Further tags

χέστον, χέστονα, χέστονε

Προστακτική αορίστου του ρήματος χέζω μαζί με την αντωνυμία τον. Χέσε τον. Στην καθομιλουμένη κατόπιν έκθλιψης προέκυψε χέσ' τον > χέστον > χέστονα. Σπανιότερα χέστονε.

Το «α» γεμίζει περισσότερο το στόμα. Από τις πρώτες φορές που συναντάμε στην Νεοελληνική ένα φωνήεν στο τέλος της αντωνυμίας «τον», η οποία ακολουθεί ρήμα σε προστακτική, είναι στο τραγούδι «Πέντε χρόνια δικασμένος» στην ηχογράφηση του 1934 σε ερμηνεία Περπινιάδη: φύσα ρούφα τράβα τονε πάτα τονε κι άναφτονε.

Το χέζω κάποιον έχει μεταφορική σημασία. Δεν εννοούμε πως κυριολεκτικά αφοδεύουμε πάνω σε κάποιον (κοπρολάγνεια), αλλά πως τον έχουμε χεσμένο, δηλαδή τον έχουμε γραμμένο στα παλιά μας παπούτσια ή/και στα αρχίδια μας, δηλαδή δεν τον υπολογίζουμε. Έντονη απαξίωση προς κάποιον ενοχλητικό.

- Πάλι πήρε τηλέφωνο ο από κάτω να μην παίζω ντραμ.
- Χέστονα μωρέ το μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Καλοπιάσματα, προσπάθεια συμφιλίωσης ή ξεγελάσματος.

  2. Αγαπούλες, σαλιαρίσματα, σαχλά.

  1. ... ε, και αφού χεστήκαμε, μετά μου ήταν όλο αγάπες και λουλούδια, κατάλαβες;...

  2. Με επίθεση γοητείας, αγάπες, λουλούδια και δηλώσεις προθέσεων κανείς σοβαρός δεν πείθεται...

  3. Ο σκηνοθέτης μιλάει έξω από τα δόντια, για την ανάγκη το θέατρο να είναι πολιτικό και όχι να μιλάει για αγάπες και λουλούδια και τα εσώψυχα των πρωταγωνιστών...

  4. Όλα αυτά τα τραγουδάκια του Νέου Κύματος και πίσω ήταν τελείως Χάι Χούι. Όλο αγάπες και λουλούδια και ανθοστήλες. Η πραγματικότητα όμως είναι αλλιώς.

(τα 2, 3, 4 από το νέτι)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν η κατάσταση είναι απελπιστική και δεν επιδέχεται βελτίωση, χέσ' τα κι άσ' τα, άσ' τα - βράσ' τα.

Μεγεθυντικό: γάμα τα με κεφαλαία γράμματα

Πάσα (Δ.Π.): Vikar

  1. Γάμα τα φίλε γάμα τα, με κεφαλαία γράμματα, τελειώσανε τα θαύματα, από δικά μας σφάλματα. Τα λεφτά τα φάγανε, τα λεφτά τα πήρανε, κι όσοι μας χρωστάγανε ήρθαν και μας δείρανε. (Στίχοι εδώ).

2. Όλοι Γάμα τα στη χώρα της μπανανίας και των πλυντηρίων.

Got a better definition? Add it!

Published

Έκφραση, σημαίνει «ο ένας και ο άλλος», όταν δεν θέλουμε να αναφερθούμε σε συγκεκριμένα ονόματα. Κυρίως το χρησιμοποιεί κάποιος θυμωμένος που απειλεί κάποιον άλλον.

  1. Δε θα μου πει εμένα ο δείξιος και ο πείξιος τι να κάνω.

  2. Έλα δω, θα σου δείξω εγώ ποιος είναι ο δείξιος και ο πείξιος.

βλ. και ο πάσα ένας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι όλα τα πράγματα για κάποιον κυλάνε ομαλά, χωρίς ιδιαίτερης σημασίας γεγονότα στο πρόσφατο παρελθόν, συνήθως χρησιμοποιείται ως απάντηση όταν χαιρετάμε κάποιον και τον ρωτάμε πως τα περνάει.

- Τι κάνεις, πώς τα περνάς; - Εδώ, όπως τα ήξερες, ησυχία, τάξη και ασφάλεια.

(από Khan, 30/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Της πουτάνας, της Πόπης, της Πιπίτσας, της κακομοίρας κλπ.

Έμαθε ότι παντρεύεται την αρχιτσουλάρα κι έγινε της Κυρίας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση έχει επεξηγηθεί σε άλλα λήμματα όπου περιγράφηκε η χρήση της στις 9 μέρες που θέλει ο κώλος να αναρρώσει (επανέλθει, για τους πιο τολμηρούς), καθώς και στη χρήση της όταν κάποιος μας φλομώνει στις μαλακίες.

Επιπροσθέτως αναφέρεται σε χήρες που πηδιούνται πριν σαραντίσει ο άντρας τους (Παράδειγμα 1). Στην νεοελληνική αργκό (Παράδειγμα 2) βρίσκει εφαρμογή όχι μόνο σε προσφάτως χηρεύσασες μόνο, αλλά και σε προσφάτως χωρισμένες, διαζευγμένες κτλ.

  1. - Α την τσουλάρα! Την Πέμπτη ήταν η κηδεία του μακαρίτη, το Σάββατο φασκέλωνε το ταβάνι με τα πόδια η καραπουτανάρα, θεέ μου σχώρα με!
    - Του κώλου τα εννιάμερα του κάνε του μακαρίτη του Γαβρίλη, τσκ, τσκ...

  2. - Τι λες ρε μαλάκα πως είδες τη Κατιάνα να βγαίνει από το γαμιστρώνα με τον Μάνθο! Αφού τη κανονίζει ο ψηλός...
    - Την έστειλε τις προάλλες όταν της έκανε τσακωτή να ντιλάρει κάτι κοκορέτσια στο μπιντέ του πατρικού της μάνας του... Τά 'σπρωχνε στη Σβετλάνα, το Ρωσσάκι, που 'χουν νυχτερινή.
    - Και τώρα πηδάει τον ασφαλιστή του; Του κώλου τα εννιάμερα του κάναν του χοντρομαλάκας....

Χρήση της έκφρασης στο πλαίσιο μπεορραπίσματος (από Khan, 21/03/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζητώ δυσανάλογα υψηλό τίμημα για κάτι που πουλώ ή ζητώ χρήματα για κάτι εκ του περισσού ή εκβιαστικά, σαν νταβατζιλίκι.

Προέλευση της έκφρασης, πιθανολογώ, από την έννοια ότι βλέπω, με εξοργιστικά εγωιστική νοοτροπία, μόνο το δικό μου συμφέρον από μια συναλλαγή.

  1. Από εδώ:

Πάω λοιπόν σε ένα κατάστημα στη Στουρνάρη που είχε όλο collectibles από ταινίες και τον ρώτησα πόσο κάνει να μου τα φέρει. Μου ζήτησε 150 ευρώ. Του είπα τόσα σου λείπουν; Τα παρήγγειλα από το amazon μαζί με τα DVDs και μου κόστισαν 20 ευρώ μαζί με τα μεταφορικά...

  1. Από εδώ:

Ο τέως πλέον πρόεδρος του Ιωνικού Κώστας Χαραλαμπίδης, μήνυσε φιλάθλους του Ιωνικού ζητώντας... 300.000 ευρώ απ' τον καθένα για το παιχνίδι με τα Τρίκαλα! Τόσα σου λείπουν ρε θηρίο;

  1. Από εδώ:

ΜΟΥ ΕΙΠΕ ΟΤΙ ΕΠΕΙΔΗ ΔΕΝ ΕΧΩ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΜΟΥ ΔΙΝΕΙ ΔΙΟΡΙΑ 2-3 ΜΗΝΕΣ ΝΑ ΤΟΥ ΔΩΣΩ 250 ΕΥΡΩ ΝΑ ΤΑ ΠΑΕΙ Ο ΙΔΙΟΣ ΣΤΗΝ ΕΦΟΡΙΑ ΩΣ ΠΡΟΣΤΙΜΟ ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΤΟΣΑ ΤΟΥ ΕΛΕΙΠΑΝ ΝΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΙ ΓΙΑ ΤΑ ΕΙΣΗΤΗΡΙΑ ΤΩΝ ΔΙΑΚΟΠΩΝ ΤΟΥ

Got a better definition? Add it!

Published

Κλασικός σλανγιωτατισμός τση εκφράσεως κάνω την πάπια.

Ορισμένοι μπαμπάδες νέας κοπής το εκφέρουν συνεκδοχικά κι όταν αι θυγατέραι των (ή, Θεός φυλάξοι, οι υιοί των) βγάζουν σέλφι με ντάκφεϊς.

Εναλλακτικά, όταν κάποιος καγκουρόσαυρος κάνει μοντιφιές στην Nissan του.

Αγραμματιστί: ποιώ την νήσσαν.

Λαμπυριζούσης και σελαγιζούσης της νυκτός, περίπου στα 400 π.Χ. οι Γαλάται επεχείρησαν αιφνιδιαστικήν επίθεσιν ίνα καταλάβωσιν την αιωνίαν πόλιν (Roaming).

Αι καλοθρεμμέναι χήναι του Καπιτωλίου, λαβούσαι πρέφαν τι διημείβετο, επάτησαν τας τσιρίδας, με αποτέλεσμα να αφυπνισθώσιν οι ημικαθεύδοντες φλουροί (εκείνα τα χρόνια επετρέπετο να φυλώσι σκοπέτο καθιστοί και τον ψιλο-έπαιρναν) και να απωθήσωσιν τς εισβολείς.

Έκτοτε εις την πρωτεύουσαν της αυτοκρατορίας, αι χήναι ετιμώντο δεόντως υπο των Ρωμαίων ως σωτήρες της πόληώς των, ενώ εμισούντο βαθέως υπό των Γαλατών, οίτινες τας κατέσφαζον ευκαιρίας δοθείσης και εκατασκεύαζον η-πατέ φουα γρά με το ήπαρ των ινα τας εκδικηθώσιν (εν συνεχεία το εσυνήθισαν και τους ήρεσεν).

Ότε μετεφέρθη η πρωτεύουσα του ιμπέριου εν Κωνσταντινουπόλει (330 μ.Χ.), ο Κωνστάντιος ο Α΄ (ο Ξηρός) μιμούμενος τας συνηθείας της Ρώμης, εκτός του ότι διήρεσεν ομοίως αύτην εις 14 περιοχάς, διετήρη τάφρον με ιερά παπάκια (διότι δεν τους ηυρίσκοντο παρεπιδημούσαι χήναι) πλησίον του παλάτσου, ίνα κρώζωσιν και να ειδοποιεί η ακάθιστος (πλέον) φρουρά τον Πρωτοκουβικουλάριον διά τυχόν κίνδυνον (Συμεών Πικραμένος τ. ζ΄ σελ. ιθ΄ στιχ. κγ΄).

Όπως παρατηρεί ο Λεπενδρηνός στα 1178, η πόλις της Θεσσαλονίκης ως δευτέρα της αυτοκρατορίας, εμιμήθη εν συνεχεία τα μεγαλεία της πρωτευούσης και εκατασκεύασεν χαβούζαν με παπάκια πλησίον της Αχειροποιήτου, η χρησιμότης των οποίων όμως είχεν από μακρού λησμονηθεί, προϊόντων των αιώνων.

Πράγματι, μνημονεύει ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης ότι «… ο Μανουήλ Κομνηνός ως ηδέως ηρέσκετο πλατσουρίζειν μετά νησσών πολλών λουόμενος…», έθιμον το οποίον και εξεπόρτισεν (export) εις Εσπερίαν ο Αλδουίνος των Νορμανδών.

Ούτω πως, η τάφρος εφυλάσσετο υπο βλοσυρών Τσιφίτ-μπασήδων (Εβραίων), οίτινες ουχί μόνον ωλιγωρούσαν ως προς την δίαιταν των πτηνών από καρμιριά, αλλ’ επωφελούντο πωλούντες το σιτηρέσιόν των και ενθυλακούντες το αντίτιμον.

Ως εικός, αι νήσσαι (παπάκια) τω προαναφερθέντι μόδω σκαιώς μεταχειρισθείσαι, εμουλάρωσαν (τρόπος του Ленин) και ότε επλάκωσαν οι Νορμαντέζοι το 1185, αύται έκαναν τη γκορόιδα…

(Χότζας, εδώ)

Ένα από τα περίφημα ντακ-φέισιζ της Σώτης Τριανταφύλλου. (από Khan, 10/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιομοδίτικο, χέβυ ντιούτυ μπινελίκι για μισητούς νεκρούς. Μονοθεϊστικής προέλευσης, εφόσον ξεκάθαρα συνδέεται με διαόλους, τριβόλους, τα καζάνια της κόλασης, θειάφια, σκατόλακκους, φωτιές, κολασμένες λυσσάρες καλόγριες και ταλιμπάν. Υποψιάζομαι ότι το χρησιμοποιούν τύποι δυσκοίλιοι, στερούμενοι άλλων μέσων έκφρασης της απέχθειάς τους προς τον μεταστάντα.

Λέγω (αλλά ποιος μ' ακούει), ότι και αυτή η έκφραση μάλλον εμπίπτει στην κατηγορία των μη χρησιμοποιούμενων πλέον στον προφορικό λόγο, που ωστόσο επιζούν στον γραπτό τοιούτο, και δη τον ιντερνετικό.

Να σας εξομολογηθώ τέλος ότι έφερνα και πίπουλα για να διακοσμήσω το λήμμα, αλλά τα πήρε ο αέρας τα γαμημένα. Ο ίδιος που σκόρπισε και καναδυό επιπλέον λογοτεχνικά παραδείγματα που (νόμιζα ότι) είχα να σας παραθέσω, από Καζαντζάκη μεριά μου φαίνεται. Οπότε θα βολευτείτε με τα βρισκούμενα, και μην πυροβολείτε τον πιανίστα παρακαλώ.

  1. [...] ΤΙΣ ΒΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΕΒΑΛΕ Ο ΠΙΣΣΟΚΟΚΚΑΛΟΣ ΠΟΛΩΝΟΕΒΡΑΙΟΣ [...]

Ιντερνετική επάλειψη / στεγανοποίηση οστών τεθνεώτος Βαλκάνιου σοσιαλιστή ηγέτη, περί τα τέλη του παρελθόντος αιώνος.

  1. Ο Παπαδογιάννης κατώρθωσε να καταβάλη τον Μουσταφάν και, αφού του έδωκε της χρονιάς του, του είπε:
    - Μπουρμά! Επεράσαν κείνα πού κάτεχες. Επέρασ’ ο καιρός που μαχαίρωνε ο κύρης σου ο πισσοκόκκαλος για το σημαντήρι. Εδά κτυπά καμπάνα και γλήγορα θα την ακούσης και στ’ αυτί σου κοντά!

Ι. Κονδυλάκης «Η καμπάνα», από το «Όταν ήμουν δάσκαλος», εκδ. Νεφέλη 1988.

  1. Η σιγανομουρμουριστή ψαλμουδιά, π' αρχίνησε ο παπάς τράβηξε σαν κλώσσα πίσω της το πλήθος και καθώς κατηφόριζαν ακούστηκε η στριγγιά φωνή της Καλλιρώς:
    - Στ' ανάθεμα και στην πισόβραση, κολασμένε!

Στρ. Αναστασέλλη «Το μοσακό», από τη συλλογή διηγημάτων «Κερατοζωή», εκδ. Θεμέλιο 1975.

  1. Πίσσα στα κόκκαλά του, που έλεγαν κάποτε.

Πισσοκόκκαλης (από σφυρίζων, 29/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified