Selected tags

Further tags

Παίζω πολύ καλά, αριστοτεχνικά, είμαι βιρτουόζος. Συνώνυμα: παίζω παπάδες, παίζω τ' άντερά μου.

Σκάει με μπλουζάκι Μαντόνα, και λέω πού πέσαμε τώρα... Και με το που πιάνει τις μπαγκέτες ρε φίλε έχουμε καραφλιάσει όλοι... Παίζει τις κάλτσες του το άτομο, θεός.

(από electron, 13/12/09)Άξιος καλτσαδόρος. (από vikar, 31/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντικείμενα ευτελούς συνήθως αξίας και εξαιρετικά αμφιβόλου χρησιμότητας τα οποία θεωρούμε απολύτως απαραίτητα και σέρνουμε μαζί μας όπου κι αν πάμε. Χαρακτηριστικά, η πλήρης οικοσκευή που φορτώνει στη σχάρα του Χιουντάι η μέση Ελληνική οικογένεια όταν πάει πουσουκού στο «κτήμα». Επίσης, το περιεχόμενο της τσάντας με τις πολλές θήκες του κάθε ερασιτέχνη φωτογράφου που έχει να δείξει παρουσία τουλάχιστον σε μια έκθεση. Ό,τι έχει μέσα το μέσο γυναικείο νεσεσέρ.

Δεν παίζεται η Ρούλα. Είπε να 'ρθει να μείνει ένα βράδυ διότι τη σούταρε ο δικός της και κουβάλησε όλα τα τσιμπράγκαλά της κι εγκαταστάθηκε. Ως και το γουόκ έφερε διότι, λέει, κάνει μια δίαιτα Κινέζικη και τα λαχανικά πρέπει να είναι τραγανά. Έλα μουνί στον τόπο σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση της οποίας η προέλευση χάνεται στα βάθη του χρόνου και στη δημοτική μουσική παράδοση της πατρίδας μας.

Χρησιμοποιείται παράλληλα με κυκλική κίνηση του καρπού και υποδηλώνει την πεποίθηση του εκφέροντος ότι αυτό που μόλις άκουσε είναι από άσχετο και μπερδεμένο μέχρι εντελώς αλλού.

Σχετίζεται προφανώς με την έκφραση «τρία πουλάκια κάθονταν» που σημαίνει το ίδιο πράγμα, γεγονός που ίσως ευθύνεται για τη λανθασμένη χρήση του κάθονταν έναντι του ορθού καθόταν.

Ακολουθείται ενίοτε από δεύτερο στίχο που ποικίλει από «και έπλεκε πουλόβερ» μέχρι «στην άκρη στο ποτάμι» και όλα τα ενδιάμεσα.

  1. - Η Μερόπη ήταν. Όχι, η Καλλιόπη. Μήπως ήταν η Μερόπη; Δεν θυμάμαι ρε γαμώτο.
    - Καλά, του Κίτσου η μάνα κάθονταν... Άσ' το ρε παιδάκι μου.

  2. - Και μου κάνει «τι» και της κάνω «τι τι». Και μου ξανακάνει «τι». Όχι, μάλλον εγώ της κάνω «τι» κι εκείνη μετά... για κάτσε να θυμηθώ...
    - Του Κίτσου η μάνα κάθονταν και έπλεκε πουλόβερ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παρακαλετό γαμήσι. Όταν ο άντρας έχει κατεβασμένα τα βρακιά του μέχρι τον αστράγαλο (δεν έχει προλάβει να γδυθεί τελείως ακόμα), τού φεύγει όμως η γκόμενα και αυτός τρέχει ξοπίσω της σέρνοντας τα πόδια του γιατί δεν μπορεί να ανοίξει βήμα (άρα μοιάζει με πιγκουίνο). Λίγο κρύο να λέμε την αλήθεια, αλλά εξαρτάται για ποιον το λες και τότε μπορεί να έχει πλάκα. Από ένα παμπάλαιο ανέκδοτο με μια πουτάνα και τον πελάτη της.

- Τον είχε στο πιγκουινάτο για κάνα μισάωρο.
- Και αυτή τι έκανε;
- Μμμ, δεν ξέρω...
- Και συ πού το έμαθες ρε μαλάκα;
- Μου το είπε η ίδια.
- Και ό,τι σου λένε εσύ το πιστεύεις έ;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθική τοποθεσία της οποίας η ακριβής θέση αγνοείται ακόμη και σήμερα. Ο θρύλος λέει ότι είναι σίγουρα μετά του διαόλου τη μάνα και λίγο πριν του διαόλου το κέρατο, το οποίο, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο θρύλο, είναι ο,τι πιο μακρινό στον έρμο τούτο κόσμο.

- Είπαμε να πάμε κάπου απόμερα μη μας πάρει κάνα μάτι, αλλά αυτό το ταβερνάκι ήταν στου διαόλου το ξεσταύρι. Τρεις ώρες κάναμε για να γυρίσουμε. Α, και μη φανταστείς. Mάπα το καρπούζι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι τέτοια η φτώχεια και η κακομοιριά μας που όχι μόνο δεν έχουμε τα χρειώδη για να ζήσουμε αξιοπρεπώς, αλλά ούτε και τα απαραίτητα για να θρηνήσουμε το μαύρο μας το χάλι. Επειδή δε ο κακομοίρης και ο μίζερος θέλουν συνέταιρο στην μιζέρια τους, η ανωτέρω φράση χρησιμοποιείται σχεδόν πάντα στο πρώτο πληθυντικό.

- Τα 'χω πάρει. Δεν μπορώ ν' αποφασίσω. Να πάρω την 335 ή το S5;
- Εδώ δεν έχουμε μαντήλι να κλάψουμε κι ο άλλος της ψωλής του τον χαβά...

Δεν έχω γκασμά να σκάψω τον λάκκο μου!! (από Cunning Linguist, 24/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν το άδικο έπνιγε το 10χρονο στην αλάνα διότι ο μάγκας της γειτονιάς άλλαζε διαρκώς τους κανόνες του παιχνιδιού προς όφελός του, η κραυγή δε στρέχει ήταν η πρώτη απάντηση.

- Πάλι τα φυλάς εσύ.
- Γιατί;
- Γιατί έτσι.
- Έεεε, δε στρέχει, δε στρέχει. Είναι σειρά σου. Δε στρέχει.

Από το αρχαίο ελληνικό ρήμα στέργω (=δέχομαι, συναινώ). Το στέργω μετασχηματίστηκε τον μεσαίωνα σε στρέγω και τελικά σε στρέχω. στέργω (αρχαίο) > στρέγω (μεσαιωνικό) > στρέχω (νεοελληνικό)
Το απρόσωπο ρήμα δεν στρέχει δηλώνει την έλλειψη συμφωνίας/συναίνεσης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλη εφεύρεση η λιγοψηφία, αν και κατάφωρα αντίθετη προς τη δημοκρατική παράδοση της πατρίδας μας. Όταν πιτσιρικάδες θέλαμε να χωριστούμε σε ομάδες, κάναμε έναν κύκλο και φωνάζοντας «η λιγοψηφία κερδίιιιιιιι-ζει» τείναμε το χέρι προς το κέντρο του κύκλου με την παλάμη είτε προς τα πάνω είτε προς τα κάτω (ακριβώς πάνω στο ζει και μετά το παρατεταμένο ιιιιιι της προετοιμασίας). Μεταξύ των χεριών που ήταν με την παλάμη προς τα πάνω και αυτών με την παλάμη προς τα κάτω κέρδιζαν αυτά που ήταν λιγότερα, εξ ου και η έκφραση.

- Η λιγοψηφία κερδίιιιιιιιιι-ζει!
- 1, 2, 3, 4 ανοιχτά και 5 κλειστά.
- Αχ Γιωργάκη είμαστε μαζί. Πολύ χαίρομαι.
- Δε στρέχει, γιατί εσύ έβαλες το χέρι τελευταίος. - Όχι, όχι δεν το έβαλα τελευταίος. Στρέχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έφαγα χυλόπιτα (πιο κλασσικό) ή μου ήρθε κάτι στη μούρη, τάλιρο κτλ.

Μαν, πήγα στην Σία και μου έριξε αφίσα η γκόμενα... Δεν το πίστευα, είναι που τελευταία την βγάζω ζεβουαζιόν μάλλον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σερβίρω το όργανο μου, το δίνω με όμορφο τρόπο. Το κάνω να φαίνεται ελκυστικό, ενίοτε το σερβίρω στο κεφάλι της/του παρτενέρ ή στα μαγουλάκια.

Ήζουρας: Και για πες ρε Τζον τι κάνατε χτές με την ινδιάνα;
Σπέτς: Ε, ξέρεις μωρέ, φασωθήκαμε λίγο και δεν άργησα να της τον δώσω λουκάνικο... τρελάθηκε!
Ήζουρας: Ζαγοραίοοος ο Τζον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified