Selected tags

Further tags

Αστείος χαρακτηρισμός - επιφώνημα, που λέγεται συνήθως φιλικά και α) είτε σημαίνει «πώς είσαι έτσι;» ή «τι είν' αυτά που κάνεις;». Συνήθως εκφράζει την έκπληξη μας για κάποιον (αρσενικό εννοείται) ο οποίος κάνει κάτι κατά την κρίση μας θηλυπρεπές.
β) είτε αντικαθιστά το «ρε» και να είναι αγαπημένη φράση ανθρώπων που έχουν αγαπημένες φράσεις και τις λένε συνέχεια.

1.α περίπτωσις
- Ένα λεπτό ρε μαλάκα, βάζω κρέμα στη μάπα μου...
- Μωρή κυρία!;!

2.β περίπτωσις
- Τράβα μωρή κυρία να πάρεις κανά πιοτό να πιούμε.
- Α γαμήσου ρε λουλού που θες και πιοτό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο background της ατάκας αυτής βρίσκονται λιακούριες θεωρίες περί ψεκασμού των μαζών από ειδικά αεροπλάνα προκειμένου να ελεγχθεί ο καιρός, τα φυσικά φαινόμενα, καθώς και η θεωρία περί επηρεασμού της λειτουργίας του ανθρώπινου εγκεφάλου, φθάνοντας έως και το σημείο του ελέγχου του με σαφείς υπαινιγμούς στην επίδραση του ψεκασμού στη νοητική λειτουργία κάποιων ευαίσθητων δεκτών, με αποτέλεσμα αυτοί να κάνουν, ή να λένε, παράλογα πράγματα.

Στο background της ατάκας αυτής θα μπορούσε να βρίσκεται και η θεώρηση του ψεκασμού μέσω ειδικών σπρέι.

Μέσω της εκφοράς της συγκεκριμένης ατάκας, μπορεί κάποιος να πει μέσω ελαφρού μειδιάματος με έναν πιο κόσμιο τρόποiσε κάποιον άλλον, πως κάνει ή λέει βλακείες, ενώ ταυτόχρονα του λέει πως είναι αδύναμος κρίκος, αφού είναι... και καλά, επιρρεπής στον ψεκασμό των αερίων.

- Ασ' τα πήγα το πρωί στο ΑΤΜ, να τραβήξω λεφτά κι αντί να βάλω την κάρτα της τράπεζας, προσπαθούσα να βάλω μέσα μια net κάρτα - Καλά... Τι σε ψεκάζουν; Τελικά απ' ό,τι φαίνεται, θα 'ταν εντελώς περιττό να χρησιμοποιήσουν σβερκάκια για να σε κλέψουν. Εσένα αν θέλουν... μπορούν να σε κλέψουν στο πατ- κιουτ... χα... χα... χα...

Δες ακόμη: μας ψεκάζουν, ψεκασμένος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα μοναδικό διαμάντι της κυπριακής μπινελικιακής παράδοσης. Η ακριβής μετάφραση είναι: «Δάγκωνε, μπούκωνε, σκύψε, γλείψε, πάρ' τον πούτσο μου και σκάσε».

Ιορδάνης Ιορδάνου: Άκα μπούκα σκύψε γλείψε πιάσ' τον βίλλο μου και βρίξε, ρε παλιοκαλαμαρά.
Βαγγέλας Παπαδόπουλος: Άι γαμήσου μωρή κουφάλα κύπρια, να σ' το πω και στα ελληνικά να 'ούμ'.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην μη σλανγκική, πρόκειται για το γνωστό χοντρό ύφασμα από λινάρι ή καναβάτσο που χρησιμοποιείται για την κατασκευή τσουβαλιών. Είναι αντιδάνειο από το Ιταλικό linazza, το οποίο με την σειρά του ετυμολογείται εκ του λινάριον.

Σλανγκιστί, το λινάτσα και οι παραλλαγές του (μωρή λινάτσα, παλιολινάτσα, κ.λπ.) αποτελεί βρισιά, η οποία απονέμει στους αποδέκτες της τις ίδιες ιδιότητες που φέρει και το ομώνυμο ύφασμα:

1. Φθήνια, έλλειψη τιμής και αρχών.

2. Χείριστη ποιότητα χαρακτήρα ή/και ταπεινή καταγωγή. Στην τελευταία περίπτωση, χρησιμοποιείται με σνομπιστική και απαξιωτική διάθεση.

3. Ελεεινή εμφάνιση (βλ. επίσης πατσαβούρα).

4. Εμφανή ταλαιπωρία από πάσης φύσεως χρήσεις και καταχρήσεις. Έτσι χρησιμοποιείται συχνά στην Κρήτη (βλ. παράδειγμα). Σύμφωνα δε με την λαϊκή σοφία, τέτοιας μορφής λινάτσες έχουν τραβήξει του λιναριού τα πάθη.

Το μωρή λινάτσα αποτελεί μπινελίκι- πασπαρτού και μπορεί να απονεμηθεί εξ' ίσου επιτυχώς σε άτομο οιουδήποτε σεξουαλικού προσανατολισμού.

Ασίστ: poniroskylo

Έννοια # 1: Πίσω μωρή λινάτσα που πας να παραδώσεις και μαθήματα πατριωτισμού... Εσύ που γλείφεις τα αχαμνά της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής σε κάθε θέμα από το Σκοπιανό μέχρι το Κυπριακό... Εσύ που συντάσσεσαι με κάθε πουστιά των αγγλοαμερικάνων αρκεί να πλήττονται τα ελληνικά συμφέροντα... (πατριωτικό παραλήρημα από κάποιο φόρουμ)

Έννοια # 2: Μωρή λινάτσα, θέλουν και γλυφάδα τα μούτρα σου
(απαξιωτικό σχόλιο από το φόρουμ 4T)

Έννοια # 3: ΛΙΝΑΤΣΑ = ΚΟΜΜΑΤΙ ΥΦΑΣΜΑΤΟΣ. ΔΗΛΟΙ ΓΥΝΑΙΚΑΝ ΠΑΝΑΣΧΗΜΗΝ ΤΗ ΟΨΕΙ Ή / ΚΑΙ ΧΙΛΙΟΞΕΣΚΙΣΜΕΝΗ
(από βλόγιο παράφρονα)

Έννοια # 4: Ο σωματότυπος που αποδεδειγμένα προτιμούν οι γυναίκες ανα τους αιώνες, είναι αυτό που λέμε εδώ στην Κρήτη η «λινάτσα». Αυτός ο οποίος είναι «λινάτσα» είναι πολύ αδύνατος. Αλλά ΟΥΧΙ ο τύπος αδύνατου άντρα απο δίαιτες ή απλά σωματότυπο. Είναι αυτός που έχει ΚΑΕΙ στους μπάφους. Είναι αυτός που έχει ΛΙΩΣΕΙ από την κόκα. Που ΓΑΜΗΣΕ το μεταβολισμό του από τις συνεχόμενες αγρυπνίες για clubbing (...) ΕΚΕΙ πρέπει να ποντάρετε νέοι μου έτσι για μια λαμπρή ερωτική σταδιοδρομία, κι όχι σε δίαιτες γυμναστήρια και λοιπά ξεπερασμένα (από βλόγιο με κρητική διάθεση).

(από Khan, 29/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Σλάνγκος Δράκος» είναι ένα προτεινόμενο, διόλου εύηχο, συλλογικό προσωνύμιο για τους λημματοδότες του παρόντος site οι οποίοι τείνουν κατά την παράθεση των παραδειγμάτων να γράφουν μικρά μονόπρακτα και άλλα σεναριοειδή αφηγήματα, βγάζοντας από μέσα τους το μικρό Νίκο Φώσκωλο που όλοι κρύβουμε. Το όνομα αποτελεί φόρο τιμής στον θρυλικό χαρακτήρα της «Λάμψης», του πολυκύμαντου και παντελώς ασήμαντου σαπουνιού που επί 14 χρόνια (τελείωσε το 2005) καθήλωνε τις τηλεθεάτριες - και τους τηλεθεατές, ας μη γελιόμαστε .

Μολονότι χαρακτήρας και όχι σεναριογράφος, ο Γιάγκος Δράκος (που παιζόταν από τον Χρήστο Πολίτη) κρίθηκε από τον γράφοντα κατάλληλος για το συγκεκριμένο λεκτικό παιγνίδι λόγω α) του πρόσφορου του μικρού του ονόματος β) του επωνύμού του αλλά κυρίως λόγω του ότι γ) στα λήμματά τους οι Σλάνγκοι Δράκοι κατά κανόνα τοποθετούν εαυτόν πρωταγωνιστή, είναι τόσο συγγραφείς όσο και ήρωες, καθιστώντας τα περισσότερα από τα σενάρια αυτοβιογραφικά. Φανταστείτε δηλαδή τον Γιάγκο Δράκο να έχει και το ελεύθερο της συγγραφής. Καθώς τα λήμματα του Slang.gr έχουν πλέον φτάσει να είναι υπερδιπλάσια σε αριθμό από τα επεισόδια της Λάμψης, σε Βίρνα Δράκου αναδεικνύεται η θυελλώδης και ομιχλώδης Λίλιαν (αναζήτησε το σχετικό λήμμα).
Το θηλυκό φυσικά του Slangou Δράκου είναι η γλωσσόφιλη (= ασχολούμενη με γλωσσικά ζητήματα) σεναριογκόμενα.

(από φανταστικά προσωπικά μηνύματα μέσω του site)

εξερχόμενο: Να σε ρωτήσω κάτι ρε XrhsthsXYZ, η φράση «άντε γαμήσου ρε παπάρα» ακούγεται ρεαλιστική; Θα μπορούσε να ειπωθεί ως έχει; Είναι από διάλογο σε αίθουσα αναμονής οδοντιατρείου για το λήμμα οδοντόγιατρος... Αν έχεις χρόνο πες μου την άποψη σου...

εισερχόμενο: Δε χρειάζεται να είναι κανείς και Σλάγκος Δράκος για να κρίνει ότι... ναι, είναι γαμάτο... έγραψε!

O Slangos και η τρελλή παρέα του (από Vrastaman, 19/11/08)(από Khan, 10/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελέγχω. Κάνω κουμάντο. Φέρνω βόλτα. Όλα αυτά με μια σχετική δυσκολία διότι το άτομο, το ζώο, το μηχάνημα ή το εργαλείο που προσπαθώ να κοντρολάρω είναι απείθαρχο, ζαβό, απρόβλεπτο.

Έκφραση παλιά και καθιερωμένη. Προέρχεται από το Τούρκικο zaptetmek, zapt που σημαίνει ακριβώς «χαλιναγωγώ», καταλαμβάνω με τη βία αλλά και καταλαβαίνω, μπαίνω στο νόημα. Από την ίδια ρίζα στα Τούρκικα είναι και το zaptiye που σημαίνει χωροφύλακας και που στα Ελληνικά έχει περάσει ως ο ζαπτιές ή ζαφτιγιές. Για την χρήση της λέξης «ζαπτιές» και περισσότερες πληροφορίες για την ετυμολογία της δες και το σχόλιο του halikoutis στο λήμμα μπασκίνας.

  1. Τον κόβεις για μισοριξιά τον Περικλή,αλλά βάρδα να μην τα πάρει στο κρανίο ... τρία μπεντένια δεν μπορούσανε να τον κάνουνε ζάφτι προχτές που κάποιος είπε κάτι για την Λίλιαν.

  2. Απίστευτος τύπος. Κοντούλης, αδύνατος, με μια αλογοουρά και μια μεγάλου κυβισμού μηχανή, που πάντα αναρωτιόμουν πώς την κάνει ζάφτι. (Από το http://karavaki.pblogs.gr)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση αυτή αναφέρεται για άνθρωπο που είτε είναι λυκόπουλο, είτε νεότερος, είναι καταβεβλημένος και είναι έτοιμος για τις ουράνιες πολιτείες. Η φράση αυτή αναφέρεται στην περίπτωση που κάποιος έχει προσβληθεί από βαριάς φύσης ασθένεια (π.χ: καρκίνος), ώστε παρά το μεγάλο βαθμό απόσυρσής του, εκτιμάται πως σύντομα θα γίνει μόνιμη απόσυρσή του από την κυκλοφορία και συγκεκριμένα όταν το χρώμα του αποκτήσει μια συγκεκριμένη απόχρωση του εκρού).

Η φράση αυτή θα μπορούσε να αναφέρεται επίσης για άτομο που υποφέρει από χρόνια ανίατη ασθένεια και δεν μπορεί να κυκλοφορεί (π.χ: είναι κλεισμένος σε ψυχοθεραπευτικό ίδρυμα, είναι καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα εξαιτίας ατυχήματος, κλπ).

Αυτή η φράση προέρχεται από τον παραλληλισμό του ανθρώπου που αντιμετωπίζει τις αναφερόμενες καταστάσεις (και έχει περιορίσει την κυκλοφορία του, ή πρόκειται να αποσυρθεί εντελώς από τη ζωή), με το αυτοκίνητο που του αφαιρούνται οι πινακίδες επειδή δεν μπορεί πλέον να κυκλοφορήσει (π.χ: τρακαρισμένο αυτοκίνητο σε βαθμό που να είναι ασύμφορη η επισκευή του, αρκετά παλιό, ή αρκετά εγκαταλειμμένο.)

- Τι κάνει ο Κώστας μετά από εκείνο το αυτοκινητιστικό ατύχημα; Θυμάμαι που μίλαγαν οι γιατροί για κάποια μυοσκελετικά προβλήματα. - Εκεί είσαι ακόμα;
- Δηλαδή;
- Έχει πάθει ανεπανόρθωτη ζημιά. Μάλλον δεν θα ξαναπερπατήσει ποτέ. Είναι μόνιμα καθηλωμένος σε αναπηρική πολυθρόνα. Έχει πάρει και αναπηρική σύνταξη. Άσ' τα... άσ' τα... Του πήραν τις πινακίδες. Δράμα η κατάστασή του φίλε... δράμα.

Βλ. και σχετικό λήμμα παραδίδω πινακίδες, καθώς και ετοιμάζει βαλίτσες για πάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηλιοφάνεια που συνδυάζεται με (πολύ) χαμηλή θερμοκρασία. Η έκφραση χρησιμοποιείται και μεταφορικά (όπως στο τρίτο παράδειγμα).

  1. Ήλιος με δόντια και βόλτα στο πάρκο: [...] Έχει μια πολύ ωραία μέρα σήμερα. Καθαρός ουρανός, λιακάδα, ελάχιστο αεράκι. Αλλά και κρύο. Αυτή τη στιγμή έχει 1 βαθμό! Από το παράθυρο νομίζεις ότι θα βάλεις κοντομάνικο, αλλά στην πραγματικότητα χρειάζεσαι απαραιτήτως γάντια. (από ιστολόγιο)

  2. Ήλιος με δόντια σήμερα και αύριο: Χωρίς βροχές αλλά με τσουχτερό κρύο ως τα μέσα της εβδομάδας. Προς νέα πτώση η θερμοκρασία το επόμενο Σαββατοκύριακο (από τον τύπο)

  3. Ήλιος με δόντια στο Χ.Α.: Ελάχιστοι επενδυτές πείστηκαν ότι η χθεσινή λιακάδα, που έφερε το δείκτη στις 2.415 μονάδες με κέρδη 0,96%, θα μπορούσε να προοιωνίζεται κάτι καλύτερο από μια φυσιολογική αντίδραση της αγοράς έπειτα από τη σφοδρή καταιγίδα των τελευταίων ημερών. (από τον τύπο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην έκφραση (πληρώνω) ντούκου: (πληρώνω) σε μετρητά.

  1. — Στα 450 ευρώ ο 800αρης χωρίς σκληρό, είναι η τιμή που ακολουθούν λίγο πολύ τα περισσότερα καταστήματα...
    — Και πολλά από αυτά [...] δεν κάνουν ούτε την παραμικρή ευκολία ή δόση να φανταστείς.Τα θέλουν ντούκου τα λεφτά λες και είμαστε εφοπλιστές. (από φόρουμ)

  2. Δηλαδή με τα λεφτά ντούκου πας πιο χαμηλά σε τιμή; (από φόρουμ)

  3. Αν δώσεις τα χρήματα με δόσεις, ουσιαστικά τον κρατάς σαν εγγύηση, έτσι δεν είναι; Γιατί αν τα δώσεις ντούκου, μετά μην τον είδατε τον Κίτσο... (από φόρουμ)

  4. Αλήθεια κ. διοικητά της ΥΠΑ ποιος παρέλαβε τις μισές μελέτες για το αεροδρόμιο, τις οποίες ο φορολογούμενος Έλληνας τις πλήρωσε ντούκου και μάλιστα ακριβά; Αυτοί που τις παρέλαβαν δεν έχουν ποινικές ευθύνες; (από τον διαδικτυακό τύπο, εδώ)

Βλ. και μπραφ, ντάγκα ντάγκα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ατάκα-απάντηση σε όλους όσους κλέβουν με ποικίλους τρόπους σε κάθε παιχνίδι, σε όσους κάνουν αδικίες (ιδιαίτερα αν είναι σε βάρος μας) και σε όσους απλά σας την μπαίνουν δίχως λόγο και αιτία. Η προσπάθεια να αναγάγετε το θέμα σας σε κάτι που απασχολεί τον ίδιο τον Θεό είναι τουλάχιστον βλακεία, αλλά μπορεί και να πετύχει καμιά φορά. Επίσης αφήνει και υπονοούμενα στον αντίπαλό σας ότι έχετε κάποια δόντια «εκεί ψηλά» ή απλά ότι είστε τρελός για δέσιμο και καλά έκανε που έπαιξε 5 φορές τα ντόρτια γιατί σας άξιζε.

Αφορμή για παλιμπαιδισμό η συγκεκριμένη έκφραση, εξού και ο Θεούλης, και καλό είναι να την προφέρεται σε όλους ανεξαιρέτως σαν να τη λέτε στο πεντάχρονο ανιψάκι σας που παίζει με κούκλες και δεν κάνει.

- Καλά κυρά μου, πλάκα κάνεις; Δεν είδες που ήμουν τόση ώρα από πίσω με τα αλάρμ ανοιχτά; Λες να μην ήθελα να παρκάρω;
- Πού να το ξέρω; Ήσουν πολύ πίσω και δεν το κατάλαβα. Βρες κάπου αλλού τώρα.
- Καλά, αλλά να ξέρεις ότι ο Θεούλης είναι ψηλά και βλέπει.
- Εντάξει, θα ανάψω τώρα ένα κερί στον Άγιο Θεράποντα.
(Μπορεί να το πήρε στο ντούκου, αλλά αν θα δει τα λάστιχα πίτα όταν γυρίσει ίσως να κάνει το σταυρό της).

Αποτελεσματική μορφή τρομοκρατίας! (από Vrastaman, 17/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified