Selected tags

Further tags

Υποτιθέμενη σχολή που τελειώνουν όσες κοπέλες δεν σπουδάζουν αλλά αναζητούν εναγωνίως γαμπρό από τα 18 τους (συνήθως με την προτροπή των γονιών τους). Συνηθίζεται και στις περιπτώσεις που κοπέλες διακόπτουν το Λύκειο για να παντρευτούν. Παραλλαγή της παλιάς σχολής Ανωτάτη Εμπορική.

  1. - Ποια σχολή θα βάλεις πρώτη στο μηχανογραφικό;
    - Δεν θα δώσω εξετάσεις, έχω ήδη περάσει στην Ανωτάτη Παντρευτική!

  2. - Γιατί εξαφανίστηκε η Μαρία από το σχολείο τελευταία;
    - Δεν τά 'μαθες; Πέρασε στην Ανωτάτη Παντρευτική!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά σημαίνει ελεύθερο καμπινγκ. Η φράση αυτή χρησιμοποιείται επίσης όταν θέλουμε να αναφερθούμε χιουμοριστικά στο bungee jumping.

  1. - Έχετε κανονίσει διαμονή για τις διακοπές;
    - Δεν παίζουν λεφτά ρε, θα τη βγάλουμε με τζάμπα κάμπινγκ.

  2. - Τάσο λες να δοκιμάσω bungee jumping στην Πούντα;
    - Ρε δεν πας να κάνεις και τζάμπα κάμπινγκ... Tι μου το λες;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστικός όρος για κάποιον που κάνει μπανιστήρι, συνήθως μικρής (σχολικής) ηλικίας. Έγινε γνωστό από παλαιότερη χιουμοριστική εκπομπή του Μάρκου Σεφερλή.

(ο μικρός Νικολάκης παίρνει μάτι τους γείτονες να βγάζουν τα μάτια τους)
- Επ Νικολάκη, τί κάνεις εδώ πονηρούλη; Τον μικρό τυμπανιστηρτζή;

(από Khan, 05/02/11)(από Khan, 01/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ευρέως διαδεδομένη έκφραση που υποδηλώνει ότι κάποιος πέταξε βλακεία. Στη συντριπτική πλειοψηφία χρησιμοποιείται με τη φράση «Ωχ, το μάτι μου!».

- Λέω να πάμε από την Ποσειδώνος το πρωί, δεν νομίζω να έχει κίνηση.
- Ωχ το μάτι μου! Τι είπε ρε το άτομο! Της τρελής γίνεται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει πεινάω πολύ, συνήθως με αισθητά συμπτώματα στο στομάχι (γουργούρισμα κτλ).

- Ρε συ, που διάολο ψήνουν μπιφτέκια πρωί πρωί και μυρίζει ο τόπος;
- Άσε, και δεν έφαγα τίποτα για πρωί, με έχει κόψει λόρδα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επί δραχμής, το πακέτο του ενός εκατομμυρίου σε πεντοχίλιαρα. Διακόσια πετσετάκια κολαριστά είναι λογαριαμός και παραπέμπουν από πλευράς όγκου και βάρους σε τούβλο, εξ ου και η ονομασία.

— Τα μέτρησατε κύριε Παμπλουτίδη τα χρήματα;
— Τι να μετρήσω παιδί μου; Τρία τούβλα είναι. Ίσα που μας βγάζουν το Σαββατοκύριακο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι αόριστο για απασχόληση. Λέγεται συνήθως σε παιδάκια.

Πήγαινε στην γειτόνισσα να σού δώσει αλικομπενί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφώνηση μόλις ένα παιδάκι πέσει κάτω, για να το καλοπιάσουμε μη βάλει τα κλάματα.

- Έπ! τσορτσόπ καλεμπελίμ! Δεν πειράζει δα, θα μεγαλώσεις. Σκούπισε τώρα τα γονατάκια σου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: μια μπουκιά. Μεταφορικά: κάτι τόσο δα μικρό και ασήμαντο.

  1. Μια χαψιά άνθρωπος. (= μια σταλιά ανθρωπάκι)

  2. - Δεν τον φοβάμαι, θα τον κάνω μια χαψιά μέχρι να πει κύμινο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified