Εντελώς μεθυσμένος, κουνουπίδι, κουρούμπελο, φέτες, και λοιπά.

Η φράση είναι βέβαια τουρκική (bir duvar benim, bir duvar senin) και σημαίνει κατά λέξη «ένας τοίχος δικός μου, ένας τοίχος δικός σου». Στην Τουρκία, λέγεται καμιά φορά και ανάποδα (bir duvar senin, bir duvar benim), αλλά το ίδιο είναι.

Αν και δεν της φαίνεται εκ πρώτης όψεως, είναι παραστατικότατη έκφραση: Έχεις δύο μπεκρήδες, τύφλα στο μεθύσι, να βγαίνουν παραπατώντας απ' το καπηλειό. Πιθανότατα δεν θυμούνται πώς πάνε σπίτι, και σίγουρα δεν βλέπουν πού πατάνε. Έτσι λοιπόν, για να μη χαθούν αφενός, και για να κρατήσουν ισορροπία και να μη φάνε τα μούτρα τους στο σοκάκι αφετέρου, πιάνει ο καθένας από 'να τοίχο - ο ένας δεξιά ο άλλος αριστερά - και πηγαίνουν. Γαμάτο;

  1. Κυριολεξία:
    - Ρε τι γαμάτα που περάσαμε, ρε Μπάμπη! Σ' αγαπάω, ρε φίλε!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω, ρε Μήτσο!
    - Πάμε να τα πιούμε και πιο κάτω, ρε Μπάμπη;
    - Δεν μπορώ ρε μαάκα Μήτσο, δεν την παλεύω λέμε, έχω πιει τον κώλο μου!
    - Ε πάμε σπίτι μου, ρε Μπάμπη, να σκάσουμε κάνα γάρο!
    - Και κατά πού είναι το σπίτι σου, ρε Μήτσο;
    - Δεν ξέρω ρε μαάκα Μπάμπη, πάμε και βλέπουμε!
    - Ρε μαάκα Μήτσο, θα πέσω κάτω ρε μαάκα, θα φάω καμιά σαβούρα!
    - Ε, μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν, κάπου θα φτάσουμε!
    - Σ' αγαπάω ρε Μήτσο! (σνιφ) Σπαθί ξηγιέσαι!
    - Κι εγώ σ' αγαπάω ρε Μπάμπη! (σνιφ) Καρντάσι! (ΝΤΟΥΠ)
    (πέφτουν)

  2. Μεταφορά:
    - Φίλε, κλάσαμε στο γέλιο χτες. Βγήκαμε με τον Κώστα, κι αυτός δεν το 'χει το αλκοόλ, την ακούει με τη μία. Τον αγκαζάρει, λοιπόν, ο Πέτρος και τον πλακώνει στα σφηνάκια και στις κανάτες και τον κάνει μπιρ ντουβάρ μπενίμ, μπιρ ντουβάρ σενίν. Πήγαινε βάρκα γιαλό, γέλαγε σα μαλάκας, την έπεφτε σε ό,τι πέρναγε...
    - Και στη Σούλα;!
    - Και στη Σούλα! Και στο τέλος έφαγε μια χύμα και σωριάστηκε μες στο μαγαζί και τον πήρε ο ύπνος ρε φίλε!
    - Άντε ρε μαλάκα!
    - Ναι ρε σου λέω, πήγαμε να τον σηκώσουμε κι αυτός ροχάλιζε!
    - Τελέρε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας έρχεται κατευθείαν από την γαλλικήν μέσω της φωτογραφίας και του κινηματογράφου (flou, με λατινική ρίζα απ’ την οποία προέρχονται πλείστες λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών σχετικές με ρευστότητα, ρευστά, υγρά).

Σημαίνει:

  1. Κυριολεκτικά: ασαφής, αμυδρός, θαμπός, θολός, ρευστός.

  2. Μεταφορικά: αβέβαιος, μη καλά καθορισμένος, χαλαρός.

  3. Όταν πρόκειται για φωτογραφία ή ταινία: α) κακή εστίαση του φακού σε φωτογραφία (βλ. μήδι) ή κατά τη διάρκεια κινηματογραφικής προβολής, εξού και η περίφημη κραυγή του κοινού: «(Μάστορα, νετάρισε) είσαι φλου (ρε)!!» προς τον μηχανικό προβολής προκειμένου να ρεγουλάρει το φακό. Επίσης για ταινία, όταν λέμε πως ο ποιητής «άφησε το τέλος φλου» εννοούμε πως το τέλος: Ι. ήταν αόριστο, ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες, ή ΙΙ. πως μας την έσπασε η καλλιτεχνική δηθενιά.
    β) το εσκεμμένο εφετζίδικο θάμπωμα σε μια φωτογραφία, οπότε και η φωτογραφία είναι «φλουταρισμένη».

  4. Όταν πρόκειται για ρούχα: τα ριχτά.

  5. Όταν πρόκειται για κομμώσεις: τα φουσκωτά, τα κρεπαρισμένα, αλλά και τα φλιπαριστά μαλλιά.

6α. Όταν πρόκειται για καταστάσεις ή φάσεις χρησιμοποιούνται οι φράσεις:
«Η κατάσταση είναι (πολύ / λίγο) φλου»: δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια τι παίζει / πού πάει το πράγμα. «…στο φλου»: στο γενικά κι αόριστα, στο έτσι κι έτσι.
«Το πήρε / άφησε στο φλου»: δεν το πολυσκέφτηκε / καρατσεκάρησε, το «πέρασε επάνω – επάνω», «δεν το έψαξε βαθιά», αψήφησε το ρίσκο, δεν έκανε σωστή εκτίμηση της κατάστασης. «Πετάω κάτι στο φλου»: «ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα».

6β. Ειδικά για γκομενοκαταστάσεις, σημαίνει πως τα πράγματα είναι πολύ χλιαρά κι απ’ τις δυο πλευρές, «ούτε ζέστη, ούτε κρύο», μ' αποτέλεσμα το πράγμα να τραβάει σε μάκρος, χωρίς να ξεκαθαρίζει, μπερδεύοντας όχι μόνο τους γύρω αλλά και τους άμεσα εμπλεκόμενους που, όμως, δείχνουν βολεμένοι σ’ αυτή τη λούπα.

7α. Όταν πρόκειται για άτομα εννοούμε κάποιον που είναι χαλαρός, που παίρνει τα πράγματα όπως έρθουν, που δεν το πολυψάχνει, είναι «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», φιλοσοφημένος, αποστασιοποιημένος (ο περίφημος «Μπάμπης ο φλου» του Σιδηρόπουλου από τον δίσκο «Φλου»), που δεν μπορείς να τον κατηγοριοποιήσεις γιατί είναι sui generis και βέβαια παίζει εκτός συμβάσεων παντός είδους.

7β. Υπάρχει κι η όψη του «δήθεν φλου», αυτού που είναι «κι έτσι και γιουβέτσι», που δεν μπορείς να στηριχθείς επάνω του γιατί «ψαρεύει σε θολά νερά», «αγοράζει μα δεν πουλάει», στυλάκι «δε βαριέσαι» / «δε γαμείς;», προσπαθεί να είναι καλός με όλους κι όλα, αποφεύγει να πάρει θέση σε ο,τιδήποτε γύρω του. Δεν είναι δυσάρεστους για τους πολλούς αλλά στην ουσία είναι ντεκόρ. Πλείστες γκόμενες διατηρούν τέτοια στάση καραδοκώντας το κελεπούρι.

  1. Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: φλου είναι το υποκοριστικό της Φλουμινένσε (Fluminense), Βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ομάδας με έδρα το Γεναριάτικο Ποτάμι.

  2. Για το φλου αρτιστίκ o ironick τα λέει σένια.

  1. «… Αφήστε με να τα λέω «φλου», είπε (ο sir Βασίλειος Μαρκεζίνης) σε κάποια στιγμή, εννοώντας ότι αποφεύγει τα ονόματα, αλλά όχι τις αλήθειες και τα γεγονότα που μας οδήγησαν σ' αυτό το δύσβατο σημείο της ιστορίας μας…» (από εφημερίδα)

  2. «Δυστυχώς το θέμα με τις διαφημίσεις είναι λίγο φλου στην Ελλάδα» (αγορασμένο)

3.α.Ι. ...Ωραίο επεισόδιο, αν και εμένα δε μου αρέσουν τα φλου τέλη. Μυρίζει συνέχεια...
(αγορασμένο)

6.β. ...Μου έχει τύχει να βγαίνω με άτομα του άλλου φύλου επί μήνες και να μη συμβεί απολύτως τίποτα, γιατί δε μου έβγαινε κάτι ερωτικό γι' αυτούς και ήμουν μαζεμένη, τυπική κλπ και φυσικά αυτοί το εισέπρατταν και δεν είχαν πάτημα να προχωρήσουν. Έτσι η κατάσταση παρέμενε φλου και ημιτελής!...

7.β. – Θα’ ναι κι η Φούλα;
- Ποια Φούλα;
- Η καστανή, που όλο χαμογελάει.
- Ααα!! Πολύ φλου ρε μαλάκα, τι την σέρνουμε; - «Εξεύρω τα έργα της, ότι ούτε ψυχρή εί ούτε ζεστή. Είθε να ήτο ψυχρή ή ζεστή. Ούτως, επειδή εί χλιαρή και ούτε ψυχρή ούτε ζεστή, μέλλω να την εξεμέσω εκ του στόματός μου».
- Νταξ. Το ‘λαβα το μήνυμα.

Ο Μπάμπης ο φλου (Παύλος Σιδηρόπουλος)

Μια ιστορία θα σας πω για το Μπάμπη το Μπάμπη τον φλου που του 'λεγες βρε Μπάμπη τι τρέχει εδώ σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πάντα πιωμένος κι άνεργος ήταν ωραίος ο Μπάμπης ο φλου μουρμούραει μόνος και διαρκώς σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε τις μελαχρινές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου τσιμπολογούσε τις ξανθές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου

Κι όταν τον μπουζουριάζανε ψόφιος κοριός ο Μπάμπης ο φλου κι αν τον πολυρωτάγανε σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Παίδες!! Δε γουστάρω γκρίζες διαφημίσεις. Αλλά αφού το τραβάει η ψυχή σας: Flu σντση της γρίπης (αγγλιστί) (από sstteffannoss, 25/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρακλάδι / μουσική σκηνή της εξ Αμερικής ανεξάρτητης μουσικής, το οποίο εμφανίστηκε στα μέσα της δεκαετίας των 80, αλλά μεσουράνησε κυρίως στις αρχές και τα μέσα της δεκαετίας των 90, σχεδόν ταυτόχρονα με την εμφάνιση του grunge (το οποίο όμως είχε μικρότερη διάρκεια ζωής) και όπως και εκείνο «λάνσαρε» ένα ιδιαίτερο τρόπο ζωής, παράλληλα με τους ξεχωριστούς ήχους που έφερε στο προσκήνιο.

Ετυμολογικά, προκύπτει από τις αγγλικές λέξεις «low fidelity» (χαμηλή πιστότητα, σε αντίθεση με το πολυφορεμένο «hi-fi» - high fidelity). Η μουσική (και οι μουσικοί) χαρακτηρίζονταν από ένα (ανεπιτήδευτο συνήθως) ατημέλητο στυλ, οι κιθάρες ήταν παράφωνες, ο ήχος ακατέργαστος (λιγότερο σκληρός και μελαγχολικός πάντως από το grunge), ενώ κοινός τόπος ήταν και οι κακής ποιότητας ηχογραφήσεις (εξ' ου και lo-fi).

Τα αντιπροσωπευτικά συγκροτήματα πολλά: Pavement, Sebadoh, Dinosaur Jr., Yo La Tengo, Silver Jews, Guided by Voices, Grandaddy και Modest Mouse, μεταξύ άλλων.

Παρόλο που η σκηνή απέκτησε αρκετούς φανατικούς οπαδούς (ακόμα και στη χώρα μας), άρχισε να παρακμάζει μετά το 2000, κυρίως λόγω της διάλυσης πολλών εκ των αντιπροσωπευτικότερων συγκροτημάτων.

Η έννοια «lo-fi» μπορεί άνετα, πέρα από τη μουσική αναφορά της, να αποδώσει έναν χαρακτηρισμό σε ένα πρόσωπο ή κατάσταση, ότι δηλαδή είναι χαμηλής πιστότητας, είτε με τη καλή (εκκεντρικότητα, φρεσκάδα, πρωτοτυπία, κάτι πέρα από τα συνηθισμένα), είτε με την κακή έννοια (κυριολεκτικά). Επιβάλλεται ιδιαίτερη προσοχή στη χρήση, όσο και στη κατανόηση, η οποία πάντα πρέπει να βασίζεται και στα συμφραζόμενα.

  1. - ...και μετά το Μέγαρο, πήρα τηλέφωνο το Μαράκι και πήγαμε Decadence...
    - Σπεκ, Ιεροκλή είσαι και πολύ lo-fi τύπος μιλάμε...

  2. - Ρε θυμάσαι το παλιό στερεοφωνικό στο σπίτι των γονιών μου που ακούγαμε Floyd; Το δώσανε σε παλιατζή...
    - Καλά κάνανε στη τελική, μετά από τόσα χρόνια θα έβαζες πάνω βινύλιο και θα το χαράκωνε.... από hi-fi που ήταν κάποτε, κατάντησε lo-fi...
    - Χεχε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αγγλική/Αμερικάνικη έκφραση, αλλά την έχω ακούσει σε κάμποσες παρέες στην Ελλάδα και σε ελληνικές ταινίες και στην τηλεόραση.

Είναι ο φίλος/η με τον/ην οποίο/α κάνεις και σεξ, αλλά χωρίς πολλά συναισθήματα ερωτικού τύπου και χωρίς δέσμευση. Δηλαδή, και σεξ, και φίλοι, αλλά όχι σχέση.

Συμβαίνει σε περιπτώσεις που ο άλλος σε καλύπτει και σεξουαλικά για ένα σεξάκι, και φιλικά για να πάτε για ένα καφέ να συζητήσετε για σινεμά/πολιτική/αθλητικά/μόδα, αλλά όχι για συναίσθημα, ή για τα παραπέρα.

Σε κάποια ελληνική ταινία, δεν μπορώ να θυμηθώ ποια, η κόρη προσπαθεί να εξηγήσει στην ηλικιωμένη μαμά της το είδος σχέσης που έχουν δύο φίλοι της.

-Πώς να στο πω ρε μαμά; Είναι fuck-buddies! Συναντιούνται πού και πού για σεξ και no hard feelings!

όντως... (από MXΣ, 28/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνοδεύεται από τη χειρονομία της πρώτης φωτό, που αποτελεί επέκταση σε δύο χέρια της κλασσικής μονοχειρικής μεταλλικής χειρονομίας.

Χρησιμοποιείται σε καταστάσεις μόνο μπλακ, όταν τα περίφημα κερατάκια συνοδευόμενα από το μοχθηρό ύφος μάλλον υποτιμούν το μέγεθος της καφρίλας.

Δια του παρόντος εισηγούμαι, με α πριόρι εξασφαλισμένη τη μηδενική απήχηση, την γελοία χειρονομία της δεύτερης φωτό, αναστροφή αυτής της πρώτης, η οποία δέον να συνοδεύεται από την ατάκα «νοτ ηνάφ χέβυ μέταλ φορ του χανντς», και λειτουργεί ως ενδιάμεσος κρίκος ανάμεσα στο απλό και το σύνθετο ομαδικό.

- ...και της λέω «πάρ' τα μωρή άρρωστη!».
- Τού ματς χέβυ μέταλ φορ ουάν χάνντ.

(από jesus, 17/09/09)(από jesus, 17/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύμφωνα με την επικρατούσα άποψη, τα supermarket LIDL (Λίντλ) διακρίνονται για τις χαμηλές τιμές τους (γι' αυτό και είναι και τα αγαπημένα supermarket των απανταχού Σπαγκάϊ Λάμα) και για τη χαμηλή ποιότητα των περισσοτέρων προϊόντων τους. Δες σχετικά στοιχεία στο Παράρτημα (κάτω απ' τα παραδείγματα).

Γι' αυτό λέγοντας: Στα Λίντλ σε ψωνίσανε; αναφερόμαστε χαριτολογώντας, σε ένα άτομο που ο τρόπος ζωής του είναι κατώτερος των περιστάσεων, σε ένα άτομο, που αν ήταν προϊόν οι ποιοτικές του προδιαγραφές θα ήταν ανάλογες με τις ποιοτικές προδιαγραφές των καταστημάτων LIDL.

Μιλάμε δηλαδή για κάποιον Τζακ Ντάνιελ, για κάποιον που είναι συνήθως κουλ, που ζει τεμπέλικα, ράθυμα και χύμα, που δε χολοσκάει και δεν αγχώνεται με τίποτα, που κάνει μαλακίες χωρίς ενοχές. Μιλάμε για άτομο που δεν μπορείς να του αναθέσεις κάποια υπευθυνότητα ή, αν του αναθέσεις, μετά χτυπάς το κεφάλι σου στον τοίχο. Για άτομο που θα μπορούσε να ενταχθεί και να προσαρμοστεί άνετα στο γενικά αργόσχολο ελληνικό δημόσιο.

Μπορεί επίσης να μιλάμε ακόμα και για κάποιον περιορισμένης ευθύνης, για κάποιον με το ρετιρέ ξενοίκιαστο, για κάποιον ανίκητο (λόγω βλακείας).

Η δε εκφορά της ατάκας γίνεται, με το που ακούσουμε ένα νέο «κατόρθωμα» του εν λόγω ατόμου από αυτόν ή από τον περίγυρο μας. Τότε η ατάκα προσαρμόζεται στη μορφή:«Στα Λίντλ τον ψωνίσανε;», με σκοπό να συμμεριστούμε μαζί και μ' άλλους κι άλλα αντίστοιχα στοιχεία της ζωής του.

Ωστόσο η έκφραση θα μπορούσε να αναφερθεί και για κάποιον ή κάποιους που ενώ γενικά διακρίνονται για έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο ζωής, εντούτοις για συγκυριακούς λόγους (πχ: δημόσιοι υπάλληλοι), δίνουν την εικόνα του αργόσχολου και του αραχτού και λάιτ στον εταιρικό χώρο τους, προκειμένου να δένουν με την κουλτούρα του χώρου τους. Ωστόσο, αυτός που εκφέρει την ατάκα σ' αυτή την περίπτωση, μπορεί να κρύβει και ψήγματα ζήλιας μέσα του, αναλογιζόμενος τις άσχημες συνθήκες εργασίας του.

Συνώνυμες εκφράσεις:
1. Σε προσφορά σε βρήκανε;
2. Στα γαριδάκια σε βρήκανε; (Παραπέμποντας στη χαμηλή αξία των μικροαντικειμένων που μπορείς να βρεις στα γαριδάκια)

  1. -Χα χα χα!
    -Γιατί γελάς;
    -Άστα... χα χα χα. Τώρα θυμήθηκα πως ξέχασα τα κλιματιστικά στο σπίτι αναμμένα. Θα 'ρθει ο πατέρας μου, θα δει την κατάσταση και θα φωνάζει... χα χα χα. Που γαμώτο, που δε θα μπορώ να δω την έκφραση του... χα χα χα. Πάλι θα λέει «Πω πω...με τον ανεύθυνο το γιο μου... πάλι θα πληρώσω πάλι τα μαλλιοκέφαλά μου στη ΔΕΗ»... χα χα χα.
    -Καλά ρε πούστη....Στα Λίντλ σε ψωνίσανε; Νισάφι πια. Ωρίμασε επιτέλους.

  2. Συζήτηση φίλων.Ο πρώτος ομιλητής είναι δημόσιος υπάλληλος.
    -Όλη τη βδομάδα σερφάραμε στο ίντερνετ, παίζαμε σκάκι μέσω δικτύου, βλέπαμε και κάτι συναρπαστικές τσόντες που σκάσανε στο mail. Μόνο αραιά και που εμφανιζόταν ο προϊστάμενος και μας έδινε καμιά δουλειά του πεντάλεπτου. Σα διάλειμμα... Ξέρεις.
    -Καλά ρε μεγάλε... Εκεί στη δημόσια υπηρεσία που «δουλεύετε», ξύσιμο συνεχές και χωρίς ενοχές ε; Πού σας βρήκανε ρε φίλε και σας μαζέψανε; Στα Λίντλ σας ψωνίσανε; Ε ρε... πού να δεις τι λούκιτραβάω εγώ καημένε μου.

    **Παράρτημα**

    Δες εδώ
    Δες κι εδώ. Στο λίνκ το ελληνικό ερωτηματικό να γίνει αλλοδαπό.
    Δες κι εδώ

Βλ. και praktiker

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δανεισμένη από την αγγλική «the best». Χρησιμοποιείται με την κυριολεκτική της έννοια για να περιγράψει κάτι το τέλειο , το ανώτερο, αλλά και κυριολεκτικά για το αντίθετο. Άρχισε δε να εμφανίζεται στα ελληνικά απ' την εποχή που έπαιζε ποδόσφαιρο στην Manchester United ο George Best, που παρόλη την κρασοκατάνυξη και γενικά κραιπαλώδη ζωή του, είχε δεινές ποδοσφαιρικές ικανότητες. Εξού και η χρήση της έκφρασης για κάτι το αναπάντεχα καλό (λίρα εκατό), κάτι που όλα δείχνουν ότι δεν θα πάει καλά και διαψεύδει τους πάντες με τις επιδόσεις του (βλ. Εθν. Ελλάδας Πρωταθλήτρια Ευρώπης).

Είναι προφανές ότι το «δεν παίζεστ'» αποτελεί παράφραση του αρχικού αγγλικού «the best».

Αντιπροσωπευτικό τραγούδι: Simply the best από τη «γιαγιά» Tina Turner

  1. Κυριολεξία:
    - Πήγαμε στη συναυλία των Scorpions και ήταν ανπέκταμπλ !
    - Σώπα ρε, δε μπεστ ;
    - Δεν παίζεστ' σου λέω, χαμός έγινε.

  2. Ειρωνεία :
    - Γνώρισα χτες την αδερφή του Μήτσου που φαγώθηκε ότι με γουστάρει.
    - Έλα ρε, για λέγε , δε μπεστ;
    - Δεν παίζεστ', άσε . Σκέτη αραχνομούνα, λέμε.

(από granazis, 24/04/10)(από granazis, 24/04/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απευθείας μεταφορά της αγγλικής λέξης off που σημαίνει, πολύ χοντρικά, εκτός. Υπάρχουν ευάριθμες ελληνοποιημένες χρήσεις της λέξης, με διαφορετική σλανγκική αξία η καθεμία (από εξαιρετική έως καθόλου), τις οποίες θα προσπαθήσουμε να καταγράψουμε σε μία καταχώρηση. Κάθε συμπλήρωση ευπρόσδεκτη.

1. Στην έκφραση είμαι οφ.

α) Έχω εξαντληθεί τόσο πολύ που έχω βγει «εκτός μάχης», έχω κατεβάσει ασφάλειες, είμαι χώμα. Πιθανώς σχετίζεται και με την ομώνυμη αγγλική ένδειξη σε συσκευές και μηχανές (on-off). Λέγεται και ως βγαίνω οφ.

i. - Πώς είσαι έτσι ρε σαν το πούτσο μου ξενύχτη;
- Φίλε, από χθες το απόγευμα είμαι στην γύρα. Από μπαρότσαρκα σε μπουρδελότσαρκα τρέχω. Έχω βγει οφ εντελώς.

ii. - Θα στρώσουμε σήμερα το λάπτοπ όπως μου υποσχέθηκες;
- Να τ’ αφήσουμε για αύριο μωρό μου; Όλο το πρωί γαμήθηκα στους δρόμους και τώρα είμαι οφ, λέω να την πέσω.

β) Είμαι τελείως λάθος. Έχω παρανοήσει ολοκληρωτικά μια κατάσταση. Βρίκομαι εκτός θέματος. Αν αυτό επαναλαμβάνεται και με χαρακτηρίζει, έχω ξεφύγει, είμαι αλλού. Πρβλ. και την σχετική χρήση του άκυρος. Επίσης πρβλ. την αγγλική αντίστοιχη to be off που για ανθρώπους σημαίνει βρίσκομαι εκτός, αναχωρώ, ενώ για μηχανές παρουσιάζω βλάβη, είμαι αρρύθμιστος.

i. - ... και με ρωτάει «σ’ αρέσει ο Αλμοδοβάρ;». Ε, και την λέω «για αλλαγή του Χαβίτο καλός είναι». Και γυρίζει και με λέει...
- Αρχηγέ, εδώ ήσουν οφ εντελώς. Ο Αλμοδοβάρ ρε συ δεν είναι αυτός που έγραψε τον δον κιχώτη;

ii. - Μίλα παιδάκι μου σε μένα, πες μου, σε δέρνει ο αλήτης; Γιατί κάτι σφαλιάρες ακούω κάθε βράδυ, κάτι βογκητά...
- Γιαγιά είσαι τελείως οφ, άλλος τις τρώει και βογκάει σ’ αυτή τη σχέση...

iii. - Για πείτε, κι εσείς με προσφυγή στο συμβούλιο της επικρατείας το απαντήσατε;
- ...
- Τι με κοιτάτε ρε παιδιά, τι απαντήσατε στο πρακτικό;
- Μάλλον είσαι οφ. Σήμερα δίναμε ποινικό αν θυμάσαι.
- Ναι ρε, τελευταίο μου μάθημα για πτυχίο είναι.
- Δεν πιστεύω να ξενοίκιασες κιόλας;

iv. - Μπορείς να μου πεις τώρα αυτός τι σκάλωμα έφαγε με μένα; Γιατί με κοιτάει και γελάει, να σηκωθώ και να τα κάνω όλα πουτάνα μες στο λεωφορείο;
- Ξεκόλλα, δεν τον βλέπεις που είναι οφ το άτομο;

γ) Η συμπεριφορά μου, από ηθικής άποψης, έχει ξεπεράσει τα όρια, έχω παρεκτραπεί. Και εδώ προσιδιάζει στο «άκυρος», με την άλλη του σημασία αυτήν την φορά. Αξίζει να αναφέρουμε και τα συνώνυμα ποδοσφαιρικά: είμαι φάουλ και είμαι οφσάιντ, το οποίο μάλιστα περιέχει και την εξεταζόμενη λέξη.

- Αφού χωρίσατε ρε φίλος, τι ζόρι τραβάς που της είπα να βγούμε;
- Είσαι πολύ οφ ρε συ, είσαι πολύ οφ... Αλλά δε φταις εσύ, εγώ φταίω που σε θεωρούσα κολλητό και σου τά ’λεγα όλα...

δ) Ως σύντομη εναλλακτική του είμαι οφλάιν (offline).

- Είσαι στο msn να σου στείλω ένα γαμάτο λινκ;
- Όχι, είμαι οφ τώρα, στείλ' το όμως και θα το δω όταν μπω.

2. Στην Αεροπορία και το Ναυτικό.

Το ρεπό του φαντάρου, αυτή είναι ίσως η πιο ταιριαστή λέξη.

Στους δυο αυτούς κλάδους, λόγω διαφορετικής νοοτροπίας και παραδόσεων από τον στρατό ξηράς, μεγαλύτερων απαιτήσεων για τεχνική εξειδίκευση, λιγότερων εγκαταστάσεων, αλλά και λόγω εισόδου περισσότερων κληρωτών απ' όσων πραγματικά χρειάζονται, πολλοί σμηνίτες και ναύτες μένουν με λίγα ή καθόλου πρωινά καθήκοντα (μάγειρες, γραφείς, σιτιστές κλπ). Όταν λοιπόν συμβαίνει ο κληρωτός να μην έχει υπηρεσία το βράδυ, όχι μόνο βγαίνει εξοδούχος ή διανυκτερεύων, αλλά, κατά παγία πρακτική, μένει εκτός στρατοπέδου έως το μεσημέρι της ημέρας που έχει υπηρεσία, χωρίς να χρεώνεται άδεια. Και αυτό, συνοπτικά, είναι το οφ.

- Πάλι έξω είσαι ρε μουνί;
- Έκανα δυο υπηρεσίες κολλητά και πήρα δέκα οφάκια μαζεμένα.
- Α ρε μοδίστρα, να σ' είχα εγώ στο Πολύκαστρο... Αναβολή θα χτυπούσες με το εικοσιπέντε-μία το δικό μας... Γαμώ τα οφ σας γαμώ...
- Δεν σε χαλούλου καθολούλου...

3. Στην έκφραση οφ τόπικ (off topic).

Σημαίνει εκτός θέματος και χρησιμοποιείται απολύτως κυριολεκτικά σε διαδικτυακές συζητήσεις όπου κάποιος πετάει άσχετα και γαμάει την συζήτηση.

Από εδώ:
«Οπαδικό φόρουμ είμαστε και φυσικά θα υπάρχει και πλακίτσα! Και νομίζω πως σποραδικά οφ-τοπικ δεν μας πειράζουν! Αλλα δυστυχως πολλές φορές χάνεται η ουσία του εκάστοτε τόπικ! Υπάρχει και το Ο,τι να 'ναι για οφ τοπικ που είναι ον τοπικ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαμηλοτάτου επιπέδου, της εσχάτης υποστάθμης. Απαντάται στη φράση «λούμπεν προλεταριάτο».

Παράγωγο: λουμπεναριό.

Πάλι με το Βρασίδα και την Κούλα βγήκαμε και καταλήξαμε σε μια παρακμιακή ταβέρνα στις Κουκουβάουνες, που τραγούδαγε ένα σκυλί και η πελατεία ήτανε λες κι είχε βγει από τον Κορυδαλλό. Εντελώς λούμπεν κατάσταση μιλάμε.

Επιστροφή στις κλασικές αξίες "Λούμπεν" των Χατζηφραγκέτα. (από Khan, 19/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

α. Οι νεότερες (και της μοδός) σαγιονάρες που σχεδόν στο σύνολό τους κατασκευάζονται από αφρώδες υλικό (με κάποιες παραλλαγές σε δέρμα). Σε αντίθεση με τις κλασσικές, λεπτές κίτρινες σαγιονάρες που κυκλοφορούσαν τις δεκαετίες του 70 και του 80, οι νέες διατίθενται σε άπειρους συνδυασμούς χρωμάτων και σχεδίων.
Αναβιωτές του είδους, οι εταιρίες beachwear και streetwear, πρωτοστατούσης της Βραζιλιάνικης Reef. Με το μπουμ της αγοράς, όλες οι εταιρίες αθλητικών ειδών μπήκαν στο παιχνίδι, παρασύροντας και τους μεγάλους οίκους μόδας οι οποίοι ως συνήθως έφτασαν το είδος σε επίπεδα υπερβολής.

β. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, flip-flop χαρακτηρίζονται οι περιπτώσεις όπου δημόσια πρόσωπα (ως επί το πλείστον πολιτικοί), είναι αρχικά υπέρ ενός θέματος και ξαφνικά είναι κατά (ή το αντίστροφο). Η φράση χρησιμοποιείται κυρίως σε περιπτώσεις εκλεγμένων προσώπων (Γερουσιαστές και μέλη του Κογκρέσου), όπου η αλλαγή της γνώμης τους συνδυάζεται με την αντίστοιχη αλλαγή της ψήφου τους για κάποιο νομοσχέδιο.
Τα flip-flop παίζουν μεγάλο ρόλο στις εκλογές (ως όπλο στα χέρια αντιπάλων), ειδικά όταν έχουν προκύψει για σημαντικά νομοθετήματα (π.χ. αμβλώσεις, συντάξεις, υγεία, άμυνα, μεταναστευτική πολιτική). Παράδειγμα: ο Δημοκρατικός υποψήφιος για τις προεδρικές εκλογές του 2004 John Kerry, κατηγορήθηκε ως flip-flopper λόγω των θέσεων και ψήφων του στη Γερουσία, στο θέμα του πολέμου στο Ιράκ.

Στην Αγγλία, χρησιμοποιείται η φράση: U-Turn.

  1. Φίλε είδες τα φετινά flip-flop της Volcom; Απίθανα σχέδια.

2. - Καλά, ο Τατούλης πριν λίγο καιρό δεν έλεγε ότι δεν θα υπερψηφίσει το χωροταξικό νομοσχέδιο; Πώς και το ψήφισε τελικά; - Άσε με μωρέ, αν ήταν στην Αμερική θα τον λέγανε flip-flopper!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified