Selected tags

Further tags

Συνώνυμο: για σένα θα φάω ένα ταψί μπακλαβά.

- Σ' αγαπώ
- Νταξ, θα φάω ένα ταψί μπακλαβά!

(από GATZMAN, 20/02/11)Με ρωτάς εγώ για σένα τι θα έκανα. (από Galadriel, 20/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Του πουλιού το γάλα, αλλά με πιο χυδαίο τρόπο.

Την θέση του «σπέρμα» μπορεί να πάρει οποιαδήποτε ονομασία του σπέρματος (π.χ. χύσι, ψωλόχυμα, τσουτσουνόζουμο κ.τ.λ.).

- Δε μου λες πορνουλίτσα μου... σου αρέσει ο πουρές; Εννοώ, κάνεις τα πάντα στο καυλόχρηστο;
- Και του μουνιού το σπέρμα. Εξαρτάται και φυσικά πόσα θα δώσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαστορική αργκό, εννοείται το μίνιο, δηλαδή η μολυβδούχος χρωματική ουσία που χρησιμοποιείται ως αντισκωριακό και ως πλαστικό χρώμα. Σημαίνει γαμώ και εκσπερματίζω. Η έμφαση είναι στο μαζικόν της εκσπερμάτισης. Μπορεί να σημαίνει και τον αυνανισμό, όπως το ασπρίζω τοίχους κ.τ.ό. (Να μην συγχέεται με τα μίνια, εκτός κι αν τα μίνια απλωθούν πάνω στα μίνια, όπως στην περίπτωση του Πλύντον).

- Πώς πήγε χτες μάστορα; Άπλωσες τα μίνια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα (νεαρή συνήθως) που υπερβάλλει (από φυσικού της όμως) τόσο πολύ στις χαρακτηριστικά γυναικείες κινήσεις και νάζια, που θυμίζει κραγμένη αδελφή.

Ως εκ τούτου δεν την παρομοιάζω με τον νταλικέρη.

πάσα: Χαλικού (και Βράστα) από το σχόλιό του στο μπάι.

Είναι βέβαια και δε ρεαλ θινγκ, βλ. εδώ.

- Ωραία γκόμενα η Βάλια αλλά κάτι με χαλάει ρε γμτ...
- Είναι γυναίκα πούστης, αυτό σε χαλάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εϊτίλα σλανγκιά, από τις πρώτες, νομίζω, που έκαναν τον σοβαρό ελληνικό κόσμο να επιβεβαιωθεί οριστικά για το τραγικό γεγονότο ότι η γλώσσα μας έχει φτωχύνει.

Χρησιμοποιήθηκε πολύ από τους εφήβους, κόλλησε κάπως και στους μεγαλύτερους, και μετά πέθανε. Τώρα λέγεται μόνο από λείψανα των ογδόνταζ.

Σημαίνει αυτό που σημαίνει, αλλά είναι και έκφραση πασπαντού αντί του «όχι», ή αντί άλλης κουβέντας η οποία θα μας δυσκόλευε να την πούμε, ή αντί εισαγωγής στον κυρίως λόγο μας, κλπ.

Το καμία τονίζεται ιδιαιτέρως ναζιάρικα.

  1. Πώς πάει, πήγες για ψώνια;
    - Μπα, καμία σχέση.

  2. - Αγάπη μου, σε παρεξήγησα.
    - Καμία σχέση, δεν πειράζει...

  3. (γκάλοπ)
    - Ποια η γνώμη σας για την ακρίβεια;
    - Εεεεεε ... (κομπλάρει), χιχι! (έχει τρακ), εμ, να σας πω, να, καμία σχέση, η γνώμη μου είναι ότι τα πάντα είναι πολύ ακριβά...

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκιά παλαιάς κοπής (ογδόνταζ), παπαριά ολκής, που όμως ειπώθηκε πολύ. Υποτίθεται ότι παπί = παπί, η υπονοούμενη εξίσωση όμως είναι παπί = καυλί.

Από τη ομότιτλη πιπίτσα του Ρακιντζή, βλ. μήδι.

- Ακαλά, είσαι φουλ καψούρα εσύ! Πώς τα κατάφερε το πρόσωπο και σε έριξε έτσι;
- Ε, στο πάρτυ της Φρόσως, εκεί στο άσχετο, τον ακούω να μου λέει «έλα τώρα, κάτσε στο παπί μου» -και πέθανα, αυτό ήταν.
- ...

(από ironick, 18/02/11)(από Khan, 15/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το απόγειο διασκέδασης των προεφήβων στις δεκαετίες '70 και '80 ήταν τα συγκρουόμενα αυτοκινητάκια στο λούνα παρκ. Η πρώτη φορά που καθόσουν στο τιμόνι - και το μαγικό κουδούνι που έδινε ώθηση στο ηλεκτρικό αυτοκινητάκι, αφού έδινες την μάρκα στον χλεμπονιάρη υπεύθυνο. Χωρίς να έχουν τρελό γκάζι, με το κομπλέ ανάποδο διαφορικό για να πιάνει η όπισθεν, ήταν η χαρά του ατζαμή, καθώς σκοπός πέραν της οδήγησης ήταν και ο εμβολισμός κάποιου φίλου ή γονέα που ήταν σε ένα άλλο αυτοκινητάκι.

Στα δικά μας τώρα. Η έκφραση «συγκρουόμενα» αναφέρεται σε σταυροδρόμια, φανάρια, στροφές ή κακοφτιαγμένους δρόμους, όπου τα ατυχήματα είναι σε ημερήσια διάταξη. Ιδίως από οδηγούς που δεν γνωρίζουν τις παγίδες στα συγκεκριμένα επικίνδυνα σημεία.

- Ρε, τί έγινε; Διαφημίζεις τσιρότα;
- Άσ' τα να πάνε. Μια καρακάξα με διεμβόλισε έξω από την Πειραιώς, στην Πολυτεχνείου. - Α, εκεί στα συγκρουόμενα... Πάλι καλά την γλίτωσες. Εγώ είχα σπάσει πόδι εκεί. Φρόντισε ένας ταρίφας για αυτό.

(από electron, 18/02/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μου φτάνουν τα χρήματα. Πιο πολύ χρησιμοποιείται στο αρνητικό δεν βγαίνω, δε βγαίνω, μάνα μου. Σχετικό και το (δεν) βγάζω τον μήνα / τον χρόνο κ.τ.λ.

Τώρα με την κρίση δεν βγαίνω με την καμία.

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει εκπορνεύομαι, και γενικά, αλλά κυρίως ως τραβεστί, ως τραβέλι, ή ως τρανσέξουαλ, λόγω ασφαλώς του ότι η αμαρτωλή λεωφόρος Συγγρού είναι τόπος πιάτσας για τους τοιούτους. Μεταφορικά, λοιπόν, χρησιμοποιείται για ακραίες περιπτώσεις ξεφτίλας, όπου κάποιος αναγκάζεται να εκπορνευτεί (κυριολεκτικά ή ηθικά), αλλά να χάσει και τον ανδρισμό του.

Μπάτσοι, γουρούνια, τροχονόμοι και ο Τζίμης Πανούσης με αφορμή την οικονομική κρίση βγαίνουν και πάλι στη Συγγρού.

Στο 6.20. (από Khan, 09/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθένας, πας εις, πας έκαστος, κάθε καρυδιάς καρύδι -συνήθως με την απόχρωση του «ο κάθε μαλάκας».

Έκφραση που σχηματίστηκε εξαιτίας της δύσκολης κλίσης της αντωνυμίας πας (θηλ. πάσα, ουδ. παν). Επικράτησε το πιο εύηχο (η πάσα), αλλά με το αρσενικό άρθρο. Πιθανόν να έγινε το λάθος (ή να διατηρήθηκε) και για λόγους ρυθμού, προσωδίας, μελωδίας, ευφωνίας κουτουλουπού.

  1. Μια φιλική συμβουλή: στη θέση σου, δε θα έβαζα τη φωτογραφία του παιδιού μου φόρα-παρτίδα στο διαδίκτυο, να την κατεβάζει ο πάσα ένας άγνωστος / άσχετος ή κακόβουλος και να την κάνει ο,τι θέλει.
    (νέτι)

  2. Βέβαια, δημοσιογραφική ταυτότητα μπορεί να έχει ο πάσα ένας αλλά από τη στιγμή που εκπροσωπεί ένα Μέσο και το Μέσο δικαιούται μιας ή περισσοτέρων διαπιστεύσεων, μπορεί να τον εκπροσωπεί επίσης ο πάσα ένας, και αυτό θα πρέπει να γίνεται σεβαστό. (νέτι)

  3. Θανατική να εφαρμοστεί ποινή από το κράτος
    σαν μαστουρώσει κι ευθυμεί ο πάσα ένας πάτος
    (από το τραγουδάκι «Άμα το λέει η σούφρα σου»)

(από Khan, 18/02/11)

βλ. και πασαένας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified