξία ζωής το ποτό, με ιδιαίτερη προτίμηση στην τσικουδιά, τσίπουρο.

-Νά 'χαμε τώρα ένα καραφάκι ρακί ε; Να πίναμε ένα ποτηράκι...
-Ρε τσικουδόχοιρε, ούτε 1 δεν πήγε η ώρα, θες να πιεις;

Tσικουδόχοιρος μετα το αλκοτεστ... (από Vrastaman, 24/01/09)

Βλ. και μπεκροκανάτα, ρούκουνας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενικά ο όρος παραπέμπει σε βραδιά, όπου μπορεί να μιλήσει ένας συγγραφέας για το έργο του, για ένα νέο βιβλίο του, να γίνει αναφορά στο έργο ενός υπόγειου λογοτέχνη, να γίνει συζήτηση γλωσσολογικών θεμάτων, να μιλήσουν διάφοροι λογοτέχνες για τα αναφερόμενα θέματα, να γίνουν ερωτήσεις από δημοσιογράφους, κριτικούς, λοιπούς παρευρισκομένους, να γίνει υπογραφή αντιτύπων βιβλίων, κλπ.

Κατά τη βραδιά, όπως είναι φυσικό, το ύφος του λόγου των ομιλητών είναι λόγιο, δεν γίνονται διακοπές των συνομιλητών, η ένταση του ήχου κρατείται σε λογικά επίπεδα, το ντύσιμο των προσκεκλημένων είναι ευπρεπές και είναι από καλό, ως σχετικά επίσημο, προσφέρονται χαλαρά κεράσματα (π.χ: γλυκά, βουτήματα, τσάι, πορτοκαλάδα, κλπ) και το πρόγραμμα λήγει νωρίς το βράδυ. Όλα φαίνονται πως ακολουθούν κάποιο πρωτόκολλο που αρμόζει στη βραδιά.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση μιλάμε υποτιμητικά για μια βραδιά, στην οποία υποτίθεται πως θα γίνει... άγριο γλέντι, ξεσάλωμα, πως θα υπάρχει ανεβαστική μουσική με ένταση σχετικά δυνατή, πως... θα γίνει η κρασοκατάνυξη, κρασοπατινάδα, πως το καρουισκάκι θα ρέει σαν τον Αχελώο, πως θα υπάρχει χορός, πως θα πέσει ο χορός της αρκούδας μέχρι τελικής πτώσεως, πως θα πέσουν ... μπυρουέτες, πως θα υπάρχουν ενδιαφέρουσες παρουσίες (π.χ: εκφυλογκόμενες, λικνιτζούδες, ανάφτρες, παστάκια, κλπ) και πως το γλέντι θα λήξει τις πρωινές ώρες.

Αντ' αυτού η βραδιά αποδεικνύεται κατώτερη των προσδοκιών. Τα πάντα κυλούν χαλαρά, δεν υπάρχουν ενδιαφέρουσες παρουσίες, η βαρεμάρα ατέλειωτη, η μουσική αδιάφορη και σε χαμηλή ένταση, και η βραδιά τελειώνει νωρίς.

- Πώς περάστε χθες στο νέο κέντρο που σας σύστησε ο Πέτρος;
- Παπαριές. Μας μιλούσε ο μαλάκας για τη βραδιά του απόλυτου ξεσαλώματος με ζωντανή ορχήστρα, ρεμπέτικα, αφηνιασμένα άλογα και λοιπά αμαρτωλά και μας πήγε σε μια φιλολογική βραδιά. Αισθανόμαστε σα να είχαμε πάει για παρηγοριά σε μνημόσυνο.
- Σας είχε πει νομίζω πως εκεί συχνάζει κι η Λίλιαν.
- Ναι. Είπε κι άλλα κουλά.
- Και τι έγινε;
- Άσ'τα. Δεν υπήρχε ζωντανή ορχήστρα, κάτι μπάζα ήταν εκεί, το service χάλια. Η... βαρεμάρα. Κι όσο για τη Λίλιαν... Μας είπαν πως έχουν να τη δουν από τότε που βγήκαν οι λάσπες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ταβερνιέ ή ταβερνιόν (Tavernier-Tavergnon) είναι το εκλεκτό βαρελίσιο κρασί που διαθέτουν οι ταβέρνες και ο τύπος που μας παίρνει παραγγελία το προτείνει πάντα. Είναι σαφώς ανώτερο από όλα τα γαλλικά-ιταλικά-λατινοαμερικάνικα νερά με γεύση που κυκλοφορούν στην αγορά (και που φυσικά τα διαθέτει η ταβέρνα αλλά ο σερβιτόρος μας έκοψε για έξυπνα παιδιά για να χαραμιζόμαστε με τέτοια ποτά) και τις περισσότερες φορές το έχει φτιάξει ο ξάδερφος του ιδιοκτήτη στο χωριό του.

Σερβίρεται συνήθως σε κόκκινο τσίγκινο καραφάκι «αυτοπλυνόμενο» αφού «ποιος ανώμαλος θα πιει κατευθείαν από την κανάτα (για το νερό) ή από το καραφάκι για να το πλύνουμε;». Φυσικά έχει την ιδιότητα να γίνεται ό,τι προστάξει ο πελάτης: Μπρούσκο; Μπρούσκο! Ημίγλυκο; Ημίγλυκο! Γλυκό; Γλυκό! Κάτι-ελαφρύ-γιατί-εγώ-θα-οδηγήσω-και-δε-θέλω-να-πιω-πολύ; Όλο αυτό! Ακόμη δεν έχει εφευρεθεί μείγμα που να γίνεται αυτόματα κόκκινο και λευκό αλλά πού θα πάει, θα γίνει κι αυτό.

(Ο Τάκης περνάει να δει το φίλο του Στέλιο και τον βλέπει λιώμα)

Τ: Τι έπαθες ρε Στέλιο κι είσαι έτσι; Ποιός ξέρει τι ήπιες πάλι χτες.
Σ: Άσε ρε φίλε, 3 ποτηράκια ταβερνιέ ήπια και είδα τον Τζόνι να παλεύει με την πέρδικα, κομμάτια σου μιλάω.
Τ: Ωχ... τι ποικιλίας ήταν;
Σ: Κυρ-Διονύση, που έχει «Το Σπίτι Του Καλοφαγά».
Τ: Τα ήθελε ο κώλος σου αγόρι μου, αφού ξέρεις ότι είναι συνέταιρος σε εταιρεία υγρών καυσίμων. Κάτσε να σε περιποιηθεί ο χανγκάιβερ και να νιώσεις στο πεντάλεπτο. Πες μου τώρα αν έχεις πούπουλα κότας αλανιάρας, φωτογραφία του Μάικλ Τζάκσον χωρισμένη σε πριν-μετά, 3 εμ εν εμς κίτρινα χωρίς φιστίκι, ένα βιβλίο που να γράφει μέσα τη λέξη «συναμφότερον» και τα αρχίδια να χορέψεις γυμνός γύρω από ένα χιονάνθρωπο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Τζακ ο αντεροβγάλτης αποτελεί αδιάσπαστο μέλος κάθε παρέας που σέβεται τον εαυτό της. Αποτελεί τον μόνιμο περίγελο και όπλο κατά της βαρεμάρας. Αν και η ονομασία παραπέμπει σε φρικιαστικά εγκλήματα, στον Τζόνι Ντεπ και σε κόμικ του Φρανκ Μίλερ (κι όμως!) το πραγματικό της νόημα διαφέρει πάρα πολύ. Στην ουσία είναι προσωνύμιο εκείνου του ατόμου που ξερνοβολάει τα άντερά του μόνο με τη σκέψη του «θα βγούμε έξω».

Συνήθως είναι ο κλασσικός τύπος που δεν πίνει εκείνος το ποτό αλλά εκείνο τον πίνει. Το στομάχι του δεν μπορεί να αντέξει όχι αλκοόλ αλλά ούτε και ένα ποτήρι χαμέμηλο. Παρ' όλα αυτά πίνει σαν πούστης (κολλάει και το σαν μαύρος αλλά ποτέ δεν ανέβασα λήμμα της κατηγορίας Ρατσιστικά και ούτε θα το κάνω). Αφού έχει πιει σαν πούστης πίνει ακόμη λίγο και σε χρόνο dt έχεις δει τι έχει φάει όλη την προηγούμενη εβδομάδα, γιατί ο άτιμος είναι και δυσκοίλιος και το φαΐ μένει στο στομάχι όσο χρόνο χρειάζεσαι εσύ για να στήσεις την τραπεζαρία HARKA μαζί με τις καρέκλες από τα ΙΚΕΑ (μιλάμε έφτυσα αίμα...). Βέβαια υπάρχουν και οι τύποι που δεν χρειάζεται να κατεβάσουν ολόκληρο το αμπάρι του Cutty Sark για να νιώσουν τις ευεργετικές ιδιότητες του εμετού. Αρκεί μια ματιά στο πιοτί, η μυρωδιά της ανάσας κάποιου που έχει πιει ή έστω το σλόγκαν «Μια ζωή ρετσίνα Μαλάματινα!» για να μάθετε τι σκατά βάζει η μάνα του στα κουλουράκια της και είναι τόσο νόστιμα.

Το λήμμα είναι εξαιρετικά ευέλικτο ως προς τον τρόπο εκφοράς του. Μπορεί να ακουστεί ως έχει, μπορεί να ακουστεί ως [όνομα φίλου] ο αντεροβγάλτης, μπορεί να ακουστεί ως αντεροβγάλτης σκέτο ή ακόμη, για πολύ προχώ καταστάσεις εμπειρίας 50 και άνω εμετών, σκέτο Τζακ (καμιά σχέση με παραγγελία το τελευταίο, το αντίθετό του δεν είναι Τζόνι κόλα).

(Θα ήταν προτιμότερο να έγραφα «Ο φίλος μου ο Βασίλης» και να ανέβαζα ένα βίντεο αλλά είναι και τα προσωπικά δεδομένα. Οπότε ο Κλέαρχος μαζί με την Μαρίνα την γκόμενά του συζητούν για τον κοινό τους, όχι ψηλό, φίλο)

Μ: - Αφού τον ξέρεις τι του δίνεις να πιει. Πάλι ξέρασε ο Τζακ ο αντεροβγάλτης και πάνω στα παπούτσια μου!
Κ: - Καλά τρελή είσαι; Μόνος του το άρπαξε το μπουκάλι! Πάντως από ό,τι βλέπω το χρώμα του ξερατού πάει τέλεια με το γούστο σου!
Μ: - Το καταλαβαίνω κάθε φορά που μου λες καλημέρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για να εκφράσει ένα καταστροφικό ξενύχτι με ισχυρές δόσεις αλκοόλ. (βλ. γίνομαι κώλος)

Εκεί που μέσα στα κωλοτρυπίδια σου δε θυμάσαι τίποτα απολύτως σχετικά με το τι και πώς έγινε.

Και χανγκάιβερ να είσαι, πάλι δε πρόκειται να βρεις τρόπο να συνέλθεις.

Έχει ειπωθεί και με ταυτόχρονη κίνηση των δαχτύλων στα πλήκτρα Ctrl+Alt+Delete για να προσδώσει γλαφυρότητα.

- Ρε χτες φορμάτ σου λεω! Ήπια μια κάβα και με κουβαλάγανε. Ελπίζω να μην έγινα τελείως ρόμπα.

(από notheitis, 27/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπύριασμα, τα μπυρίτσουαλς, το χτίσιμο των κοιλιακών.

- Ανδρέα γιατί μυρίζει μπύρα η ανάσα σου;
- Να σου εξηγήσω μωράκι μου, πήγαμε με τον Παναγιώτη μετά τη δουλειά για μία παγωμένη.
- Ποια μία ρε μωρό μου; Εσύ μυρίζεις σαν την Αθηναϊκή Ζυθοποιία! Δε βλέπεις που έφτασε η μπυροκοιλιά;;;
- Άει παράτα μας κι εσύ. Φεύγω.
- Που πας τώρα;
- Συγχύστηκα και πάω να χτίσω κοιλιακούς...

(από Galadriel, 08/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified