Χρησιμοποιείται για να περιγράψει ιδιαίτερη κατηγορία γυναικών με ιδιαιτέρως μικρό στήθος (το επονομαζόμενο και «πλάκα») και με οπίσθια που δεν γεμίζουν ακριβώς το παντελόνι.

- Το είδες το Τζενάκι; Κουκλί μονάχο!
- Καλή φάτσα, δε λέω, αλλά αβύζου και ακώλου γωνία ρε παιδάκι μου.

Βλ. και κόντρα πλακέ, αβυζαλέο, το.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το μικρό σκυλί (το λέμε και για μεγάλα αλλά ειρωνικά). Τελείως κοροϊδευτική λέξη έχει παρόμοια σημασία με τον ποκοπίκο, όσο αφορά το μέγεθος. Είναι και αρσενικού γένους, αλλά και ουδέτερου. Προέρχεται από το αμερικάνικο goofy goober, που είναι το χαζό άτομο, ο σπασίκλας.

  1. - Και εκεί που ήμουν πάνω στο στρογγυλι, με πήρε στο κατόπι ένας γκούφη γκούπερ και ξέρεις, τι να κλάσω με το πενηντάρι... οπότε έφαγε ένα κλωτσίδι το καημένο...

  2. - Κοίτα αγάπη μου! Μας πήρα ένα σκυλάκι! Κανίς-Γκριφόν είναι!
    - ΧΑΧΑΧΑΧΑΧ!!! Τι είναι αυτό το γκούφυ γκούπερ;!;! Roflcopter!
    - ΧΩΡΙΖΟΥΜΕ!

  3. Με κάλεσε ο Πέτρος σπίτι του και είχε έναν γκούφη γκούπερ ΝΑ! Μου πήγε το σκατό στη κάλτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα με πολύ μικρό στήθος.

- Ωραία αυτή η Μαρία που βγήκατε χτες; - Από πρόσωπο πολύ καλή, και σώμα αρκετά καλό αλλά κόντρα πλακέ ρε παιδάκι μου. Εγώ μεγαλύτερο στήθος έχω.

Βλ. και πλάκα, απλώστρα, κόντρα πλακέ, παντόφλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον δικαιούχο και που όμως αποτελεί ένα μόνο μικρό κλάσμα της συνολικής οφειλής, η οποία βέβαια στις μέρες που ζούμε είναι άγνωστο αν και πότε θα εξοφληθεί ολόκληρη.

Συνέχισε ο ΕΟΠΥΥ με τις ευλογίες όλων των ...παρεπιδημούντων την πληρωμή μας με την μέθοδο των ...σφηνακίων . Καθιερώνεται πλέον ΟΡΙΣΤΙΚΩΣ η μέθοδος αυτή χωρίς να ληφθεί υπόψην ότι οι επιταγές μας δεν ειναι ...σφηνάκια! Και ότι οι κατασχέσεις πάνε σύννεφο!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικρό, συνήθως, περιφερειακό αντικείμενο. Εναλλακτικά, το όμορφο αντικείμενο - το μπιμπελό.

- Κατάφερα να συναρμολογήσω το έπιπλο από το Ικέα, αλλά γμτ μου περισσέψανε μερικές βίδες και κάτι άλλα τζίτζιλι-μίτζιλι!

- Πήρα ένα παπάκι, ρε φίλε, πανέμορφο και ατρακάριστο! Σου λέω τζιτζιλί το εργαλείο...

Βλ. και τζιτζιλόνι vs. τζιτζί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified