Μπαμπαδίστικος χαρακτηρισμός στομωμένων εργαλείων κοπής, όπως ψαλίδια, κοπίδια, ξυράφια, αλαβάρδες και δεν συμμαζεύεται.

- Μάκη, πιάσε το κοπίδι να ανοίξουμε τις κούτες, ήρθε η παραγγελία. Που' σαι, το πράσινο, γιατί τα άλλα δεν κόβουν ούτε νερό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για το άχρηστο μαχαίρι που δεν κόβει καλά.

Έχω ακούσει και την εξής παραλλαγή από την Θεσσαλία: «Δεν κόβει ούτε πούτσο από πεθαμένο».

Αυτό το μαχαίρι δεν κόβει ούτε του σκυλιού τον κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ναι μεν «μπάκακας», «μπακακάς» και «μπακακός» είναι ο «βάτραχος» όπως ορθότατα δηλώνουν αντίστοιχα οι σφυρίζων, leonpanos και vikar εδώ, οπότε «μπακακάκι» το «βατραχάκι», αλλά επίσης «μπακακάκι» είναι και σύνεργο ψαρέματος.

Πρόκειται για μια μικρή σχετικά μεταλλική κατασκευή συχνότατα με ιχθυοειδές σχήμα και βάρος ανάλογο με το βάθος των νερών που θα γίνει το ψάρεμα με τη μέθοδο της συρτής. Απ’ το μπακακάκι κρέμονται δύο ή και παραπάνω αγκίστρια ή σαλαγκιές στα οποία δολώνεται (εκτός ίσως του τελευταίου), ανάλογα με το θήραμα - στόχο, ζωντανό ή φρέσκο ήδη ψαρεμένο ψάρι (π.χ. γόπες), καλαμαράκια ή ακόμη και χταπόδι.

Όλο το σύμπλεγμα δένεται στο νήμα που θα βυθιστεί στο νερό. Το δε νήμα μπορεί να συγκρατείται από το καλάμι του ψαρέματος ή ηλεκτρικό καρούλι.

Το μπακακάκι εξασφαλίζει με το σχήμα και το βάρος του πως η κίνηση των δολωμάτων κάτω από το νερό θα μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο με αυτήν ζωντανών ψαριών σε μικρό κοπάδι ώστε να ξεγελαστεί το μεγάλο ψάρι - θήραμα (σφυρίδα, φαγκρί, στείρα κλπ).

Η έκφραση «κατεβάζω μπακακάκια» συνήθως παίζει χαιρέκακα στο γ’ πρόσωπο.
Περιγράφει την κατάσταση κάποιου σε και γαμώ τη στριμόκωλη φάση, όπου κάτι έχει πάει τόσο σκατά κι απόσκατα και τόσο απρόσμενα κόντρα από το αναμενόμενο που κυριολεκτικά γαμήθηκε το σύμπαν και επιπλέον όχι μόνο δεν μπορεί να την κάνει με μικρά πηδηματάκια, αλλά είναι αναγκασμένος να κάτσει να φάει στη μάπα, δημόσια ή όχι, μια άλφα ξεφτίλα, να λουστεί άσχημες συνέπειες λόγων και πράξεων ή απλά επειδή έμεινε με το μουτζούρη και την ψωλή στο χέρι, να δει τις φιλοδοξίες του να καταρρέουν δίχως να μπορεί όχι μόνο να αντιδράσει αλλά ούτε να μπινελικώσει την καργιόλα τη μοίρα του γιατί απλά δεν επιτρέπει κάτι τέτοιο η θέση, το αξίωμα, ο περίγυρος ή η όλη φάση.

Συνώνυμη με την έκφραση «κατεβάζω γουστέρες» -κάτι που ωθεί στο να θεωρήσω πως ετυμολογείται από το συμπαθές πλην γλοιώδες αμφίβιο.

  1. Θα ήθελα πολύ να δω όσους πιο πολλούς γίνεται από εσάς την άλλη Κυριακή στο 14άρι του ΣΔΥΠ, για να ενώσουμε τα χέρια και να κάνουμε ''ΖΝΤΟ'' μπροστά στην ξινισμένη μούρη του Κατσαρού, που θα κατεβάζει μπακακάκια που τον πέρασε πάλι ο Sam. Να βγάλουμε τη γλώσσα στα μέλη του αντίπαλου team (πιστοί στο πνεύμα του ευ αγωνίζεσθαι) και να τους δείξουμε πόσο τους λυπόμαστε για την επιλογή τους.

  2. Α, όλα κι όλα. Το να καρφώνεις τον τιμώμενο για τη γιορτή του Αντώνη Σαμαρά, μέσα στη Βουλή, είναι απρέπεια. Κι αυτό επισήμανε ο Παπαδημούλης του ΣΥΡΙΖΑ, επικαλούμενος την ντρίπλα Βενιζέλου, με το να απαρνηθεί τις εφτά κάλπες για τις τέσσερις που πρότειναν όλοι.
    (Τώρα στην Πύλο, στη Μήλο, ή στην Τήνο, ο κυρ Αντώνης, κατέβαζε μπακακάκια)

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αυτήν την πατροπαράδοτη, υπερβολική άμα και μακάβρια σύγκριση, χαρακτηρίζεται κάποιο όργανο η εργαλείο κοπής ή διάτμησης, όπως μαχαίρι, ψαλίδι, πριόνι, ράσπα, σέγα κλπ όταν η επίδοση του αποτελέσματος κοπής αξιολογείται ως μακράν του αναμενόμενου επιθυμητού στόχου.

Από διάλογο φίλων στην εξοχή όπου πήγαν για μπάρμπεκιου:
- Αμάν ρε κολλητέ μου τι μαχαίρι είν' τούτο που 'φερες. Δεν κόβει ούτε αρχίδια πεθαμένου.

(από iwn, 08/08/13)(από iwn, 08/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Στιρέλλα είναι σύστημα σιδερώματος συνεχούς ατμοποίησης και, όπως υποστήριζε γνωστός μόδιστρος στη σχετική διαφήμιση, είναι θαυματουργό γιατί εξαφανίζει κάθε ίχνος από τσαλάκωμα σε κάθε είδους ύφασμα. Ο μόδιστρος βρίσκεται σε κάποια επίδειξη των ρούχων του και μόλις βρίσκει τσαλακωμένο το φόρεμα που ήταν να βγει στην πασαρέλα, φωνάζει με πολύ αέρινο στυλ σίγουρος για το αποτέλεσμα: «Τη Στιρέλλα, τη Στιρέλλα!».

Τη Στιρέλλα την επικαλούμαστε, όταν μια κατάσταση αρχίζει και στραβώνει και ζητάμε λύση επιτόπια, άμεση.

Τη Στιρέλλα την επικαλείται και η Φωφώ (η οποία έχει πρόσφατα πατήσει τα δεύτερα –ήντα, αλλά θέλει να πιστεύει ότι βρίσκεται ακόμα λίγο μετά τα είκοσι) και έχει να αντιμετωπίσει έναν μεγάλο εχθρό: τους πλισέδες στο σώμα της και τις ρυτίδες στο πρόσωπό της. Στην αρχή που παρουσιάστηκαν κάλυψε τις ρυτίδες με το μακιγιάζ. Μετά ο εχθρός επανήλθε με περισσότερες δυνάμεις και κατέφυγε στις μπότοξ. Ο εχθρός επανέρχεται δριμύτερος και καταφεύγει στο ρετουσάρισμα χρησιμοποιώντας τη Στιρέλλα μοντέλο «Φουστάνος», που θεωρείται κορυφή στο σιδέρωμα πλισέδων.

  1. Αγουροξυπνημένη προσπαθώ να φτιάξω καφέ, αλλά μου πέφτει το κουτί με τον καφέ. Δεν με ένοιαξε η ατσαλιά και φώναξα στον εαυτό μου: τη Στιρέλλα τη Στιρέλλα και άνοιξα το ράφι και έβγαλα δυο φακελάκια που τα είχα για καβάντζα...

  2. Η Φωφώ κοιτάζεται στον καθρέφτη και ανακαλύπτει δυο καινούριες ρυτίδες. Συμφοράαα! Τη Στιρέλλα τη Στιρέλλα!!! Και έτρεξε να πάρει τηλ. να κλείσει ραντεβού για ρετούς.

(από vip, 01/03/09)(από Galadriel, 02/03/09)Στο 1\'13" η διαφήμιση. Σπεκ στον assosmalakos. (από poniroskylo, 09/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι σε μεγάλη ποσότητα. Συνήθως το λέμε για το κέρδος.

- Ο Γιάννης είναι μυαλό, έχει γίνει σημαντικό στέλεχος της εταιρείας και βγάζει λεφτά με τη σέσουλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παροιμία η οποία ασφαλώς υποδηλώνει, ότι σε οτιδήποτε και αν κάνεις πρέπει να έχεις εμπειρία, αλλιώς θα κοπιάσεις πολύ για να επιτύχεις το στόχο σου.

- Μπαμπά, να ψήσω εγώ τις μπριζόλες στη σχάρα;
- Άσε ρε Γρηγοράκη. Το μουνί και το πριόνι, όποιος δεν τα ξέρει ιδρώνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μακρόστενο ματσούκι, όπως είναι για παράδειγμα η μαγκούρα, η γκλίτσα, το μακρύ μανιβελοειδές εργαλείο που κατεβάζουμε την τέντα, το κλειδί του οπλοβαστού, κλπ.

Τα εργαλεία αυτά λόγω μορφής θυμίζουν πέος. Ο όρος προκύπτει από το γεγονός αυτό και την εικόνα που μας έχει δημιουργηθεί για τη συσχέτιση μεταξύ δάσους, ανέγγιχτης από τον πολιτισμό άγριας φύσης, δύναμης και μεγέθους των οργανισμών που ζουν εκεί, όπως και του μεγέθους του πέους τους.

Στον στρατό. Φαντάρος βρίσκεται δίπλα στον οπλοβαστό και θέλει να τον ξεκλειδώσει για να πάρει το όπλο του.
- Ξέρει κανείς πού είναι το πέος του δάσους; Άντε γιατί σε λίγο έχει αναφορά λόχου και μόνο εγώ δεν έχω πάρει το όπλο μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified