Η έκφραση προέρχεται από το «sisters of mercy».

Οι αδελφές του ελέους είναι γυναικείο τάγμα καθολικών μοναχών που ξεκίνησε από την Ιρλανδία το 1831 και έκτοτε δραστηριοποιούνται παγκόσμια στις φιλανθρωπίες.

Ο όρος χρησιμοποιείται συνήθως για να προσδιορίσει τον άρρενα ομοφυλόφιλο, ο οποίος τείνει με ευκολία να δραστηριοποιείται σεξουαλικά, ανεξαρτήτως καταλληλότητας του σεξουαλικού του αντικειμένου.

Συνήθως αναφέρεται είτε για να τονίσει το γεγονός της ομοφυλοφιλίας, είτε για να χαρακτηρίσει το υποκείμενο ως ακόρεστο ηδονών σε βαθμό που να προσεγγίζει τον σαβουρογάμη.

- Ρε συ Ελένη, τον καινούργιο τον έκοψες; Ωραίος γκόμενος...
- Καλά ρε μαλάκα δεν τον βλέπεις; Αυτός είναι αδελφή του ελέους... άσ' τον αυτόν, ξέχασέ τον...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα ΜΜΕ των κίναιδων και των οπισθογεμών πάνε να μας παίξουνε πουστιά, ότι και καλά οι Έλληνες είναι ομοφοβικοί. Η παλιά αυτή παροιμία και ορισμός του άντρα, αποδεικνύει τη μεγάλη εξοικείωση και κατανόηση των Ελλήνων προς τα πουστριλίκια, σε βαθμό ώστε

- να μην ορίζουν τον πούστη ως τον άντρα με ομοφυλοφιλικές εμπειρίες
- αλλά αντίστροφα, τον άντρα ως τον πουστεύσαντα και ερευνήσαντα, ο οποίος συνειδητά και έχοντας δοκιμάσει κατάλαβε ότι δεν του πάει, δεν τη βρίσκει, ή και δεν την παλεύει ως άνθρωπος να την την τρίζει την όπισθεν.
Για άλλη μια φορά η εμπειρία ζωής και τα βιώματα είναι αυτά που κάνουν τον άντρα - άντρας γίνεσαι, δε γεννιέσαι, και αυτό απαιτεί να γίνεις αντρείος της ηδονής που έλεγε κι ο Καβάφης.
Η φράση λέγεται προς βαρέους αρσενικούς, που έχουν κάνει το κράξιμο καραμέλα, και αποτελεί υπενθύμιση ότι το πολύ αντριλίκι πολλές φορές συνορεύει με τις αντρίλες.

- Ο βρωμόπουστας, η παλιαδερφή, ο πισωγλένταρος, εγώ ρε φίλε είμαι άντρας, δεν είμαι λουκρητία, άντρας...
- Καλά, χαλάρωσε....το ψωμί σου δε στο τρώει....εξάλλου, άντρας είναι αυτός που τον έφαγε και δεν του άρεσε...
- Μπαρδόν...τι λες ρε Λευτέρη;
- Που λέει ο λόγος ρε Μπάμπη, που λέει ο λόγος....

"Ωρέ, πονούν τα παλλικάρια;" (από Vrastaman, 03/10/08)(από xalikoutis, 03/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση αυτή, της οποίας η αυθεντική προφορά είναι απ΄ Αγιάσιου τσι Πλουμάρ΄ μήδι Γναίκα μήδι Μλάρ, ανήκει στη μεγάλη οικογένεια απαξιωτικών αποφθεγμάτων τοπικιστικής αντιζηλίας και μικρογεωγραφικού ρατσισμού.

Ο ευρισκόμενος στην νεκρική του κλίνη παππούς παιδικού μου φίλου από την Ερεσό Λέσβου, μου το ψιθύρισε στο αυτί δίκην ευχής και κατάρας πριν αποδημήσει από τον μάταιο τούτο κόσμο. Και δεν επρόκειτο για κύκνειο χιούμορ, ο παππούς ήταν απόλυτα σοβαρός.

Στον ίδιο αυτόν αναπαυόμενο εν ειρήνη παππού οφείλεται και η υπέροχη λέξη πουτσύλατο.

«...κάποιος ξένος είχε αγοράσει ένα μουλάρι από Αγιάσο το οποίο ήταν μαύρο αλλά μόλις έβρεξε αποδείχτηκε ότι ήταν βαμμένο με Φούμο και έγινε γκρι.Σε κάποιον άλλον ξένο προξένευαν μια γυναίκα για παρθένα και κατά την διάρκεια του κρίσιμου test αποδείχτηκε το άκρως αντίθετο.( Η προέλευση της γυναίκας και του Μουλαριού αλλάζουν ανάλογα με τα χωριά).Τώρα η αλήθεια πια είναι τρέχα γύρευε! (…) Από κοινωνιολογικής πλευράς έχει ενδιαφέρον ο παραλληλισμός της γυναίκας με το ζώο εργασίας...»

(Από το Ρεμπέτικο φόρουμ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαύρος, ο φίλαθλος του Ολυμπιακού, έτσι χλευάζεται από τους αντιπάλους. Υπονοείται ότι οι Πειραιώτες είναι μπάσταρδα από τον αμερικάνικο Στόλο, βλ. πουτάνας το κάγκελο, της.

Βαράτε κόκκινοι μπαγαποντοδότες, θα το αντέξω!

Ρίξαμε μια τεσσάρα στους απόγονους του Στόλου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασικότατη έκφραση που απαντά κυρίως ως «μη μου λες εμένα ιστορίες για γρίους» ή « τι' ν ' αυτά που λες + [αυτά που λέει] + και ιστορίες για αγρίους...». Η φράση είναι ένας σχετικά ευπρεπής τρόπος να πεις «μη μου λες μαλακίες», «άσ' τα σάπια σάλια», δλδ. μη με δουλεύεις. Εκφέρεται μάλλον με θυμό και σε περιβάλλοντα (πχ. εργασιακά) όπου πιο ηχηρές εκφράσεις αποδοκιμάζονται.

Η φράση προφανώς προέρχεται από την εποχή όπου ναυτικοί, εξερευνητές, πειρατές και αργότερα ανθρωπολόγοι, εθνολόγοι κλπ πουλούσαν στον κόσμο φανταστικές «ιστορίες για αγρίους», φαντασιοπληξίες δηλαδή για άγριες φυλές και τα φοβερά και τρομερά που τις είδαν να κάνουν*.

Αυτό το «για αγρίους» βέβαια, μπορεί κανείς να το εννοήσει -εσφαλμένα πάντως- όχι μόνο ως «σχετικά με αγρίους», αλλά και ως «προορισμένες για αγρίους», παιδαριώδεις δικαιολογίες που μόνο αγρίους θα μπορούσαν να πείσουν, που η αξία τους μετριέται σε χάντρες και καθρεφτάκια, προσβλητικές για τη νοημοσύνη του χρήστη της φράσης.

Και τα δυο νοήματα φυσικά αλληλεπιδρούν πολλαπλασιαστικά αυξάνοντας δύναμη της φράσης...

Αξίζει να σημειωθεί παρεκβατικά ότι την ελληνική ανεκδοτική slang έχουν εμπλουτίσει διάφορες φυλές ιθαγενών: οι Μάο Μάο, οι Ζουλού, οι Παπούα, ενώ εντός και εκτός ανεκδότων συναντά κανείς τη μοναδική φυλή κυνηγών-τροφοσυλλεκτών της ελληνικής επικράτειας, τους Ούγκα Μπούγκα, από την ευχρηστότατη ρίζα ουγκ. Οι δε κουλτουριάρηδες έχουν τη δική τους αγαπημένη άγρια φυλή, τους Λιλιπούα.

*ώσπου η σύγχρονη κορέκτ ανθρωπολογία μάς είπε ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν ήταν / είναι τελικά και πολύ διαφορετικοί από μας τους δυτικούς, με τη διαφορά ότι είναι εντελώς διαφορετικοί...

υπάρχει ένα ωραίο τραγούδι του Μαραγκόπουλου με αυτόν τον τίτλο, και ρεφρέν:

μου λες ιστορίες για αγρίους
και κακούς μακρινούς συγγενείς
μ' απ' του έρωτα τα βέλη
δεν τη γλύτωσε κανείς...

ή κάπως έτσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι κάναμε κάτι ωραίο, πρωτότυπο, και οι άλλοι ζήλεψαν και μας αντέγραψαν κάνοντας το ίδιο.

- Ρε, και ο Κώστας με τον Θανάση κάνανε κοπάνα στη γυμναστική!
- Μάθαν ότι γαμιόμαστε, πλακώσανε κι οι γύφτοι.

(από Khan, 21/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμησιάτικο μπινελίκι παλαιάς κοπής, της μοδός στα '70ς και '80ς, ίσως λόγω οριενταλιστικού ρομαντισμού. Σύγκρινε: Τουρκόγυφτος.

- Αχ, τι σου κάνω μάνα μου, μάνα μου Τουρκογύφτισσα!
- Να μού 'κανες και κάτι, αλλά πού;

Γαρύφαλλο στ\' αυτί, Άννα Μαρία Κάλφα (από poniroskylo, 19/04/09)ΟΚ, το βρήκαμε και το ορίτζιναλ (από poniroskylo, 19/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση υποδηλώνει:

Α. Σοβαρότατη σωματική, αλλά κυρίως νευρο-ψυχική και ψυχολογική καταπόνηση ένεκα στέρησης, καρτερίας, ταλαιπωρίας, δοκιμασίας, αναμονής, υπομονής, βασανισμού κλπ.

Το μάτι μαυρίζει εξαπανέκαθεν από 3 αιτίες:

α) μακιγιάζ
β) μπουκέτο
γ) μυδρίαση

Η γ' περίπτωση είναι κυρίως αυτή που υπαινίσσεται η έκφραση μεταφορικά, καθ' όσον η μέτρια μυδρίαση (διαστολή της κόρης του ματιού) αποτελεί σύμπτωμα σοβαρής νευρο-σωματικής πάθησης, ενώ η πλήρης μυδρίαση αποτελεί τυπική εικόνα του νεκρού.

B. Πλήθος ατόμων, πραγμάτων κλπ με μαύρο ή σκούρο εξωτερικό χαρακτηριστικό χρώμα όπως μελαψοί, ιερείς, μαυροφορεμένοι, κοράκια κλπ, όπου το μάτι μαυρίζει είτε εξ ανακλάσεως είτε από μείωση της φωτεινότητας.

Ιστορικό ανάλογο: «Καλύτερα, θα πολεμάμε υπό σκιάν», απάντησε ο Λεωνίδας στους πολυπληθέστερους Πέρσες, όταν απείλησαν τους Σπαρτιάτες ότι θα κρύψουν τον ήλιο με τα βέλη τους.

Γ. Συγκέντρωση μεγάλου πλήθους γενικότερα, ασχέτως χρωματικής απόχρωσης ή διαβάθμισης φωτεινότητας.

Σημ:. Η έκφραση-έννοια «μαύρισε το μάτι μου, από μπουνιά» παραλείπεται ως πλέον τετριμμένη.

  1. - Μαύρισε το μάτι μας να περιμένουμε πότε θα μας προσλάβουν για δουλειά.

  2. - Πού να σ'τα λέω; Ανακάλυψα μπουρδελάκι με Αφρικανές. Μπήκα μέσα και μαύρισε το μάτι μου.

  3. - Μαύρισε το μάτι μου όταν είδα τις στίβες με τα χαρτιά στο γραφείο μου, όταν επέστρεψα απ την άδεια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιούνταν ως επιχείρημα των απανταχού Εθνικοφρόνων - Αμερικανοσφουγγοκωλαρίων για να δείξουν τη φτώχεια στις χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ. Τέτοια ήταν η φτώχεια των ανθρώπων που, με μία οδοντόκρεμα, τους έπαιρνες τις γυναίκες. Κατά περίπτωση η Κολυνός αντικαθίσταται από το καλτσόν, αντικείμενο σε έλλειψη τότε.

Φιλαράκι πήγαμε Βουλγαρία και γυρίσαμε προχθές, με Κολυνός βγάζεις γκόμενα και με παπάκι τη Μις Βουλγαρία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασική έκφραση άρνησης, η οποία χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου υφίσταται επιτακτική ανάγκη άμεσης «προσγείωσης» του συνομιλητή μας στην πραγματικότητα, ο οποίος δεν σκέφτεται ρεαλιστικά κι έχει υπερβολικές απαιτήσεις (από εμάς ή από τρίτους).

- Γκαρσόν! Λεκιάστηκα..
- Με όλο το θάρρος κύριε, μήπως θέλετε κι έναν αράπη να σας κάνει αέρα;

Βλ. επίσης μήπως θέλεις να σου κάνω και καμιά πίπα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified