Ο καφές φραπέ. Βλέπε και: φραπεδέλα, φραπεδιόλα, φραπόγαλο.

Γλωσσολογία του φραπέ

Η λέξη frappé είναι γαλλική και σημαίνει χτυπημένος ή ανακατεμένος. Ως ξένη λέξη κανονικά δεν κλίνεται (ο φραπέ). Όμως, σε αντίθεση με τις περισσότερες γαλλικές λέξεις που έχουμε δανειστεί και παραμένουν άκλιτες, στην ονομαστική μερικές φορές αποκτάει κατάληξη και κλίνεται (ο φραπές, του φραπέ, οι φραπέδες κλπ.), κυρίως στην καθομιλουμένη. Άλλωστε αυτό παραπέμπει και στην κλίση της λέξης «καφές». Ενίοτε στον προφορικό λόγο απαντά η μορφή «φραπεδιά» (π.χ.: «Πιάσε μια φραπεδιά») ή, σπανιότερα, «φραπεδούμπα» ή «φράπα».

(από ιστολόγιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απαστράπτουσα χλιδή, πραγματική ή επινοημένη. Οι φέροντες χαρακτηριστικά γκλαμουριάς αποκαλούνται γκλαμουράτοι.

Η έκφραση συνήθως εμπεριέχει ψήγματα σαρκασμού, εκτός εάν ο χρήστης της στερείται παντελώς της αίσθησης του γελοίου.

Είναι απίστευτο, αλλά η λέξη αποτελεί Ελληνικό αντιδάνειο: γκλαμουριά > glamour > gramarye (μαγεύω, στα Σκωτικά) > grammar (η μάθηση, κυρίως απόκρυφων και μαγικών τεχνών, στα μεσαιωνικά Αγγλικά) > γραμματική. (Βλέπε www.etymonline.com)

«Ένα στίγμα που ανάλογο δίνουν πια σχεδόν όλα τα ξένα φεστιβάλ- η γκλαμουριά, η νοτιοευρωπαϊκή κυρίως ιδέα του φεστιβάλ ΄ντυνόμαστε καλά και πάμε να δούμε τον σταρ΄ εξαφανίζεται, ακόμα και στη Βερόνα.» (Τέρμα στους σταρ και στην γκλαμουριά, ΤΑ ΝΕΑ, 28 Ιουνίου 2008)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθημα που σχηματίζει ουσιαστικά θηλυκού γένους (μονοσύλλαβο).

Το επίθημα υπάρχει βέβαια ανεξάρτητα από την αργκό στα ελληνικά, στις αργκό χρήσεις του όμως είναι ιδιαίτερα παραγωγικό, και χρησιμοποιείται συνήθως ειρωνικά ή μάγκικα, ή και για να εξελληνίσει αδόκιμους ξενικούς τύπους.

Στα παραδείγματα, λέξεις που υπάρχουν ήδη σε λήμματα του σλανγκ τζι αρ.

Βλ. επίσης γαμοσλανγκοτέτοια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απάτη, ατιμία. Μάλλον περιορισμένης εκτάσεως - είναι, ας πούμε, μια λέξη που θα χρησιμοποιήσουμε αν ένα μικρό παιδί πάει να κλέψει στη Μονόπολη.

Ματσακόνι είναι ένα βαρύ σφυρί που χρησιμοποιούν στα ναυπηγεία για να καθαρίζουν τις σκουριές και τα άλατα από τα σίδερα π.χ. από την αλυσίδα της άγκυρας. Ματσακονιά, σε αυτό το περιβάλλον, είναι το κοπάνισμα με τέτοιο σφυρί.

Πώς από το κοπάνισμα φτάσαμε σε αυτή την απαρχή ηθικής κατάπτωσης, είναι μέγα μυστήριο.

- Δημητράκη, άσε τις ματσακονιές, έξι έφερες, όχι εφτά - κι έχεις πέσει στη Λεωφόρο Αμαλίας ... λοιπόν, στη Λεωφόρο Αμαλίας με τρία σπίτια ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη με πολλές σημασίες, τις οποίες δεν βρήκα κάπου συγκεντρωμένες, οπότε τις καταγράφω δωδαπανά.

Αναδοσιά είναι:

  • ο φόβος (εδώ κι εδώ)
  • η αναθυμίαση, η αποφορά ή η βρωμερή οσμή γενικά (να και να, καθώς και αντιλεξικό Μποσταντζόγλου)
  • η αναδουλειά (εδώ) και, τέλος, και βασικότερον για την σλανγκοσύνη:
  • η αγαμία, η αγαμοσύνη, η αγαμησιά, η αναβροχιά (μτφ) όπου καλό είναι και το χαλάζι, η αναμουνή.

- Τι λέει ο νέος γκόμενος;
- Ε δεν μπορώ άλλο, τον έκοψα τον μαλάκα. Σκάει μόνο όταν έχει αναδοσιές. Σπίτι του.
- Ε κράτα τον και συ για σέρβις.
- Πολύ καλή ιδέα ρε κολλητή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εμμονή, ανασφάλεια, η αμφιβολία, άλλοτε βάσιμη και άλλοτε αβάσιμη.

-Καλά και άφησες την κοπέλα σου να πάει μόνη της διακοπές με τις φίλες της στη Πάρο; Δεν φοβάσαι μήπως κάνει τίποτα και εσύ δεν το μάθεις ποτέ;
-Έλα ρε τώρα μη μου βάζεις φιτιλιές και 'συ! Αρκετό άγχος έχω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης παλτό, συνήθως με διάθεση υπερθετική και όχι υποτιμητική...

Για δες παλτουδιά που κονόμησα από τον ξάδερφό μου... Εκείνος πάχυνε και δεν του κάνει πια...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Να προσθέσω στον ήδη υπάρχοντα ορισμό ότι η χαριτωμενιά είναι επίσης ένα νάζι το οποίο κάνουμε όταν θέλουμε να καλοπιάσουμε τον άλλον επειδή κάναμε κάποια μαλακιούλα. Χαριτωμενιά μπορεί να κάνει μια γκόμενα, ένα παιδί, ένα κατοικίδιο, όσο για τους άντρες μάλλον θα την κάνουν κατ' ιδίαν και ποτέ δημοσίως, με αποδέκτη την γκόμενά τους, συνήθως. Απαραίτητη προϋπόθεση: τα πάμε ιδιαιτέρως καλά με τον αποδέκτη της χαριτωμενιάς μας, έχουμε τρυφερή σχέση μαζί του/της.

- Τίιιιι μου κουνιέσαι;
- Έλα μωρέ Τασούλη μου, εγώ που σ' αγαπάω...
- Ναι, καλά, κατάλαβα, άσε τις χαριτωμενιές και πες μου τι μαλακία έκανες να δούμε πώς θα τα μπαλώσουμε...

Χαριτοδιπλωμενιά στα 80s (από Galadriel, 14/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παπαριά είναι ένα δέντρο σαν την αχλαδιά μόνο που δεν κάνει αχλάδια. Ανήκει στην οικογένεια των Papariae στην οποία ανήκει η παπάγια και το αγγούρι. Πρόκειται για δέντρο της ερήμου το οποίο προστατεύει τον καρπό του με πολλά τριχίδια. Με αυτή την μέθοδο τα διάφορα πουλιά-θηρευτές δεν πλησιάζουν. Ο καρπός του εν λόγω δέντρου (παπάρι) παρατηρείται έντονα μετά το 15ο έτος της ηλικίας του. Ακόμα τα παπάρια είναι πολύ ευαίσθητα σε πιέσεις. Μπορεί εύκολα να πρηστεί λόγω μεταβολών του περιβάλλοντος στη θερμοκρασία, το pH, και την υγρασία. Προτιμούν να αφεθούν σε ηρεμία και μετά από μια μικρή αύξηση θερμοκρασίας που προκαλείται από μικροερεθίσματα εκτοξεύονται τα σπόρια που μεταφέρονται στο άνθος με τον άνεμο (ανεμογκάστρι). Λόγω του φαινομένου του θερμοκηπίου ελάχιστα παπάρια είναι φυσιολογικά και λειτουργικά, για αυτό και πρέπει να τύχουν προσοχής από τους γεωπόνους.

παπαριά

Τα παπάρια καλλιεργούνται σε διάφορες χώρες. Άλλοι ισχυρίζονται πως η μεγαλύτερη παραγωγή γίνεται στην Αμερική, άλλοι λένε στην Αφρική και άλλοι στην Ελλάδα. Βέβαια όπως προαναφέρθηκε τα παπάρια δεν είναι πάντα λειτουργικά. Άρα αν κρίνουμε με επιστημονικά κριτήρια την λειτουργικότητα, οι καλύτερες χώρες είναι η Ινδία και η Κίνα. Αν κρίνουμε βάσει ποσότητας τα αποτελέσματα πάλι διχάζουν, αφού το λίπασμα και οι συνθήκες ωρίμανσης και γαλούχησης παίζουν μεγάλο ρόλο. Τελευταία ακούγονται φήμες για παραγωγή γενετικά τροποποιημένων παπαριών.

Τα παπάρια και τα δέντρα παπαριές τυγχάνουν μεγάλου σεβασμού στις μέρες μας στην Ελλάδα, αφού πάντα οι Έλληνες τα θυμούνται στην καθημερινή ζωή:

-Ως απάντηση σε σχόλιο βαθυστόχαστο: «παπαριές».
-Μεγάλη ένδειξη προσφοράς και αλληλεγγύης είναι η προσφορά παπαριών: «Πάρε τα παπάρια μου». -Κάτι που τυγχάνει μέγιστης σημασίας από εμάς λέμε «στα παπάρια μου». -Για άτομα που κάνουν βαρυσήμαντες δηλώσεις ή πράττουν εξίσου σημαντικά έργα, υπάρχει το «φάε ένα παπάρι» ή «τσίμπα ένα παπάρι».
-Σπανιότερα χρησιμοποιείται η μέτρηση παπαριών για ερευνητικούς λόγους «Μέτρησέ μου τα παπάρια».

Βέρυ ιμπόρταντ πέρσονς ορίζονται ως «παπάρες».

«Πες στην αδελφή σου να πάρει τα παπάρια μου»

Μάρκο Ματεράτσι προς Ζινεντίν Ζιντάν (ο τελευταίος ζήλεψε)

Πηγή (τροποποιημένο) : Φρικηπαίδεια

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπούρδα, βλακεία, απορία.

Γιατί δεν σκέφτεσαι πριν μιλήσεις ρε μαλάκα, μας τρέλανες στις αρχιδιές.

Βλ. και παπαρδέλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified