Χαρακτηρισμός για τα σώματα ασφαλείας (καπελάκηδες, τροχομπάτσοι, ΜΑΤατζήδες, ασφαλίτες, εδικοί φρουροί, ΟΠΚίτες, ΜΕΑ, δεσμοφύλακες, βασανιστές, ζητάδες, συνοριοφύλακες, τελωνειακοί, κτλ) τα οποία πληρώνουμε με τους φόρους μας για να μας υπηρετούν και να μας δίνουν ένα γενικότερο αίσθημα ασφάλειας, πράγμα που επιτυγχάνουν άριστα.

Μπάτσοι γιατί να. Γουρούνια γιατί καταλαβαίνει όποιος έχει δει μπάτσο μπροστά του (αν και δε συμφωνώ απόλυτα γιατί είναι προσβολή για το γνωστό ζώο). Το γιατί δολοφόνοι μας το υπενθυμίζουν σε τακτά χρονικά διαστήματα.

Το σύνθημα φοριέται πολύ σε πορείες και διαδηλώσεις, αλλά τώρα πια και σε σχολεία, νηπιαγωγεία, εργασιακούς χώρους, σπίτια, αυλές, πάρτυ, κοσμικές συγκεντρώσεις, γάμους, βαφτίσια και γιορτές.

Εν συντομία: μπα-γου-δο.

  1. Τη χέστρα πάλι βούλωσα κι έσπασε το σιφόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  2. Απ' όλα τα φρούτα μ' αρέσει το πεπόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  3. Μικρό μου πόνυ, μικρό μου πόνυ,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  4. Είμαστε στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  5. Μ' αρέσει η μουσική, παίζω και τρομπόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  6. Μ' έφτυσε η γκόμενα απ' τ' απέναντι μπαλκόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  7. Τσάι με λεμόνι στο μπαλκόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  8. Άσε το ... και πιάσε το καδρόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  9. Με το παπάκι έπεσα κι έσπασε το τιμόνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  10. Την αφίσα κρέμασα με ούπα και στρυφώνι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  11. Ψάχνω ένα σύνθημα, σε -όνοι τελειώνει,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  12. Ένα είναι το σύνθημα που όλους μας ενώνει,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  13. Οι μπάτσοι είναι αδέλφια μας κι εμείς αδελφοκτόνοι,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  14. Ο σκύλος μου τρελάθηκε με γάτες ζευγαρώνει,
    μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι!

  15. Μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι,
    εσείς πουλάτε την άσπρη σκόνη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

…το Χριστό (μου, σου, του, σας, τους) ή/και την Παναγία (μου, σου, του, σας, τους):

Προσοχή, ακολουθεί σεντονάρα, διαβάζετε υπ΄ ευθύνη σας:

Με αρετή και τόλμη, (που θέλει η ελευθερία), χωρίς φόβο και πάθος, έφτασε η ώρα για τον γενναίο λημματογράφο, σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, να αναμετρηθεί με την ποιητικότατη, (ίσως την ποιητικότερη όλων), φράση αυτή και τα τεράστια υπαρξιακά - ανθρωπολογικά ερωτήματα που γεννά, σε φάση Δον Κιχώτης που επιτίθεται στους ανεμόμυλους.

Απαραίτητες προκαταρκτικές παρατηρήσεις :

1) Πρώτο κλειδί για το ξεκλείδωμα του μυστηρίου είναι η συντακτική ανάλυση της πρότασης, που έχει ως εξής :

α) Ένα γνωστό μεταβατικό ρήμα : γαμάω.

β) Αντικείμενο του ρήματος: ο Χριστός ή/και η Παναγία

γ) Μία προσωπική κτητική αντωνυμία (-μου, -σου, -του, -σας, -τους, ποτέ -μας, αφού, όπως θα δούμε, βρισκόμαστε στο βασίλειο της απόλυτης ατομικότητας και δεν χωρούν εδώ συλλογικότητες παντός είδους). Η αντωνυμία ορίζει σε ποιόν ανήκει το αντικείμενο, δηλαδή ο Χριστός και η Παναγία. Η χρήση της αντωνυμίας είναι προαιρετική, αφού η φράση συναντάται και χωρίς αυτήν.

2) Δεύτερο κλειδί για την κατανόηση της φράσης είναι η μορφή που λαμβάνει η εξύβριση των θείων σε άλλες γλώσσες. Ενδεικτικά και μόνον :

Αγγλικά : Υπάρχει το Holy shit, αγαπημένη έκφραση του Μπουκόβσκι, που ο Τέος Ρόμβος μεταφράζει ως “θεία σκατά”.

Ιταλικά : porco Dio, porco Cristo, Dio maiale, και το χειρότερο όλων, porca la Donna, δηλαδή παραλληλισμός των θείων προσώπων με γουρούνι και χοίρο.

Ισπανικά : me cago en Dios, me cago en Cristo, me cago en copon (δισκοπότηρο), me cago en la ostia (η όστια), και το χειρότερο όλων, me cago en la Virgen, δηλαδή οι φίλοι μας οι Ισπανοί, για λόγους που αυτοί ξέρουν, δεν γαμούν, αλλά χέζουν τα θεία.

Εισαγωγικό συμπέρασμα : Η εξύβριση των θείων με την άνω συντακτική μορφή που απαντάται στην ελληνική, δηλαδή το συγκεκριμένο ρήμα, το συγκεκριμένο αντικείμενο/α + (προαιρετική) προσωπική αντωνυμία, δεν απαντάται, τουλάχιστον στις άνω γλώσσες.

3) Η φράση αυτή λέγεται από κάποιον υβριστή σε κάποιον υβριζόμενο και θεωρείται από τις χειρότερες βρισιές που μπορούν να ειπωθούν στα ελληνικά. Η ένταση της στιγμής είναι μεγάλη, η ατμόσφαιρα βαριά και ασήκωτη. Δεν είναι από τις βρισιές που λέγονται για πλάκα. Κυριαρχεί και ξεχειλίζει το μέγα πάθος. Τόσο βαριά είναι η βρισιά, ώστε θεωρείται μεγάλη ύβρις (βλασφημία, αμαρτία) ακόμα και από τον ίδιο τον υβριστή, και για αυτό το λόγο έχουν εφευρεθεί και οι γνωστές παραλλαγές που βοηθούν τον υβριστή να παρακάμψει την αμαρτία που διαπράττει με το να σκεφθεί και μόνον την φράση. Βλ. γαμώ την Παναχαϊκή μου, γαμώ την πανακόλα, το χριστόφορο κολόμβο, κ.λπ. Οι ανώδυνες αυτές παραλλαγές δεν μας αφορούν εδώ. Μας αφορά μόνον η φράση όπως ακούγεται στην πληρότητά της, (ρήμα + αντικείμενο + αντωνυμία).

Όποτε λοιπόν ακούμε την φράση πλήρη, ένα καμπανάκι συναγερμού χτυπάει, ο Ρουβίκωνας είναι πια πίσω μας, τα σύνορα έχουν παραβιαστεί, γνωρίζουμε ότι μπαίνουμε στην περιοχή του αληθινού πάθους, του αληθινού θυμού, της αληθινής απόγνωσης, της αληθινής άσκησης εξουσίας από άνθρωπο σε άνθρωπο, (η λεκτική βία όταν είναι πηγαία και αληθινή είναι από τις πιο έντονες και σπαρακτικές μορφές άσκησης εξουσίας, δείτε π.χ. τις ταινίες του Οικονομίδη), των αληθινών ανθρώπινων συναισθημάτων.

Είναι αδιάφορο εάν τα συναισθήματα είναι θετικά ή αρνητικά, μικροπρεπή και ταπεινά ή μεγαλόπνοα, σημασία έχει ότι είναι αφενός αληθινά, αφεδύο ανθρώπινα. Άλλωστε «τίποτα το ανθρώπινο δεν μου είναι ξένο». Ο υβριστής είναι άνθρωπος με πάθη και παθήματα, και την στιγμή που εκστομίζει την φράση, τον πνίγει το υποκειμενικό του δίκαιο, (εννοείται ότι αντικειμενικά μπορεί να έχει, και συνήθως έχει, άδικο), τα πάθη του ξεπερνούν τα όρια, δεν γνωρίζει αυτός από φτιασίδια, προφάσεις και καθωσπρεπισμούς, γκρεμίζει τις συμβάσεις και επικεντρώνεται στην ουσία, που στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προσβολή του υβριζόμενου, μέχρι εκμηδενισμού του, αν είναι δυνατόν. Μυρίζει ανθρωπίλα ένα γύρω, δεν είναι ευχάριστο.

Το ίδιο συμβαίνει και όταν, ο υβριστής και υβριζόμενος ταυτίζονται στο ίδιο πρόσωπο. Εδώ ο υβριστής θυμωμένος αυτοοικτίρεται και αυτοεκμηδενίζεται, κυριαρχημένος από το συναίσθημα της ιερής αγανάκτησης και συνειδητοποιώντας την ανθρώπινη αδυναμία του, (βλ. 2ο παράδειγμα), χρησιμοποιεί την προσωπική αντωνυμία στο πρώτο ενικό πρόσωπο, – μου.

Μπαίνουμε λοιπόν στην περιοχή της απόλυτα επικίνδυνης πραγματικότητας. Στην αληθινή αλήθεια της αλήθειας που έλεγε και ο Σκαρίμπας. Από εδώ και πέρα, enter at your own risk. Δεν είναι τυχαίο ότι η πλήρης φράση ακούγεται συχνά από ανθρώπους της δουλειάς, κυρίως χειρώνακτες, π.χ. από μάστορες προς νέους μαθητευόμενους για ένα λάθος τους, ή πάνω σε μία δύσκολη και έντονη στιγμή της εργασίας, όπου η αμείλικτη πραγματικότητα έχει το πάνω χέρι και δεν δίνει λογαριασμό σε κανένα. Οι σπουδαγμένοι, οι πολιτισμένοι και οι καθωσπρέπει, θα την αποφύγουν πάση θυσία, έστω και με τις άνω παραλλαγές. Θέλει πρωτογονισμό για να το πεις αυτό το πράγμα, πόσο μάλλον να το λες και να το πιστεύεις. Δεν θα το ακούσεις από χείλη φλώρου, και αν το ακούσεις, δεν θα σε πείσει.

Και ας μπούμε επιτέλους στο ζουμί. Τι εννοεί ο ποιητής, συγγνώμη, ο υβριστής;;;

α) Ο υβριστής (λέει ότι) γαμεί.

Ναι, αλλά τι είναι το γαμήσι, τουλάχιστον στην συγκεκριμένη περίπτωση;

Το γαμήσι είναι η επικοινωνία με τα βαθύτερα ένστικτά μας, η κραυγή του ζώου, η επιβεβαίωση ότι ο άνθρωπος είναι ένα υπέροχο και συνάμα ρυπαρό ζωώδες πλάσμα, (ρυπαρό γι΄αυτό υπέροχο), η επιβεβαίωση της ανθρώπινης ουσίας μας, η οποία βέβαια πάει πακέτο με την θνητότητά μας, (όλοι θα πεθάνουμε αδέρφια, γι΄ αυτό γαμάτε, γιατί χανόμαστε). Να γιατί κατά τη διάρκεια, αλλά και για λίγο μετά από κάθε γαμήσι, για λίγο πιο ανάλαφροι, για λίγο πιο χαρούμενοι, ιδρωμένοι, πασαλειμμένοι, λερωμένοι από τα σωματικά μας υγρά και τις εκκρίσεις, αισθανόμαστε λίγο πιο άνθρωποι, ή αλλιώς, το ίδιο κάνει, αισθανόμαστε έστω για λίγο θεοί, πάει να πει έστω και για λίγο αθάνατοι !!!.

β) Τι (λέει ότι) γαμεί ο υβριστής ;;;;

Ο υβριστής γαμεί και αναπόφευκτα λερώνει αυτό που η ανθρώπινη σύμβαση που λέγεται θρησκεία (εδώ χριστιανισμός, ορθοδοξία), καθορίζει ως το πιο αμόλυντο, το πιο άχραντο, το πιο σεπτό, το πιο ιερό, το πιο σεβαστό, το πιο ανέγγιχτο, το άμωμο, το πιο πνευματικό, πνευματώδες και άυλο, εν τέλει το πιο μη ανθρώπινο ον που μπορεί ποτέ να υπάρξει, δηλαδή το Χριστό ή/και την Παναγία.

Άρα ο υβριστής μέσα από το πάθος και την ένταση της στιγμής, φέρνει το θείο στα ανθρώπινα δικά του μέτρα, ο υβριστής άνθρωπος θεώνεται, ενώ το θεϊκό υπέρτατο και άυλο αντικείμενο, (ο Χριστός ή/και η Παναγία) εξανθρωπίζεται. Όλα αυτά με τρεις λέξεις. Αν δεν είναι ποίηση αυτό, τι είναι;;

Εδώ μπαίνουμε στην ουσία της ελληνικής σλανγκικής ιδιαιτερότητας. Το γεγονός ότι η εξύβριση των θείων έχει αυτή την μορφή στην Ελλάδα, δεν μπορεί παρά να με οδηγήσει συνειρμικά σε μία μακρινή εποχή, όπου η θρησκεία, (όχι θεϊκό, αλλά πάντα ανθρώπινο δημιούργημα, μην το ξεχνάμε), μιλούσε για τσαχπίνηδες θεούς και θεές, που λιάζονταν τεμπέλικα, κόβοντας από ψηλά την κίνηση (σημαντικός ο ήλιος για να φτιαχτεί η όλη κατάσταση).

Εάν λοιπόν κόζαραν κανένα θνητό κομμάτι τούμπανο, δεν δίσταζαν να κατέβουν στα χαμηλά και να ζήσουν από κοντά την περιπέτεια του έρωτος, να μοιραστούν έστω και για λίγο την χαρούμενη αλλά και αναπόφευκτη μοίρα της θνητότητας και να εξανθρωπιστούν γαμώντας ή/και γαμούμενοι/ες.

γ) Και ποιο το νόημα της προσωπικής κτητικής αντωνυμίας;

Η αντωνυμία επιβεβαιώνει και κλειδώνει όλα τα παραπάνω. Η χρήση της σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει τον δικό του ατομικό θεό (Χριστό, Παναγία, γουατέβερ), το δικό του προσωπικό υπέρτατο και άχραντο πνευματικό άυλο ον. Η διαφορά είναι ότι εδώ το υπέρτατο ον ανήκει αποκλειστικά και ad hoc στον υβριζόμενο.

Δηλαδή πάει να πει ότι δεν πρόκειται γενικά για τον θεό όλων των ανθρώπων, είναι συγκεκριμένα ο συγκεκριμένος αποκλειστικός θεός του υβριζομένου. Και εδώ λοιπόν έχουμε μία σημαντική ιδιαιτερότητα, δηλαδή έναν ολόκληρο αθάνατο θεό μόνον για την δική μας την θνητή πάρτη, για ατομική χρήση. Για αυτό είπα παραπάνω ότι βρισκόμαστε στο βασίλειο της απόλυτης ατομικότητας.

Μην ξεχνάμε, ξαναλέμε, την πολύ συχνή ταύτιση υβριστή και υβριζόμενου στο ίδιο πρόσωπο, όταν χρησιμοποιείται το πρώτο πρόσωπο της προσωπικής αντωνυμίας - μου, όπου είναι πλέον φανερή η ύπαρξη του ατομικού θεού, μόνο για πάρτη μας, για ατομική χρήση, έναν θεό που δεν διστάζουμε να (λέμε ότι) τον γαμάμε, πάνω στα νεύρα μας.

Ο υβριστής λοιπόν, πάνω στην ένταση της στιγμής, δεν κωλώνει να κατεβάσει κάτω το αποκλειστικό υπέρτατο θεϊκό ον του υβριζόμενου, (ή και του εαυτού του), από τα ψηλά που βρίσκεται και να το εξανθρωπίσει, κατά την έννοια που πιο πάνω αναλύσαμε. Ένα είδος βίαιης αποκαθήλωσης που οδηγεί στον εξανθρωπισμό του θείου. Η σχεδόν βάρβαρη και βίαιη λεκτική αντίθεση που δημιουργείται από την άμεση αντιπαράθεση μέσα στην ίδια φράση των εννοιών: α) του ιερότατου, πάνσεπτου και άυλου όντος, και β) της αδυσώπητης εξανθρώπισης του όντος αυτού, δια του γαμησιού, οδηγεί στην επίτευξη του αρχικού στόχου, δηλαδή την λεκτική εκμηδένιση του υβριζόμενου και στην δημιουργία μεγάλης έντασης και υπερβολής, ή αλλιώς ποίησης.

Υπενθυμίζεται ότι η εξύβριση των θείων τιμωρείται από τα άρθρα 198 και 199 του ελληνικού ποινικού κώδικα, με φυλάκιση τριών μηνών μέχρι δύο ετών.

  1. «Κρίμας το κορίτσι» λένε το κεφάλι τους κουνάν τάχατες για μένα κλαίνε δε μ΄ απαρατάν !

Βρε παιδιά προσέξετέ με
κόβω κι απ΄ τις δυο μεριές
το πρωί που δε μιλιέμαι βρίζω Παναγιές

και το βράδυ όπου κυλιέμαι
στα γρασίδια καθενού λες και κονταροχτυπιέμαι ντρούγκου-ντρούγκου-ντρου

Τη χαρά δεν τη γνωρίζω και τη λύπη την πατώ Σαν τον άγγελο γυρίζω πάνω απ΄ τον γκρεμό.

(Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη).

  1. Και ΄γω σ΄ αγαπώ, γαμώ το Χριστό μου Και ΄γω σ΄ αγαπώ, γαμώ το Χριστό.

(Τζίμης Πανούσης, Ερωτικό).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο επαγγελματίας χειροκροτητής.

Στον προηγούμενο αιώνα υπήρξε part-time απασχόληση. Στην όπερα μάλιστα, έπρεπε να είναι και γνώστης της μουσικής και να έχει σχέση με την παράσταση, ώστε να ξέρει πότε να χειροκροτήσει (δίνοντας και το έναυσμα για χειροκρότημα και στους άλλους θαμώνες). Ο λόγος ύπαρξης των κλακαδόρων, ήταν ο φόβος ότι το κοινό θα χειροκροτούσε σε ακατάλληλη στιγμή. Και δεν το ήθελαν αυτό, γιατί η υψίφωνος μπορεί να έχανε καμιά νότα, και πάει το αριστούργημα.

Η λέξη προέρχεται από το αγγλική λέξη «clack» (θορυβώ), «clacker» (γιογιό, καραμούζα, παιδικό παιχνίδι που κάνει θόρυβο).

Σήμερα, η λέξη χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των: κομματόσκυλο, φερέφωνο, οπαδός, αβανταδόρος.

- (...) ενδιαφέροντός του από τα καυτά προβλήματα στο εάν έβηξε ή κατούρησε ο κάθε λογής υπουργοποιημένος και βολεμένος κυβερνητικός ή κομματικός κλακαδόρος. ...

- Όποιος τολμά να εκφράσει ελεύθερα μια άποψη που δεν βολεύει το ΠΑΣΟΚ και το «εκσυγχρονιστικό» παρακράτος, αμέσως στιγματίζεται σαν κλακαδόρος της Ν.Δ....

(Από ιστότοπους)

(από electron, 16/09/09)Είσαι σκέτο παρακράτος (από allivegp, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή μαθηματικής έννοιας που όλοι μας ακούσαμε - έστω και από σπόντα - στα σχολικά μας χρόνια. Είναι φράση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε ανύποπτο χρόνο και να προσφέρει στιγμιαίο γέλωτα (ακόμα και σε γκόμενα - τεσταρισμένο).

Ωστόσο, δεν ανήκει στην κατηγορία «Φατσέας», δηλαδή δεν πρόκειται να την ακούσεις από έναν αγράμματο / παντελώς αμόρφωτο χωριάτη επειδή την έχει μάθει λάθος από μικρός, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι τόσο γυφταίος, τόσο υπάνθρωπος και νεάτερνταλ, που αποκλείεται να βρέθηκε ποτέ σε σχολική αίθουσα για να την ακούσει.

Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί λεκτικά μετά το «θα σε γανώσω», για να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο θα το κάνει ακριβώς.

- Θα σε γαμήσω ρε... Θα σε γαμήσω εντός εκτός και επί τα αυτιά ρε..
- Κλαν μάι πουτς ρε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διαφορετικός τρόπος ώστε να πεις «άντε γαμήσου».

- Ρε πάρε τον πούλο που θα με πεις εσύ εμένα ηλίθιο!

Πάρε τον Πούλο (για κανά ανταλλακτικό) (από Hank, 15/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία από τις πιο παλιές και πιο powerful εκφράσεις προσβολής, όπου κύριο θέμα είναι το σκατό, κάτι σαν το «να φας σκατά» (ή το αρβανίτικο «χάνα μουν»), αλλά σε πολύ πιο εξελιγμένη μορφή.

Σε γιαπί:
- Πιάσε ρε Κίτσο το σφυρί να 'ουμ.
- Χάνα μουν ρε
- Σκατά να φας, σκατά να πιεις, σκατά να πας να χέσεις, από σκατά να σηκωθείς και σε σκατά να ξαναπέσεις.
- ........!

(από tasurmata, 28/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Απάντηση σε χιλιοειπωμένα πράγματα που στην πραγματικότητα δεν έχουν βάση. Επιχειρήματα που δεν δύνανται να σταθούν σε κοινή λογική.

  2. Απάντηση σε ενδεχόμενη απειλή.

- Πώς οδηγάς έτσι ρε μπάρμπα;
- Εγώ πώς οδηγώ ρε... 40 χρόνια στο τιμόνι... Άντε να μην φωνάξω το 100 και σου πάρουν και την άδεια.
- Αυτά μας τα 'πανε πολλοί, μας τα 'πε κι ένας Γάλλος... Αν δεν γαμήθηκες μικρός, θα γαμηθείς μεγάλος

4.15 (από Khan, 06/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κύρια φράση από όπου ξεκίνησαν όλα τα παρεμφερή: της θείας σου, της γιαγιάς σου, της αδελφής σου, του παππού σου, κλπ, συνοδευόμενα με τα: βρακί, κωλοτρυπίδι, τρίκι τράκα, κώλος, πάτος, πιάτο, τρύπα, πηγάδι και άλλα πολλά.

Κλασική πλέον έκφραση, είτε ολόκληρη η, συνηθέστερα, μισή («της μάνας σου»).

Σε περίπτωση που επιδιώκεται έμφαση, συμπληρώνεται. Πχ, «της μάνας σου το μουνί το γαμημένο!»

Ακόμη μεγαλύτερη έμφαση: «της μάνας σου το μουνί το γαμημένο κι από Τούρκο τρυπημένο!!!

Υποδηλώνει, μεταξύ άλλων:

  • Διαφωνία με κάποιον ή κάτι...
  • Ενόχληση από κάποιον ή κάτι...
  • Αντίθεση-κοντράρισμα σε κάποιον ή κάτι...
  • Αγανάχτηση...

Κυριολεκτικά θα λεγόταν: «γαμώ της μάνας σου το μουνί», αλλά το «γαμώ» έχει πλέον χαθεί, ίσως για αποφυγή αισχρολογίας, αλλά το νόημά του δεν εξαλείφθηκε.

Ίσως από τις δέκα πιο κλασικές φράσεις στην slang ελληνική γλώσσα.

1.Ενοχλημένος ο Χρήστος στον δρόμο με άλλο οδηγό...
- Της μάνας σου... γαμώτο...

  1. - Πρέπει να μου δώσεις 500 ευρώ για το ....
    - Της μάνας σου το μουνί!

  2. Η κόρη-φοιτήτρια έρχεται προς τον μπαμπά λέγοντας:
    - Μπαμπά ! θέλω να μου δώσεις το ενοίκιο, ήρθε και το ρεύμα!
    Ο μπαμπάς μουρμουρίζοντας... - Της μαμάς σου το στρείδι...

4.- Είσαι μεγάλο αρχίδι ρε γαμιόλη!
- Της μάνας σου το μουνί το πηγαδίσιο ρε μπάμια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καρακλασική έκφραση που σημαίνει ότι αδιαφορώ τελείως για κάποιον, τον περιφρονώ, και κυρίως αδιαφορώ για υποδείξεις, συμβουλές, προτροπές, νόρμες, κανόνες.

  1. Ποιο σύστημα; Τους γράφω στα αρχίδια μου. Το σύστημα δε με αντέχει εμένα, το έχω χακάρει. Τώρα προσπαθεί να με αγκαλιάσει, τώρα που βλέπει ότι δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά. (Εδώ).
  2. Στ' αρχίδια μου γράφω τους νόμους. (Εδώ).
  3. Άνδρας των ΜΑΤ: "Τον γράφω στα αρχίδια μου τον Υπουργό". (Εδώ).

Σωστή χρήση

Λίγο πιο εύσχημο είναι το γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια, ενώ το γράφω στα αρχίδια μου έχει δώσει το έναυσμα για τις παρακάτω εκφράσεις:

"Στ' αρχίδια μου τον γράφω τον Αρούλη, σύνθημα του ΠΑΟΚ"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δύο μεγάλες συνομοταξίες γουρνάρηδων, με διαφορετική ετυμολογική προέλευση:

1. Ο χοιροβοσκός. Η ορθή προφορά είναι γουρνάρς.

Εκ του γουρουνιού (< αρχ. γρώνα, η γουρούνα).

Στο σημείο αυτό αξίζει να αναρωτηθούμε που πήγε η δεύτερη συλλαβή ου, οέο. Εξερευνώντας την επαρχία μας θα διαπιστώσετε ότι πάμπολλες ταβέρνες δελεάζουν τους περιηγητές με μια μαγική επιγραφή: γουρουνόπουλο σούβλας. Φτάνοντας όμως στην Πελοπόννησο, και προχωρώντας νότια προς Αρκαδία και Μεσσηνία, οι πιο οξυδερκείς καλοφαγάδες θα παρατηρήσουν μια ειδοποιό διαφορά που θα διεγείρει τους σιελογόνους αδένες τους: στις πινακίδες των ταβερνείων το γουρουνόπουλο μεταλλάσσεται σε γουρνοπούλα.

Εγκαταλείπεται δηλαδή η πλεονάζουσα συλλαβή ου και πέφτουμε πάραυτα στο ψητό.

Με την ίδια λοιπόν αφαιρετική λογική ο γουρουνιάρης χοιροβοσκός γίνεται γουρνάρης. Ο έχων την ετυμολογία του χοίρου γουρνάρης έχει, εκ του προχείρου, δύο σλανγκικές εφαρμογές:

α) Ο μηχανόβιος aficionado της γνωστής γουρούνας.

β) Έτσι ακοκαλείται, με βουκολική διάθεση, οποιαδήποτε μορφής ανθρώπινο γουρούνι: - Όργανα της τάξης - Σοβινιστής φαλλοκράτης (ήτοι οιοσδήποτε άνδρας δεν το σφίγγει το μπουλόνι) - Ακατάστατος και εν γένει λιγδιάρης (γράφε, μη μητροφυλόφιλος).

2. Παραδοσιακό παιχνίδι του παρελθόντος

Εκ της γούρνας (< αρχ. γρώνη, η κοιλότητα) του οποίου οι κανόνες μπορείτε να διαβάσετε εδώ, αρκεί να σντικαταστήσετε ως συνήθως το ερωτηματικό.

Γουρνάρης, the pig farmer:

Ο μόνος που δεν ψήφισε ακόμη είναι ο Τζίμος ο γουρνάρης. Βλέποντας ότι η ψήφος του είναι καθοριστική τρέχουν να τον παρακαλέσουν να διαλέξει την μία ή την άλλη παράταξη. Ο Τζίμος ανένδοτος δεν αποδέχεται τις προτάσεις αλλά τους εκβιάζει λέγοντας να ψηφίσουν αυτόν για πρόεδρο. (Από τοπική εφημερίδα της Ημαθίας)

Γουρνάρης, the male chauvinist pig

Λίλιαν: Είσαι ένας αισχρός άθλιος γουρνάρης!
Πέρι: Γουρνάρης, χρου;;;

Γουρνάρης, the game:

Για μπάλα είχαν το σκλεπατάρι,
πηδούσαν σαν καλλικατζάροι,
στη γούρνα έπρεπε ν’ αράξει
ο γουρνάρης για ν’ αλλάξει.
(Από λαογραφική ιστιοσελίδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified