Further tags

Καβά(ν)τζα: απόθεμα, εφεδρεία, στοκ, ρεζέρβα και, καταχρηστικά: εναλλακτική λύση, αποκούμπι, λύση ανάγκης.

(μαζεμένα όσα αποθησαύρισαν κι άλλοι στο σάη)

Εμπεριέχει την έννοια πως σχηματίστηκε στα μουλωχτά - αν κι όχι απαραίτητα παράνομα, απλώς ο κάτοχός της δεν έδωσε (περιέργως) λογαριασμό σε κανένα (κι όλοι αναγνωρίζουν πως πολύ καλά έκανε - αλλά μοναχά για την πάρτη του).

Το «δίχως (καμιά) καβάντζα» σημαίνει «ξυλάρμενος στην άβυσσο», «δίχως στήριγμα» και τα παρόμοια ανέλπιδα.

Όταν αφορά σε γκόμενα, εννοείται πως ο γαμιάς δεν βρίσκει κάποια της προκοπής για να του φύγουν τα χοντράδια και να ξεχαρμανιάσει και χρησιμοποιεί την εν λόγω γκόμενα που συνηθέστατα είναι (χωρίς ελπίδα) ψιλοτσιμπημένη μαζί του, αλλά χαίρει από την υπόλοιπη αντροπαρέα της εκτίμησης μιας ξανθιάς ή ενός μπάζου.

Το ρήμα καβα(ν)τζώνω, καβα(ν)τζάρω σημαίνει δημιουργώ καβάντζα για να 'χω στο μέλλον (κατά τα: «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν, μαγειρεύουν», «βάζω στην άκρη»).

Όμως επιπλέον εμπεριέχει την έννοια της αρπαγής (την οποία δεν έχει η καβάντζα) και της αχορταγιάς, όπως και του ότι ο κάτοχος της καβάντζας έπεσε σαν καρτάλι και πρόλαβε τους άλλους.

(επειδή βαρέθηκα να το βλέπω στο welcum-scream)

  1. - Τι το θέλεις τόσο λιπαντικό ρε μαλάκα;
    - Το καβάντζωσα όταν είχε τη μισή τιμή.
    - Σωστός!!

  2. - Γαμώ τη μπακουριά μου γαμώ!!
    - Εεμμ, αντί να καβαντζώσεις την Πόπη, την έκανες πάσα στον Μητσάρα.
    - Ποια μωρέ; το μπαρδακοβούλωμα;
    - Με σβηστό το φως όλες οι τρύπες ίδιες είναι.
    - Άι σιχτίρ σαβουρογάμη!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας:

Προέρχεται απ’ την ιταλική ρίζα sfogli-. Στα ιταλικά sfogliare σημαίνει αφαιρώ φύλλα, μαδώ πέταλα, ξεφυλλίζω, ρίχνω μια ματιά. Εξού κι η σφολιάτα.

Σημαίνει:

  1. τέχνασμα χαρτοκλέφτη (σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη),

  2. απάτη, «μου βγήκε μούφα/ φόλα/φέσι/σκάρτο»,

  3. για πρόσωπα: απατεώνας, λαμόγιο, κομπιναδόρος.

  4. Υποτιμητικά δηλώνει κάποιον ή κάτι που δεν αξίζει την προσοχή, τη μισή μερίδα, την ασχημούλα γκομενίτσα.

  5. για καταστάσεις, κυρίως στην έκφραση τρώω σφόλι σημαίνει: ταλαιπωρούμαι, χώνομαι τα μάλα, γειώνομαι απότομα, παθαίνω νίλα μεγάλο κάζο, πήγα για μαλλί και βγήκα κουρεμένος, μου ’ρθε ο ουρανός σφοντύλι, έσπασα/μου 'πεσαν τα μούτρα μου, βρίσκω το μάστορά μου, την έφαγα σα πούστης.

  6. στις εκφράσεις: πετάω/ρίχνω ένα σφόλι/σφόλια, με πήρανε τα σφόλια, τον αρχίσανε στα σφόλια σημαίνει την προκλητική κουβέντα, το έμμεσο χοντρό πείραγμα, πετάω/ρίχνω σπόντες/μπηχτές, κουλαντρίζω, τσιγκλάω.

Εδώ όμως το πείραγμα έχει κοινό (συχνά «με λυμένο το ζωνάρι για καυγά») που δε στέκει θεατής αλλά (μπορεί και) νά ‘ναι συνένοχο και συνεργός, οπότε πέφτει σφολοχάλαζο / σφολοβρόχα, με σκοπό να «την ανοίξει» στο θύμα με το οποίο έχει προηγούμενα (αλλού στο σάη ο Hodjas το περιγράφει μια χαρά, αλλά το σφόλι έπρεπε χωρίς «» και χωρίς το «έμμεσο»).

Αν πάλι σε πάρουνε τα σφόλια, ο στόχος ήταν άλλος, αλλά εσύ «είχες τη μύγα και μυγιάστηκες» κι «άστραψε ο κώλος σου», οπότε πέφτει (επιπλέον) και το γέλιο της αρκούδας.

  1. Στα Γιάννενα η «μπουγάτσα» τυλίγεται σε φύλλο και όχι σε σφόλια (σφολιάτα). Προσφέρεται σε δύο παραλλαγές: τυρί και κρέμα.
    (απ’ το δίχτυ)

  2. …ρε συ πονηρόπουλε που πήρες και 2 κράνη και ζΗτω και ΟΥαΟ και μας άνοιξες τα μάτια και μας έδειξες ότι μας κλέβει ο βιφιρις άμα πάω εγώ και πάρω από το σάιτ που λες και φάω κάνα σφόλι και δε πάρω κράνος και και και και ΝΑ ΡΘΩ ΑΠΟ ΚΕΙ ΝΑ ΜΕ ΔΩΣΕΙΣ ΤΑ ΛΕΦΤΑ ΜΟΥ ΠΙΣΩ;;;;; (από μπλογκ)

  3. - Να δεις αδερφάκι μου τι σφόλια είναι όλη η γαμημένη φάρα τους: για ‘να μερεμέτι ούτε δυο μισάωρα, με φραπεδιές και έτσι, μου ‘ραψαν ένα κουστούμι, μου βγήκε ο κούκος αηδόνι.
    - Έε καλά. Το ‘παμε. Ποιος είν’ ο καλύτερος μεζές;
    - Ποιος;
    - Συκωτάκια μάστορα στη σούβλα.

5α. Πάντως ΕΛΔΥΚάς δεν είναι άσχημα. Τον πρώτο καιρό τρως ένα σφόλι, αλλά μετά δε διαφέρει και πολύ από μια μονάδα στην Ελλάδα. Αρκεί να μην είσαι γκαντέμης και σε στείλουν ΕΦ (προσαρμοσμένο απ’ το δίχτυ)

5β. Ο Ερνέστο αδικεί τον εαυτό του παίζοντας έτσι. Τον δικαιολογώ όμως. Το σφόλι που έφαγε από την Ανόρθωση τον έχει κάνει και παίζει συντηρητικά σε όλα τα δύσκολα ματς. Έχει καεί ο άνθρωπος από τότε και έχει το σύνδρομο του φόβου. (αγορασμένο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μας έρχεται κατευθείαν από την γαλλικήν μέσω της φωτογραφίας και του κινηματογράφου (flou, με λατινική ρίζα απ’ την οποία προέρχονται πλείστες λέξεις πολλών ευρωπαϊκών γλωσσών σχετικές με ρευστότητα, ρευστά, υγρά).

Σημαίνει:

  1. Κυριολεκτικά: ασαφής, αμυδρός, θαμπός, θολός, ρευστός.

  2. Μεταφορικά: αβέβαιος, μη καλά καθορισμένος, χαλαρός.

  3. Όταν πρόκειται για φωτογραφία ή ταινία: α) κακή εστίαση του φακού σε φωτογραφία (βλ. μήδι) ή κατά τη διάρκεια κινηματογραφικής προβολής, εξού και η περίφημη κραυγή του κοινού: «(Μάστορα, νετάρισε) είσαι φλου (ρε)!!» προς τον μηχανικό προβολής προκειμένου να ρεγουλάρει το φακό. Επίσης για ταινία, όταν λέμε πως ο ποιητής «άφησε το τέλος φλου» εννοούμε πως το τέλος: Ι. ήταν αόριστο, ανοιχτό σε διαφορετικές ερμηνείες, ή ΙΙ. πως μας την έσπασε η καλλιτεχνική δηθενιά.
    β) το εσκεμμένο εφετζίδικο θάμπωμα σε μια φωτογραφία, οπότε και η φωτογραφία είναι «φλουταρισμένη».

  4. Όταν πρόκειται για ρούχα: τα ριχτά.

  5. Όταν πρόκειται για κομμώσεις: τα φουσκωτά, τα κρεπαρισμένα, αλλά και τα φλιπαριστά μαλλιά.

6α. Όταν πρόκειται για καταστάσεις ή φάσεις χρησιμοποιούνται οι φράσεις:
«Η κατάσταση είναι (πολύ / λίγο) φλου»: δεν μπορούμε να πούμε με ακρίβεια τι παίζει / πού πάει το πράγμα. «…στο φλου»: στο γενικά κι αόριστα, στο έτσι κι έτσι.
«Το πήρε / άφησε στο φλου»: δεν το πολυσκέφτηκε / καρατσεκάρησε, το «πέρασε επάνω – επάνω», «δεν το έψαξε βαθιά», αψήφησε το ρίσκο, δεν έκανε σωστή εκτίμηση της κατάστασης. «Πετάω κάτι στο φλου»: «ρίχνω άδεια να πιάσω γεμάτα».

6β. Ειδικά για γκομενοκαταστάσεις, σημαίνει πως τα πράγματα είναι πολύ χλιαρά κι απ’ τις δυο πλευρές, «ούτε ζέστη, ούτε κρύο», μ' αποτέλεσμα το πράγμα να τραβάει σε μάκρος, χωρίς να ξεκαθαρίζει, μπερδεύοντας όχι μόνο τους γύρω αλλά και τους άμεσα εμπλεκόμενους που, όμως, δείχνουν βολεμένοι σ’ αυτή τη λούπα.

7α. Όταν πρόκειται για άτομα εννοούμε κάποιον που είναι χαλαρός, που παίρνει τα πράγματα όπως έρθουν, που δεν το πολυψάχνει, είναι «ό,τι βρέξει ας κατεβάσει», φιλοσοφημένος, αποστασιοποιημένος (ο περίφημος «Μπάμπης ο φλου» του Σιδηρόπουλου από τον δίσκο «Φλου»), που δεν μπορείς να τον κατηγοριοποιήσεις γιατί είναι sui generis και βέβαια παίζει εκτός συμβάσεων παντός είδους.

7β. Υπάρχει κι η όψη του «δήθεν φλου», αυτού που είναι «κι έτσι και γιουβέτσι», που δεν μπορείς να στηριχθείς επάνω του γιατί «ψαρεύει σε θολά νερά», «αγοράζει μα δεν πουλάει», στυλάκι «δε βαριέσαι» / «δε γαμείς;», προσπαθεί να είναι καλός με όλους κι όλα, αποφεύγει να πάρει θέση σε ο,τιδήποτε γύρω του. Δεν είναι δυσάρεστους για τους πολλούς αλλά στην ουσία είναι ντεκόρ. Πλείστες γκόμενες διατηρούν τέτοια στάση καραδοκώντας το κελεπούρι.

  1. Η άχρηστη πληροφορία της ημέρας: φλου είναι το υποκοριστικό της Φλουμινένσε (Fluminense), Βραζιλιάνικης ποδοσφαιρικής ομάδας με έδρα το Γεναριάτικο Ποτάμι.

  2. Για το φλου αρτιστίκ o ironick τα λέει σένια.

  1. «… Αφήστε με να τα λέω «φλου», είπε (ο sir Βασίλειος Μαρκεζίνης) σε κάποια στιγμή, εννοώντας ότι αποφεύγει τα ονόματα, αλλά όχι τις αλήθειες και τα γεγονότα που μας οδήγησαν σ' αυτό το δύσβατο σημείο της ιστορίας μας…» (από εφημερίδα)

  2. «Δυστυχώς το θέμα με τις διαφημίσεις είναι λίγο φλου στην Ελλάδα» (αγορασμένο)

3.α.Ι. ...Ωραίο επεισόδιο, αν και εμένα δε μου αρέσουν τα φλου τέλη. Μυρίζει συνέχεια...
(αγορασμένο)

6.β. ...Μου έχει τύχει να βγαίνω με άτομα του άλλου φύλου επί μήνες και να μη συμβεί απολύτως τίποτα, γιατί δε μου έβγαινε κάτι ερωτικό γι' αυτούς και ήμουν μαζεμένη, τυπική κλπ και φυσικά αυτοί το εισέπρατταν και δεν είχαν πάτημα να προχωρήσουν. Έτσι η κατάσταση παρέμενε φλου και ημιτελής!...

7.β. – Θα’ ναι κι η Φούλα;
- Ποια Φούλα;
- Η καστανή, που όλο χαμογελάει.
- Ααα!! Πολύ φλου ρε μαλάκα, τι την σέρνουμε; - «Εξεύρω τα έργα της, ότι ούτε ψυχρή εί ούτε ζεστή. Είθε να ήτο ψυχρή ή ζεστή. Ούτως, επειδή εί χλιαρή και ούτε ψυχρή ούτε ζεστή, μέλλω να την εξεμέσω εκ του στόματός μου».
- Νταξ. Το ‘λαβα το μήνυμα.

Ο Μπάμπης ο φλου (Παύλος Σιδηρόπουλος)

Μια ιστορία θα σας πω για το Μπάμπη το Μπάμπη τον φλου που του 'λεγες βρε Μπάμπη τι τρέχει εδώ σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πάντα πιωμένος κι άνεργος ήταν ωραίος ο Μπάμπης ο φλου μουρμούραει μόνος και διαρκώς σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Πείραζε τις μελαχρινές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου τσιμπολογούσε τις ξανθές ήταν ωραίος, ο Μπάμπης ο φλου

Κι όταν τον μπουζουριάζανε ψόφιος κοριός ο Μπάμπης ο φλου κι αν τον πολυρωτάγανε σού 'λεγε φλου, φίλε μου όλα είναι φλου

Πείραζε όποιον του 'ρχότανε χωρίς να το σκεφτεί κι άμα ψιλοβαριότανε άραζε όπου 'βρισκε να λιαστεί

Παίδες!! Δε γουστάρω γκρίζες διαφημίσεις. Αλλά αφού το τραβάει η ψυχή σας: Flu σντση της γρίπης (αγγλιστί) (από sstteffannoss, 25/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χαλάκι στη πόρτα εισόδου κατοικίας όπου σκουπίζουν και καθαρίζουν τις σόλες των υποδημάτων τους οι εισερχόμενοι.

Χρησιμοποιείται εναλλακτικά, για ποικιλία, αντί των συνώνυμων του: πατάκι, ταπέτο εξώπορτας, τσουλάκι.

Έτσι ακριβώς λέγεται και στη Τουρκία.

- Πριν μπεις, σκούπισε σε παρακαλώ τα πόδια σου στο πασπάς.

(από iwn, 06/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρόφημα νες καφέ φραπέ που έχει τοποθετηθεί στον ατμοσφαιρικό αέρα πάνω από 2 ώρες και έχει τεθεί σε αχρησία τόσο, που έχει δημιουργηθεί γύρω από το στόμιο του σκεύους ένα σκληρό κέλυφος ξεραμένου καφέ, που, εκτός από την αηδιαστική του εμφάνιση, αποτελεί και εξαιρετική πρόκληση γι αυτόν που θα προσπαθήσει να το πλύνει. Η λέξη μπετόν χαρακτηρίζει την φαινομενική σκληρότητα της φραπεδοκρούστας η οποία κάποτε ήταν αφρός.

  1. Το μπετόν φραπέ δίπλα από την μπύρα προδίδει ότι είσαι εδώ από το μεσημέρι. Αρχιτεμπέλαρε!

  2. - Ωραίο το σπίτι; - Πολύ καλό! - Ε να έρθω να το δω καμιά μέρα... - Ναι όποτε θες, να το επιπλώσω πρώτα όμως γιατί τώρα έχει μόνο μια καρέκλα και το μπετόν φραπέ του πατωματζή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απευθείας μεταφορά του αγγλικού too much που σημαίνει υπερβολικό ή υπερβολικά (επίρ.), περισσότερο του δέοντος. Μια έκφραση που το πλησιάζει είναι το «πάει πολύ», αλλά η επιτυχία της βασίζεται στα συμφραζόμενα και την εκφορά.

Υπό αυτήν την έννοια το «του ματς» δεν έχει συγκεκριμένο πεδίο χρήσης. Ακούγεται όμως πολύ για ρούχα και στυλιστικές επιλογές και γενικά σε συμφραζόμενα με μια δόση θηλυπρέπειας. Όπως όμως φαίνεται και από τα παραδείγματα, έχει ήδη απολέσει μεγάλο μέρος από αυτόν τον χρωματισμό.

  1. Από εδώ:

γενικώς πέρα από κάποιες λεπτομέρειες καρώ, το όλο είναι του ματς!!! είχα δει φόρεμα όλο καρό και κρατούσε και τσάντα η κυρία (και μεγαλούτσικη σε ηλικία) και φαινόταν τόσο κακόγουστο...

  1. Από εδώ:

- ανακατασκευη και μετατροπα σε 6φτερο....
300 γιουρια περιπου αλλα.... ΑΠΟΛΥΤΟ
- Ο εξάφτερος δεν θα είναι του ματσ για καθημαερινή χρήση; Τέτοιον φοράς; - απο τον καταλληλο μαστορα, οχι, δεν ειναι του ματσ...
το αυτοκινητο οδηγειται 6 ημερες απο την συζυγο με χρηση....
σχολεια, φροντιστηρια, προπονησεις παιδιων, σουπερ μαρκετ κ.ά....

  1. Από εδώ:

ο χωρος ειναι του ματσ για αυτα τα ηχεια , μονο με ευκολοδηγητα θα γεμισεις τον χωρο σου.Αν σε ενδιαφερει αυτο βεβαια.
Υποψιν θες και σαμπακια, για αυτο τον χωρο.Εκτος βεβαια και αν εδω σε αφηνει αδιαφορ το χαμηλο αδειασμα

Σχετικά: τουματσιά, τουματσισμός

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά ονομασία των drum machines ιαπωνικής κατασκευής και προέλευσης, που κυκλοφορούν ακόμη και σήμερα στα καταστήματα μουσικών οργάνων. Η έκφραση χρησιμοποιήθηκε αρκετά από μουσικούς και ακροατές της εγχώριας μέταλ και ροκ σκηνής στα '90'ς, τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στα άρθρα του μουσικού τύπου.

Αν και εν τέλει κατέληξαν ανέκδοτο, οι διάφοροι γιαπωνέζοι ντράμερ είχαν μεγάλη παρουσία στις αντεργκράουντ μουσικές σκηνές, στήριξαν πολλές δουλειές κανονικών συγκροτημάτων ενώ υπήρξαν βασικά -ενίοτε δε και και ιδρυτικά- μέλη σε μονομελείς ή ολιγομελείς μπάντες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Αρκετοί γιαπωνέζοι ντράμερ έφτασαν μάλιστα να σχηματίσουν μεγάλη δισκογραφία προτού τραβήξουν το δρόμο της εθελούσιας συνταξιοδότησης λόγω των εξελίξεων στο πεδίο της μουσικής τεχνολογίας. Στην Ελλάδα, οι γιαπωνέζοι ντράμερ έχτισαν καριέρες σε ουκ ολίγα συγκροτήματα των '90ς, κυρίως στουντιακά (αρκετά του μπλακμεταλλάδικου και βλακμεταλλάδικου ιδιώματος, χωρίς όμως να περιορίζονται αποκλειστικά σε αυτά, αλλά ούτε και αποκλειστικά στο μέταλ) εμφανιζόμενοι σε πολλά ντέμο, αλλά και σε ολοκληρωμένες δισκογραφικές δουλειές εκείνης της δεκαετίας.

Η ίδια η έκφραση τείνει πλέον να έχει μία νοσταλγική χροιά, όταν πολλά συγκροτήματα έχουν πλέον ενεργό μέλος -και μάλιστα σε ζωντανές εμφανίσεις!- τον Κο Vaio και άλλους εκλεκτούς απογόνους της ευγενούς οικογενείας των λαπιτοπίων.

Πάσα: Πάτσης

1.Αφρικανικά λικνίσματα στην ταράτσα, «ευτυχία είναι...», κάτω μαγνήτες, κιθάρες στον ενισχυτή μπάσου, μπάσο σαν κιθάρα, κουβέρτα στο ταμπούρο, φωνή ταμπουρωμένη, «ευτυχία είναι να παίζεις μουσική και να μη σε ακούει κανένας», γιαπωνέζος ντράμερ... βζζζ, βζζζζτττ κούρδισε λίγο τα ποτενσιόμετρα γιατί πιάνω ακαταλαβίστικα. Δεν πειράζει. Έτσι ήτανε πάντα μόνο που κάποτε ήμασταν παιδιά μα τώρα δες πως γίναμε παιχνίδια. (Εδώ)

2.Εμείς είχαμε έναν ντράμερ στο μαγαζί ο οποίος έφαγε πόδι γιατί, απ'τα λεγόμενα των υπολοίπων καλλιτεχνών, αυτός έφταιγε που η ορχήστρα έπαιζε οτι να΄ναι. Τελικά πήραν ενα γιαπωνέζο ντράμερ, ενα KORG, και πάλι η ορχήστρα παίζει οτι να'ναι. εγω πάντως ποτέ δεν κατάφερα να βρω ποιός φταίει. (Εκεί)

(από electron, 15/12/10)(από electron, 15/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι χρήσεις αυτής της λέξης έχουν γενικά λεξικογραφηθεί.

Υπάρχουν δύο αδόκιμες εκφράσεις που την χρησιμοποιούν, παράγοντας ένα ιδιαίτερο νόημα. Και στις δύο, το «για» χρησιμεύει για να αποδώσει μια ιδιότητα στο αντικείμενο του ρήματος. Επίσης εννοείται ότι το αντικείμενο του ρήματος μπορεί να είναι οποιαδήποτε προσωπική αντωνυμία β' ή γ' προσώπου (σε, τον, την κλπ).

  1. να/μην σε γαμήσω για + ιδιότητα και πιο ήπια να/μην σε βράσω για + ιδιότητα

    Αναγνωρίζουμε ότι το αντικείμενο του ρήματος έχει την συγκεκριμένη ιδιότητα αλλά ότι δεν ενεργεί σύμφωνα με αυτήν, ότι παρουσιάζει απρόσμενα διαφορετική συμπεριφορά, και μάλιστα σε βάρος μας. Συνήθως μιλάμε για ανευθυνότητα, ανικανότητα, σταρχιδισμό ή αντιεπαγγελματισμό.

    Το ρήμα πάντα σε υποτακτική αορίστου.

    Πηγα να κανω update se 4.1 και εγηνε μαλακια εκανε ρεστορ και τωρα δεν το δεχετε στο itunes λεει οτι δεν υποστηρηζει τον carrier κανεις Πειραια να βοηθησει μην το γαμησω για κινητο

    Από εδώ

    Η πιο συνηθισμένη της μορφή είναι «να σε γαμήσω για παιδί». Η διάθεση μπορεί να είναι από φιλικά πειραχτική μέχρι μετρίως επιθετική, όχι όμως παραπάνω. Η λέξη «παιδί» χρησιμοποιείται χάριν οικειότητας και ανεκτικότητας, περιορίζοντας την σκληρότητα όλης της φράσης.

    - ρε μαλάκα όντως δεν μπαίνει μη μελος στο ελ κλασικο;
    - ναι.
    - ε να σε γαμήσω για παιδί

    Από εδώ (Σ.ς. Ο ομιλών ηθελημένα καθ' υπερβολήν δέχεται ότι για τα άσχημα νέα ευθύνεται ο συνομιλητής του.)

    Να σε βρασω για παιδί Πεμπτη βρηκες δουλέυω αρε μπαγασα και ειδικα Υμηττό γουσταρα μεσα στον Αυγουστο αλλα με τις άδειες δεν ετυχε να μαζωκτουμε...

    Από εδώ

    - Στον Ναπολέοντα στους Καλαρρύτες πήγες ωρέ;
    - που; ποιος;;;;;; ηταν εκει και δεν μουπε να του κανω ενα πορτραιτο;;;;;;
    - Άααααααχ!!! Να σε βράσω για παιδί!!!!

    Από εδώ

  2. σε πληρώνω για άνθρωπο

    Αποδίδει την ιδιότητα του ανθρώπου σε κάποιον ακριβώς για να την αμφισβητήσει δηκτικά. Εννοεί ότι θα πληρώσουμε (και κυριολεκτικά και ως τιμωρία) για βλάβη που επιφέραμε σε κάποιον ενώ φταίει αυτός ο κάποιος· και φταίει σε τέτοιο βαθμό που δεν είναι άνθρωπος, είναι ζώον (με την κλασική υβριστική σημασία).

    Όταν του είπα ότι καλώδιο το άλλαξα πριν μια εβδομάδα και έβαλα FTP καλώδιο μέχρι πάνω,και του προσθέτω ότι για ένα πρόβλημα που υπάρχει πάνω από 15 χρόνια φταίει ένα καλώδιο που υπάρχει 1 εβδομάδα ο θρασύς μου απάντησε δεν ξέρω.Το πως δεν τον πέρασα από την τζαμαρία της πολυκατοικίας να τον πληρώνω για άνθρωπο τον βρωμιάρη.

    Από εδώ

    Οι χρόνοι είναι σημαντικοί: σε ενεστώτα με σημασία μέλλοντα (Μην πεταχτεί πάλι καμιά γειτόνισσα μπροστά μας και μετά την πληρώνουμε για άνθρωπο), σε εξακολουθητικό μέλλοντα (Αν πάθει κάτι ενώ σου κάνει τις επισκευές θα τον πληρώνεις για άνθρωπο), σε υποτακτική ενεστώτα (Και πες ότι παθαίνεις καμιά πνευμονία στην σκοπιά, εγώ δηλαδή μετά [ενν. πρέπει] να σε πληρώνω για άνθρωπο;).

    Δευτερευόντως η φράση χρησιμοποιείται μόνο με την απαξιωτική της λειτουργία, χωρίς να ενυπάρχει ενδεχόμενο βλάβης του ανθρώπου-αντικειμένου του ρήματος.

    Δεν κάνουν τίποτα και μας στοιχίζουν κάθε χρόνο έναν σκασμό λεφτά! Και ρωτάω. Γιατί ρε σαρδανάπαλε να σε πληρώνω για άνθρωπο από την στιγμή που έρχομαι στο γραφείο της υπηρεσίας που δουλεύεις και μου συμπεριφέρεσαι σαν να είμαι μεταλλαγμένος με τσουτσούνι για μύτη και μεταδοτική ασθένεια;

    Από εδώ

Βλ. και το λήμμα α να σε γαμήσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο,τιδήποτε είναι κακής ποιότητος.

Επίσης γνωστή ως έκφραση και ως: «για τον πουτσάκο», «πουτσέ».

  1. Αγόρασα ένα κινέζικο mouse για το pc τελείως πουτσέ!

  2. Μου έφερε μία κολώνια δώρο άθλια! Για τον πουτσάκο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διεθνής όρος, που αναφέρεται στη κινηματογραφική βιομηχανία της Ινδίας, και ιδιαίτερα σε αυτήν της Βομβάης, που ασχολείται με τα ινδικά μιούζικαλ. Ο όρος προέρχεται από το όνομα της πόλης Bombay και το Hollywood. Η ειδικότητα της συγκεκριμένης βιομηχανίας είναι τα δακρύβρεχτα τετράωρα μιούζικαλ, που αποτελούν το φτηνό λαϊκό θέαμα του Ινδού.

Για τους αμύητους, σας δίνω ένα παράδειγμα. Φανταστείτε ένα επεισόδιο της σειράς «Λάμψη». Φορέστε σε όλες τις γυναίκες σατινοειδή πολύχρωμα φορέματα, και σε όλους τους άντρες σκουρόχρωμες ινδικές χλαμύδες. Στους πιο μεγάλους βάζετε και τουρμπάνια (προαιρετικό). Είμαστε στην κορύφωση της πλοκής, όπου ο Δράκος λέει στον φτωχό υπάλληλό του, ότι η κόρη του δεν είναι για κείνον. Και τι λέτε ότι ακολουθεί; Ο σκηνοθέτης ζουμάρει στο μάγουλο του Javeeda, όπου ένα δακρυ κυλάει... Αλλά μες στον οδυρμό του, γυρίζει και ως ένας Ινδός Sάκης χορεύει το «this is our night», με ένα από μηχανής μπαλέτο, που μέχρι πρότινος, δεν υπήρχε στη σκηνή.

Τώρα, αυτά τα χορευτικά κρατάνε γύρω στα πέντε λεπτά, και συνήθως υπάρχουν δεκαπέντε από αυτά σε μια ταινία. Επίσης όλες αυτές οι ταινίες διακατέχονται από μία πολύ βαριά στολισμένη χλιδή. Φανταστείτε τώρα, ότι στους δυτικούς, που ούτως ή άλλως η ινδική αισθητική είναι λίγο βαριά, τι συμβαίνει με το αποκορύφωμα της, που είναι αυτές οι ταινίες.

Και ενώ στην κυριολεξία, ο όρος «Μπόλιγουντ» αναφέρεται σε αυτήν την κερδοφόρο βιομηχανία της Ινδίας, στη διεθνή σλανγκ τείνει να αντικαταστήσει τον όρο «κιτς». Βέβαια, για να πούμε τη μαύρη αλήθεια, όπως και κάθε λαϊκό θέαμα, έτσι και το μπόλιγουντ έχει την κρυφή γοητεία του...

- Τι έγινε με τη Σούλα;
- Τι να γίνει; Ξενέρωσα... - Έλα ρε... Το γκομενάκι είναι λίγο λαϊκό, αλλά από κορμοστασιά, φυσάει ρεεε... - Άσε με ρε, πήγα από το σπίτι της προχθές και ξενέρωσα. Μια μπουχάρα στον τοίχο, φούξια αμπαζούρ, αφίσα του Σάκη στο σαλόνι και λαχανί εσώρουχα... Πολύ μπόλιγουντ κατάσταση. Και με το που σκάει με το λαχανί γουνάκι, μαλάκα, μου έπεσε ο γαργαλάτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified