Έκφραση δανεισμένη από την αγγλική «the best». Χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της έννοια για να περιγράψει κάτι το τέλειο , το ανώτερο, αλλά και κυριολεκτικά για το αντίθετο. Άρχισε δε να εμφανίζεται στα ελληνικά απ' την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Manchester United ο George Best, που παρόλη την κρασοκατάνυξη και γενικά κραιπαλώδη ζωή του, είχε δεινές ποδοσφαιρικές ικανότητες. Εξού και η χρήση της έκφρασης για κάτι το αναπάντεχα καλό (λίρα εκατό), κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάει καλά και διαψεύδει τους πάντες με τις επιδόσεις του (βλ. Εθν. Ελλάδας Πρωταθλήτρια Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι το «δεν παίζεστ'» αποτελεί παράφραση του αρχικού αγγλικού «the best».

Αντιπροσωπευτικό τραγούδι: Simply the best από τη «γιαγιά» Tina Turner

  1. Κυριολεξία:
    - Πήγαμε στη συναυλία των Scorpions και ήταν ανπέκταμπλ !
    - Σώπα ρε, δε μπεστ ;
    - Δεν παίζεστ' σου λέω, χαμός έγινε.

  2. Ειρωνεία :
    - Γνώρισα χτες την αδερφή του Μήτσου που φαγώθηκε ότι με γουστάρει.
    - Έλα ρε, για λέγε , δε μπεστ;
    - Δεν παίζεστ', άσε . Σκέτη αραχνομούνα, λέμε.

(από granazis, 24/04/10)(από granazis, 24/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μόνος εγκυρος ορισμός είναι ο παρακάτω για τον οποίο παρατίθεται και ντοκουμέντο(1998):

Swag ή s.w.a.g. είναι το αρκτικόλεξο της φράσης SEX WEED ALCHOL GRAFFITI χρησιμοποιούμενο κατά κόρον απο ράπερς και γκραφιτάδες τη δεκαετία του 90, αντιπροσωπεύοντας τη νοοτροπία της κουλτούρας του δρόμου. Γενικότερα λέγοντας ''ο τάδε έχει το SWAG'' σημαίνει ότι ο τάδε έχει αέρα / στυλ / είναι άνετος.

Δημοφιλείς αλλά λανθασμένοι ορισμοί οι εξής: something we all get, sex weed alcohol girls, secretely we are gay.

Ντοκουμέντο 1998.

Εν έτει 2013 το SWAG έχει μάλλον αρνητική έννοια αφού αντιπροσωπεύει την κουλτούρα του κλαρινογαμπρού.

Παράγωγο του SWAG είναι η σουαγκίλα.

Κοίτα πως έσκασε ο τρελός στο παρτυ: γυαλί ηλίου, jordans, lakers μπουφάν και γυαλιστερό snapback. Τίγκα SWAG!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το hardcore (σκληροπηρυνικό). Έκφραση για δύσκολες καταστάσεις και σκληρούς προγραμματιστές με μεγάλα @@. Κυκλοφορεί ως έκφραση στην ελληνική demoscene community.

Πώπω ο τύπος έγραψε ολόκληρο τον κώδικα 100% σε assembly. Μιλάμε για πολύ κορίλα!!!

(από GATZMAN, 22/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα διαβόητα πάρτι που διοργάνωνε ο αρχιπουτσίας και βιαγκροΨωλέας πρώην Ιταλός πρωθυπουργός, Σίλβιο Μπερλουσκόνι.
Η έκφραση πρωτοακούστηκε το 1910, σε μια φάρσα που έγινε από συγγραφείς -ανάμεσά τους κι η νεαρή τότε Βιρτζίνια Γουλφ- κι ακόμα στοιχειώνει το Βρετανικό Βασιλικό Ναυτικό.
Το «μπούγκα-μπούγκα» πρωτοακούστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα, σε μια από τις διασημότερες φάρσες όλων των εποχών

Τι είναι το «μπούγκα-μπούγκα»; Εντάξει, δεν διδάσκεται σε κάποια σχολή, αλλά είναι ένα είδος χορού που λάμβανε χώρα σε ντίσκο της βίλας των οργίων η οποία, τελικά, είχε πολλά facilities. Ο χορός γινόταν μετά τα δείπνα, αφού είναι γνωστή η ιστορία με τα νηστικά αρκούδια. Οι κοπέλες ήταν ημίγυμνες και ο Ιταλός πρωθυπουργός, όχι μόνο δεν τις προέτρεπε να ρίξουν κάτι επάνω τους για να μην τις πιάσουν τα λαιμά τους, αλλά τις θώπευε στα πιο ιδιαίτερα σημεία του σώματός τους. Πώς κάνουν οι νοικοκυρές για να δουν αν έχει ψηθεί το κρέας; Αυτό. Στη συνέχεια, ο «καβαλιέρε» διάλεγε με ποιες - «καλοψημένες» - κοπέλες ήθελε να περάσει την υπόλοιπη νύχτα, προσφέροντας, σε αντάλλαγμα, συγκεκριμένα χρηματικά ποσά, η λεγόμενη και «ταρίφα».
Πηγή εδώ

Κατ' επέκταση η φράση "κολλάει" σε παρεμφερείς, γαμάουα δραστηριότητες, αλλά και πρόσωπα που διακρίνονται για το γαμώ και δέρνω ταμπεραμέντο τους.

  1. Κρίμα πάντως που δεν πρόλαβε ο Μπερλουσκόνι ν' αγοράσει το ελληνικό νησί. Νάχουμε τα μπούγκα-μπούγκα μές στα πόδια μας. (εδώ)

  2. Μεγαλώνει η αγωνία γιά την συμφωνία! Πρώτα μπουγκα μπούγκα κ μετά θάνατος ή κατευθείαν θάνατος; (εδώ)

  3. Αθώος ο Στρος Καν για τα πάρτι, αναμένω ν ανακοινωθεί τηλεγράφημα "μπούγκα μπούγκα, αδερφέ" από τον Μπερλουσκόνι (εδώ)

  4. Ο άντρας, ο μόρτης, ο μάγκας, ο ασίκης, ο καραμπουζουκλής, η καυλοπαγίδα, ο μπούγκα-μπούγκα μίλησε, αφού πρώτα συνομίλησε με τον “Νέστωρα” της Βουλής Απόστολο Κακλαμάνη (εδώ)

  5. Τι λέει λοιπόν ο Σαμαράς στην γυναίκα του όταν εκείνη τον ρωτάει για τις δηλώσεις του μπούγκα-μπούγκα Μειμαράκη του στυλ «δεν θα κλείσει το κανάλι της Βουλής»; (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, τα supermarket LIDL (Λίντλ) διακρίνονται για τις χαμηλές τιμές τους (γι' αυτό και είναι και τα αγαπημένα supermarket των απανταχού Σπαγκάϊ Λάμα) και για τη χαμηλή ποιότητα των περισσοτέρων προϊόντων τους. Δες σχετικά στοιχεία στο Παράρτημα (κάτω απ' τα παραδείγματα).

Γι' αυτό λέγοντας: Στα Λίντλ σε ψωνίσανε; αναφερόμαστε χαριτολογώντας, σε ένα άτομο που ο τρόπος ζωής του είναι κατώτερος των περιστάσεων, σε ένα άτομο, που αν ήταν προϊόν οι ποιοτικές του προδιαγραφές θα ήταν ανάλογες με τις ποιοτικές προδιαγραφές των καταστημάτων LIDL.

Μιλάμε δηλαδή για κάποιον Τζακ Ντάνιελ, για κάποιον που είναι συνήθως κουλ, που ζει τεμπέλικα, ράθυμα και χύμα, που δε χολοσκάει και δεν αγχώνεται με τίποτα, που κάνει μαλακίες χωρίς ενοχές. Μιλάμε για άτομο που δεν μπορείς να του αναθέσεις κάποια υπευθυνότητα ή, αν του αναθέσεις, μετά χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Για άτομο που θα μπορούσε να ενταχθεί και να προσαρμοστεί άνετα στο γενικά αργόσχολο ελληνικό δημόσιο.

Μπορεί επίσης να μιλάμε ακόμα και για κάποιον περιορισμένης ευθύνης, για κάποιον με το ρετιρέ ξενοίκιαστο, για κάποιον ανίκητο (λόγω βλακείας).

Η δε εκφορά της ατάκας γίνεται, με το που ακούσουμε ένα νέο «κατόρθωμα» του εν λόγω ατόμου από αυτόν ή από τον περίγυρο μας. Τότε η ατάκα προσαρμόζεται στη μορφή:«Στα Λίντλ τον ψωνίσανε;», με σκοπό να συμμεριστούμε μαζί και μ' άλλους κι άλλα αντίστοιχα στοιχεία της ζωής του.

Ωστόσο η έκφραση θα μπορούσε να αναφερθεί και για κάποιον ή κάποιους που ενώ γενικά διακρίνονται για έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής, εντούτοις για συγκυριακούς λόγους (πχ: δημόσιοι υπάλληλοι), δίνουν την εικόνα του αργόσχολου και του αραχτού και λάιτ στον εταιρικό χώρο τους, προκειμένου να δένουν με την κουλτούρα του χώρου τους. Ωστόσο, αυτός που εκφέρει την ατάκα σ' αυτή την περίπτωση, μπορεί να κρύβει και ψήγματα ζήλιας μέσα του, αναλογιζόμενος τις άσχημες συνθήκες εργασίας του.

Συνώνυμες εκφράσεις:
1. Σε προσφορά σε βρήκανε;
2. Στα γαριδάκια σε βρήκανε; (Παραπέμποντας στη χαμηλή αξία των μικροαντικειμένων που μπορείς να βρεις στα γαριδάκια)

  1. -Χα χα χα!
    -Γιατί γελάς;
    -Άστα... χα χα χα. Τώρα θυμήθηκα πως ξέχασα τα κλιματιστικά στο σπίτι αναμμένα. Θα 'ρθει ο πατέρας μου, θα δει την κατάσταση και θα φωνάζει... χα χα χα. Που γαμώτο, που δε θα μπορώ να δω την έκφραση του... χα χα χα. Πάλι θα λέει «Πω πω...με τον ανεύθυνο το γιο μου... πάλι θα πληρώσω πάλι τα μαλλιοκέφαλά μου στη ΔΕΗ»... χα χα χα.
    -Καλά ρε πούστη....Στα Λίντλ σε ψωνίσανε; Νισάφι πια. Ωρίμασε επιτέλους.

  2. Συζήτηση φίλων.Ο πρώτος ομιλητής είναι δημόσιος υπάλληλος.
    -Όλη τη βδομάδα σερφάραμε στο ίντερνετ, παίζαμε σκάκι μέσω δικτύου, βλέπαμε και κάτι συναρπαστικές τσόντες που σκάσανε στο mail. Μόνο αραιά και που εμφανιζόταν ο προϊστάμενος και μας έδινε καμιά δουλειά του πεντάλεπτου. Σα διάλειμμα... Ξέρεις.
    -Καλά ρε μεγάλε... Εκεί στη δημόσια υπηρεσία που «δουλεύετε», ξύσιμο συνεχές και χωρίς ενοχές ε; Πού σας βρήκανε ρε φίλε και σας μαζέψανε; Στα Λίντλ σας ψωνίσανε; Ε ρε... πού να δεις τι λούκιτραβάω εγώ καημένε μου.

    **Παράρτημα**

    Δες εδώ
    Δες κι εδώ. Στο λίνκ το ελληνικό ερωτηματικό να γίνει αλλοδαπό.
    Δες κι εδώ

Βλ. και praktiker

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το γαλλικό très comme il faut, που σημαίνει «πολύ καθώς πρέπει», είναι η επιτομή του ιδανικού των καλοβλαμμένων μικροαστών.

Χρησιμοποιείται για σλανγκοπλάκα από μαγκίτες που έχουν αναθραφεί με γαλλικά και πιάνο, ιδίως (πολύ) παλιότερα, που η γαλλική ήταν η γλώσσα της αστικής τάξης.

Στην εποχή μας σλανγκίζεται επίσης για να δηλώσει το πολύ καθώς πρέπει milf.

Βγήκε η Μενεγάκη στον αέρα μ' ένα αβυσσαλέο ντεκολτέ τρε κομιλφό!

(από Khan, 19/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απευθείας μεταφορά της αγγλικής λέξης off που σημαίνει, πολύ χοντρικά, εκτός. Υπάρχουν ευάριθμες ελληνοποιημένες χρήσεις της λέξης, με διαφορετική σλανγκική αξία η καθεμία (από εξαιρετική έως καθόλου), τις οποίες θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε σε μία καταχώρηση. Κάθε συμπλήρωση ευπρόσδεκτη.

1. Στην έκφραση είμαι οφ.

α) Έχω εξαντληθεί τόσο πολύ που έχω βγει «εκτός μάχης», έχω κατεβάσει ασφάλειες, είμαι χώμα. Πιθανώς σχετίζεται και με την ομώνυμη αγγλική ένδειξη σε συσκευές και μηχανές (on-off). Λέγεται και ως βγαίνω οφ.

i. - Πώς είσαι έτσι ρε σαν το πούτσο μου ξενύχτη;
- Φίλε, από χθες το απόγευμα είμαι στην γύρα. Από μπαρότσαρκα σε μπουρδελότσαρκα τρέχω. Έχω βγει οφ εντελώς.

ii. - Θα στρώσουμε σήμερα το λάπτοπ όπως μου υποσχέθηκες;
- Να τ’ αφήσουμε για αύριο μωρό μου; Όλο το πρωί γαμήθηκα στους δρόμους και τώρα είμαι οφ, λέω να την πέσω.

β) Είμαι τελείως λάθος. Έχω παρανοήσει ολοκληρωτικά μια κατάσταση. Βρίκομαι εκτός θέματος. Αν αυτό επαναλαμβάνεται και με χαρακτηρίζει, έχω ξεφύγει, είμαι αλλού. Πρβλ. και την σχετική χρήση του άκυρος. Επίσης πρβλ. την αγγλική αντίστοιχη to be off που για ανθρώπους σημαίνει βρίσκομαι εκτός, αναχωρώ, ενώ για μηχανές παρουσιάζω βλάβη, είμαι αρρύθμιστος.

i. - ... και με ρωτάει «σ’ αρέσει ο Αλμοδοβάρ;». Ε, και την λέω «για αλλαγή του Χαβίτο καλός είναι». Και γυρίζει και με λέει...
- Αρχηγέ, εδώ ήσουν οφ εντελώς. Ο Αλμοδοβάρ ρε συ δεν είναι αυτός που έγραψε τον δον κιχώτη;

ii. - Μίλα παιδάκι μου σε μένα, πες μου, σε δέρνει ο αλήτης; Γιατί κάτι σφαλιάρες ακούω κάθε βράδυ, κάτι βογκητά...
- Γιαγιά είσαι τελείως οφ, άλλος τις τρώει και βογκάει σ’ αυτή τη σχέση...

iii. - Για πείτε, κι εσείς με προσφυγή στο συμβούλιο της επικρατείας το απαντήσατε;
- ...
- Τι με κοιτάτε ρε παιδιά, τι απαντήσατε στο πρακτικό;
- Μάλλον είσαι οφ. Σήμερα δίναμε ποινικό αν θυμάσαι.
- Ναι ρε, τελευταίο μου μάθημα για πτυχίο είναι.
- Δεν πιστεύω να ξενοίκιασες κιόλας;

iv. - Μπορείς να μου πεις τώρα αυτός τι σκάλωμα έφαγε με μένα; Γιατί με κοιτάει και γελάει, να σηκωθώ και να τα κάνω όλα πουτάνα μες στο λεωφορείο;
- Ξεκόλλα, δεν τον βλέπεις που είναι οφ το άτομο;

γ) Η συμπεριφορά μου, από ηθικής άποψης, έχει ξεπεράσει τα όρια, έχω παρεκτραπεί. Και εδώ προσιδιάζει στο «άκυρος», με την άλλη του σημασία αυτήν την φορά. Αξίζει να αναφέρουμε και τα συνώνυμα ποδοσφαιρικά: είμαι φάουλ και είμαι οφσάιντ, το οποίο μάλιστα περιέχει και την εξεταζόμενη λέξη.

- Αφού χωρίσατε ρε φίλος, τι ζόρι τραβάς που της είπα να βγούμε;
- Είσαι πολύ οφ ρε συ, είσαι πολύ οφ... Αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που σε θεωρούσα κολλητό και σου τά ’λεγα όλα...

δ) Ως σύντομη εναλλακτική του είμαι οφλάιν (offline).

- Είσαι στο msn να σου στείλω ένα γαμάτο λινκ;
- Όχι, είμαι οφ τώρα, στείλ' το όμως και θα το δω όταν μπω.

2. Στην Αεροπορία και το Ναυτικό.

Το ρεπό του φαντάρου, αυτή είναι ίσως η πιο ταιριαστή λέξη.

Στους δυο αυτούς κλάδους, λόγω διαφορετικής νοοτροπίας και παραδόσεων από τον στρατό ξηράς, μεγαλύτερων απαιτήσεων για τεχνική εξειδίκευση, λιγότερων εγκαταστάσεων, αλλά και λόγω εισόδου περισσότερων κληρωτών απ' όσων πραγματικά χρειάζονται, πολλοί σμηνίτες και ναύτες μένουν με λίγα ή καθόλου πρωινά καθήκοντα (μάγειρες, γραφείς, σιτιστές κλπ). Όταν λοιπόν συμβαίνει ο κληρωτός να μην έχει υπηρεσία το βράδυ, όχι μόνο βγαίνει εξοδούχος ή διανυκτερεύων, αλλά, κατά παγία πρακτική, μένει εκτός στρατοπέδου έως το μεσημέρι της ημέρας που έχει υπηρεσία, χωρίς να χρεώνεται άδεια. Και αυτό, συνοπτικά, είναι το οφ.

- Πάλι έξω είσαι ρε μουνί;
- Έκανα δυο υπηρεσίες κολλητά και πήρα δέκα οφάκια μαζεμένα.
- Α ρε μοδίστρα, να σ' είχα εγώ στο Πολύκαστρο... Αναβολή θα χτυπούσες με το εικοσιπέντε-μία το δικό μας... Γαμώ τα οφ σας γαμώ...
- Δεν σε χαλούλου καθολούλου...

3. Στην έκφραση οφ τόπικ (off topic).

Σημαίνει εκτός θέματος και χρησιμοποιείται απολύτως κυριολεκτικά σε διαδικτυακές συζητήσεις όπου κάποιος πετάει άσχετα και γαμάει την συζήτηση.

Από εδώ:
«Οπαδικό φόρουμ είμαστε και φυσικά θα υπάρχει και πλακίτσα! Και νομίζω πως σποραδικά οφ-τοπικ δεν μας πειράζουν! Αλλα δυστυχως πολλές φορές χάνεται η ουσία του εκάστοτε τόπικ! Υπάρχει και το Ο,τι να 'ναι για οφ τοπικ που είναι ον τοπικ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού «cheat»: εξαπατώ, απατώ, παραβαίνω τους κανόνες παιχνιδιού, απατεώνας.

Ανάλογα με την περίσταση λοιπόν, μπορεί να σημαίνει:

  • Πως κάτι (ή κάποιος) τα σπάει, είναι σούπερ γουάου!!, γαμάτο, και γαμώ, άπαιχτο, αμαρτία σκέτη.

  • Το κλου μιας ιστορίας, το χάιλαϊτ ενός θεάματος.

  • (Στο σύμπαν των γκέιμερ) Το σπαστήρι, το κρακ, το προγραμματάκι που χρησιμοποιεί κάποιος για να πάρει λέβελ ή να νικήσει τους αντίπαλους ιντερνετικούς συμπαίχτες ξεγελώντας το παιχνίδι με το να αποκτήσει κάποιο πλεονέκτημα που θα κάνει τη διαφορά (περισσότερα εφόδια, όπλα, ζωές κλπ). Συντάσσεται συχνά με τα «κάνω», «μπαίνει», «βάζω».
    Σ’ αυτό το σύμπαν, χρησιμοποιείται και σαν πρώτο συνθετικό σε σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να εκτελέσει την απατεωνιά.

  • Σε διαλέκτους (π.χ. Ποντιακά, Πλωμαριανά), χρησιμοποιείται με την ίδια ακριβώς έννοια με το καταγεγραμμένο «τσίτι»: το βαμβακερό ύφασμα με τυπωμένα εμπριμέ σχέδια (αυτό εκ του τούρκικου «çit» με περσική καταγωγή) σαν μέρος συνήθως της γυναικείας φορεσιάς.

  • Τα τσιτ-μιλ / τσιτ-μηλ (εκ του αγγλικού «cheat meal»), παίζουν πολύ μεταξύ όσων κάνουν δίαιτα ή, όπως π.χ. στα μποντιμπλιντεράδικα σινάφια, διατροφή.
    Σημαίνουν το προβλεπόμενο εκείνο γεύμα, που λαμβάνει χώρα μια στις τόσες και όπου ο εν διαίτη την καταστρατηγεί προκειμένου να μην κρασάρει ψυχολογικά και την εγκαταλείψει, τρώγοντας ό,τι απαγορευμένο ποθεί κολασμένα, σε ελεγχόμενη ποσότητα βεβαίως-βεβαίως.

  1. Kι εγώ στο save μου το 2015 είμαι, αλλά ρε φίλε ο Κυριάκος Παπαδόπουλος πολύ ΤΣΙΤ!!

  2. - Γιατί ρεε;;;; Εμένα o fierro με έχει κάνει πολύ δουλειά.
    - Κι εμένα ο Sanogo!!!!!!! Σεντερφοράρα!!!!!!!!
    - Εννοείται για αυτό έγραψα ότι είναι τσιτ.

  3. …Tο λεγόμενο τσιτοσούτ, που να δεις τα knuckle εν κινήσει που είναι επίσημα δεν είναι τσιτ, τις ακυρωμένες ντρίπλες που και αυτό θέλει να είσαι γρήγορος και να έχεις βάλει αυτόματη άμυνα, αλλά και το απίστευτο το τσιτοφουλ που η μπάλα λόγω glitch είχε προωθηθεί (στο online δεν γίνεται και στο offline θέλει άπειρη προσπάθεια) ...ρε σου λέω ξέρω τι παίζω γι αυτό είχα ξενερώσει το καλοκαίρι με το προ και το έβριζα, απλά δεν μπορώ να μου βρίζουν το προ και να λέμε το φίφα ότι δεν έχει προβλήματα ...εκεί σπάζομαι φέτος το φίφα πέρα από τα αρνητικά που γράφω (κυρίως για να τα προσέξετε οι fan) εμένα μου άρεσε αρκετά δλδ αν δεν ήταν τόσο φτιαγμένο το προ, φίφα θα έπαιρνα χαλαρά.
    …..
    ΥΓ3. Το τσιτοσούτ το 'ξέραν όλοι οι έλληνες. Οι ξένοι επειδή έπαιζα online μένανε βλάκες.

  4. Οι πλούσιοι και οι άρχοντες φορούσαν ακόμα ποτούρ από σαγιάκι (αμπάν) και τσόχα από το ίδιο ύφασμα, σκέπαζαν δε το κεφάλι τους με κουκούλα από δέρμα αρνιού και αργότερα φέσι, που το περιτύλιγαν με μαύρο τσίτι.
    Πολύ απλή ήταν και η φορεσιά των γυναικών αποτελείτο από ζουπούναν, τσόχαν , σπαλέρ και τσιτ.

  5. - Κατερίνα έχουν πει οι κοπέλες πως η σφολιάτα ανεξαρτήτως υλικών έχει 1 μονάδα τα 3 κομμάτια.
    - Με ποια λογική; Δεν κοιτάμε τα συστατικά για να μετρήσουμε μονάδες; Εγώ αυτές τις συνταγές με σφολιάτα τις βρίσκω κοροϊδία. Καλυτέρα φάε ένα κανονικό γλυκό και πες ότι έκανες ένα τσιτ μιλ, όχι να θεωρείς ότι είναι σωστό κομμάτι υγιεινής διατροφής. Γνώμη μου.

στο 14:12\' (από sstteffannoss, 19/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλοτάτου επιπέδου, της εσχάτης υποστάθμης. Απαντάται στη φράση «λούμπεν προλεταριάτο».

Παράγωγο: λουμπεναριό.

Πάλι με το Βρασίδα και την Κούλα βγήκαμε και καταλήξαμε σε μια παρακμιακή ταβέρνα στις Κουκουβάουνες, που τραγούδαγε ένα σκυλί και η πελατεία ήτανε λες κι είχε βγει από τον Κορυδαλλό. Εντελώς λούμπεν κατάσταση μιλάμε.

Επιστροφή στις κλασικές αξίες "Λούμπεν" των Χατζηφραγκέτα. (από Khan, 19/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι χαρακτηρίζεται κάποιος εξουθενωμένος, καταπονημένος, κουρασμένος, εξαντλημένος, ταλαιπωρημένος, αποκαμωμένος.

Από το τούρκικο darmadağın που σημαίνει σωριασμένος. Σύνηθες στη Θεσσαλονίκη (και όχι μόνο).

Θέλω να ξεκουραστώ, είμαι νταρμαντάνι, πήγα το πρωί σε δημόσια υπηρεσία και με είχαν στο πέρα-δώθε όλη μέρα.

έγινα νταρμαντάνι (από iwn, 19/11/12)-Τα χεις κάνει νταρμαντάνι. (από iwn, 19/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified