Selected tags

Further tags

Παραλλαγή της φράσης «τιβιτιγκλόν» από την ομώνυμη τηλεοπτική εκπομπή (το τιβί έγινε ράδιο).

Σημαίνει ό,τι και η πρωτότυπη, κάτι σαν voilà!

(Συχνά χρησιμοποιούνται και μαζί για να δοθεί έμφαση).

- ....Τιβι-τιγκλόν!
- Τι τιβι-τιγκλόν και ραδιο-τιγκλόν μου λες εσύ τώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως επίθετο: χέστης, φοβιτσιάρης. Ως ουσιαστικό: φόβος, τρόμος, αλλά και χέσιμο, ξεφτίλισμα, βρίσιμο.

  1. Ο Κώστας ο χεσμεντέν, να δεις πως έκανε με το σεισμό...

  2. Η ταινία ήταν θρίλερ, πολύ χεσμεντέν...

  3. Θα του ρίξω ένα γερό χεσμεντέν μόλις έρθει...

(από Galadriel, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου ή κατάστασης.

ροκ = αντισυμβατικός, παλαβός, άγριος, αχαλίνωτος, θυελλώδης, έκλυτος, άναρχος. Όταν αναφερόμαστε σε ροκ κατάσταση, εννοούμε ότι θυμίζει ροκ συναυλία.

Η κατάσταση στο γραφείο είναι τελείως ροκ.

«Γιατι εσυ ξέρεις στο κρεβάτι τι θα πεί ροκ εντ ρόλ...» Σιδηρόπουλος (1985) (από vikar, 08/07/11)

Δες και τζαζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που προέρχεται από το πέταγμα του χαρταετού και χρησιμοποιείται ως προτρεπτικό συνέχισης. Σημαίνει άσε τα πράγματα να κυλήσουν κι επίσης μην μένεις στάσιμος, προχώρα.

  1. - Αμόλα καλούμπα και μην κολλάς σε λεπτομέρειες...

  2. - Ξέχνα την Κατερίνα κι αμόλα καλούμπα σε νέες αγκαλιές...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση απαξιωτική, καταρχήν προς γυναίκα που δε βλέπεται και κατ' επέκτασιν και προς πιο αόριστες καταστάσεις (μάπα θάλασσα, άνοστο φαγητό, κακός δρόμος, χάλια ρούχο κλπ...). Συνοδεύεται με κίνηση κλειστής παλάμης, προς το άτομο που πρότεινε κάτι από τα ανωτέρω, περίπου στο ύψος του προσώπου του... (είναι ακριβώς η κίνηση του χεριού του Κωνσταντίνου Καραμανλή, όταν αγόρευε!)...

1.- Παιδιά να πάρουμε και την Ευθαλίτσα μαζί μας το βράδυ;
- Πάρ' την εσύ μεγάλε.....

2.- Θέλετε να πάμε από τον παλιό δρόμο στον Πλαταμώνα; Είναι ωραία η διαδρομή...
- Πάρ' τον εσύ αδερφέ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κουνούπι της Ρόδου, όπως το αποκαλούν οι εκεί υπηρετούντες φαντάροι. (βλ. Τσαμπικία και τσαμπικονήσι).

- Με έχουν ρημάξει τα τσαμπικόπτερα όλο το καλοκαίρι!

Βλ. και γκατζολόπτερο, μποχαλόπτερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λυσσάρα, η πεινασμένη, η νυμφομανής, η τρελαμένη, η γυναίκα που διψάει για άντρες...

Έμεινε στην προφορική ιστορία από τα χαρακτηριστικά της ομώνυμης γάτας - ηρωίδας του Αρκά.

- Κοίτα τη Λουκρητία πως με κοιτάζει και γλύφει το καλαμάκι του καφέ...

(από filologas, 20/03/08)(από xalikoutis, 05/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

= Το πρόθεμα WWW που μπαίνει μπροστά από κάθε διεύθυνση ιστοσελίδας στον παγκόσμιο ιστό.

Πήραν το όνομά τους από το σχήμα του γράμματος W που μοιάζει με κωλαράκι.

Αντί να πεις: ντάμπλγιου-ντάμπλγιου-ντάμπλγιου-τελεία......
λες πιο σύντομα: 3 κωλαράκια-τελεία...

Got a better definition? Add it!

Published

Το ζουμερό, γεμάτο καμπύλες σε όλα τα σωστά σημεία μωρό, όπου «μωρό» προφανώς είναι γυναίκα στον καιρό της, για να μην παρεξηγούμεθα κιόλας. Εκτιμώ ότι ιδιαίτερη προσπάθεια έχει (επιτυχώς) καταβληθεί από τον άγνωστο λεξιπλάστη του παρελθόντος ώστε να συνδέσει την αίσθηση των γεμάτων χεριών που αφήνει το ζουμπουρλούδικο γκομενάκι στον καλό της με την αίσθηση του γεμάτου στόματος κατά την εκφορά της λέξης. Ωρρραία πράματα.

- Ωρρραίο γκομενάκι η Βαρβάρα. Ζουμπουρλούδ'κο!
- Αυτό δεν είναι γκομενάκι ρε μεγάλε. Μιλάμε για τρία στρέμματα γυναίκα.

(από acg, 20/03/08)Ένοχα μυστικά! (από Vrastaman, 11/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπλήρωμα της φράσης «Μια το ένα μια το άλλο...». Το λέμε για να εμποδίσουμε τον συνομιλητή μας να συνεχίσει αυτό που λέει.

- Αμάν πια, δεν μπορώ, βαρέθηκα... Μια το ένα, μια το άλλο...
- ... κάτσε τώρα να στη βάλω...

Δες και γειώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified