Selected tags

Further tags

Έκφραση που χρησιμοποιούμε για να δείξουμε πως μία κατάσταση έχει γίνει μπουρδέλο και τριμπούρδελο. Σε μία τέτοια κατάσταση που είναι και επαναλαμβανόμενη, κολλάμε και τη λέξη πάλι.

- Ρε Μανωλιό, καλά ρε μαλάκα τεσσάρα χτες; Δεν έχω δει χειρότερο παιχνίδι της ΑΕΚ φέτος. Καφενείο ήτανε ρε!
- Άσε ρε μαλ, αφού δεν παίζανε πάλι οι μισοί και είχαμε κατέβει με τους φροντιστές. Άσε που μας έσφαξε και το κοράκι. Είχε κλείσει και ο θεός τα μάτια του... μπουρδέλοοο!!
- Τριμπούρδελο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η δυσχερής εκείνη κατάσταση, κατά την οποία οι διαστάσεις του πρωκτού επιμηκύνονται κατά τον εγκάρσιο και επιμήκη άξονα, ούτως ώστε να ομοιάζει ωσάν φινιστρίνι πλοίου.

- Λένε ότι ο Βαγγέλης τον παίρνει, αλλά εγώ πιστεύω ότι είναι φήμες.
- Πραγματικά το ίδιο θα πίστευα κι εγώ αν δεν μου έλεγε ο Σάκης ο κωλομπαράς ότι προχθές βράδυ πήγε σπίτι του και τού 'κανε τον κώλο φινιστρίνι.

(από John Kar, 21/05/08)Στο 3:10! (από patsis, 30/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση με ρίζες στο ελεύθερο κάμπινγκ σε έρημες ακρογιαλιές και άμεσα κατανοητή σε όποιον έχει κάνει αυτό το συγκεκριμένο είδος διακοπών - και ξέρει και τα συν και τα πλην.

Όταν αναφέρεται σε καταστάσεις, χύμα στο κύμα μπορεί να σημαίνει απόλυτη χαλάρωση, ξεκούραση και ξενοιασιά αλλά και ανοργανωσιά, προχειρότητα ως εκεί που δεν πάει άλλο και αυθαιρεσία. Και όταν λέμε ότι κάποιο άτομο είναι χύμα στο κύμα μπορεί να εννοούμε ότι είναι αυθόρμητος, ανεπιτήδευτος και γνήσιος αλλά παράλληλα και αδιάφορος, τσαπατσούλης και εν γένει και ό,τι νάναι.

Όπως το χαβαλέ, που είναι πάνω κάτω συνώνυμο, έκφραση απολύτως σχιζοφρενική και πολύ Ελληνική - κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Σχετικά λήμματα: Ίφκινθος, χαλαρά, χαβαλέ, χαρμπαγιάγκαλος, του μουνιού το πανηγύρι, άρτσι μπούρτσι και λουλάς, τρεις λαλούν και δυο χορεύουν

  1. Camping rules!!!!!! Και φυσικά αν είναι και σε παράνομο μέρος τόσο το καλύτερο. Και τα οργανομένα camping ειναι ωραία φάση, αλλά αν δεν είσαι χύμα στο κύμα... εκεί είναι όλη η γλύκα, να ψάχνεις να βρείς νερό ΑΝ θέλεις να κάνεις μπάνιο ... (Από forum)

  2. Γενικως οι υπηρεσιες ειναι παρα πολλες,τα ατομα σχετικα λιγα και το χωσιμο παει συννεφο απολες τις μεριες.Και το χειροτερο ειναι οτι αυτα συμβαινουν οχι γιατι η μοναδα εγινε 'προβλεπε' αλλα γιατι ειναι χυμα στο κυμα τοσο πολυ που κανεις δεν ελεγχεται για το τι κανει. (Από το OMHROI.gr)

  3. Red30, μην ξεχνάς ότι βρίσκεσαι στο Ελλαδιστάν ( που τείνει να γίνει Αφανιστάν και Αφραγκιστάν ), και εδώ περνάνε τις *ουστιές τους χύμα στο κύμα, ακόμα και με κατοχύρωση νόμου αν χρειαστεί. (Από forum)

  4. Α,ρε Γιάννη!!!μου αρέσει ρε αυτό το άτομο...μου αρέσει!πάει και τελείωσε!είναι χύμα στο κύμα...είναι άμεσος...ειλικρινής...έχει χιούμορ...σίγουρα έχει και τις μαύρες του..αλλά εμένα μου αρέσει και κατάμαυρος!!! :lol: (Από forum)

  5. Το καλύτερο τελικά είναι το μούσι κι εγώ κατά καιρούς βαριέμαι το ξύρισμα και το αφήνω κανα μήνα :p Θέλει πολλή περιποίηση το μούσι πάντως. Αμα το αφήσεις χύμα στο κύμα και δεν το περιποιείσαι φαίνεσαι σαν σκατάνθρωπος. (Από forum)

  6. Οσον αφορά την "ευτυχία"στις εξωσυζυγικές σχέσεις...ευτυχία είναι αυτό ι προσπάθεια αυτοεπιβεβαίωσης και τόνωσης εγωισμού?
    Καλύτερα δεν είναι να παίρνει διαζύγιο κανεις και να'χει σχέσεις χύμα στο κύμα αφού αυτό θεωρεί πως τον κάνει ευτυχισμένο? (Από το sxeseis.gr)

(από poniroskylo, 13/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση ευρείας εκμετάλλευσης.

- Ρε μαλάκα τι γίνεται ρε; Όλοι δανεικά μου ζητάνε...
- Ε δεν το ξέρεις ρε; Όλοι οι κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα...

Για τους στραβούς υπάρχει λύση, βοήθειά μας. (από Galadriel, 27/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δίστιχο που χρησιμοποιείται όταν κάποιος υπερεκτιμήσει τις οδηγικές του ικανότητες και συναντήσει την έβγα της γειτονιάς.
Συνώνυμα ποιηματάκια:
Μπήκα φέτα και βγήκα κουφέτα
Αντώνυμο (δείχνει ότι έμεινε ακτήμων, αλλά από καθαρή τύχη):
Μπήκα λάθος και βγήκα κατά λάθος.

- Πού το έφαγες το αμάξι ρε;
- Ήμουνα μέσα μ' έναν τύπο που με δούλευε ότι είμαι κουλός και με τσίγκλαγε, και είπα να το παίξω Άυρτον. Ε, στην τρίτη στροφή μπήκα με τις πάντες και βγήκα με τις ζάντες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που κανονικά χρησιμοποιείται από τους καυλοτίμονους, δηλούσα την πρόθεση του ομιλούντος να μην ισιώσει για κανένα λόγο. Ή θα πηγαίνω με τις πόρτες, ή δε θα πηγαίνω καθόλου.

Από μη καυλοτίμονους, αλλά καυλοτιμονίζοντες ή/και καυλοτιμονίσαντες κατά την εφηβική ηλικία, χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του «μέχρι τελικής πτώσεως», «ώς το τέρμα» και άλλα τέτοια ευφυή.

- Σιγά μην πιάσω δουλειά ρε και σιγά μην πάω στρατό. Μάστερ, διδακτορικό, σπουδές με το πλάι κι όσο πάει.
- Στρατό να πας, για να έχεις να κάνεις λήμματα στο σλανγκ τζηάρ. Τι τουτού έχεις;
- Ντεσεβό, γιατί;;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην σχετική κλίμακα του λαλήματος, αυτή δηλαδή που μετράει πόσο τά 'χει χάσει κάποιος δυστυχής, τα πράγματα έχουν ως εξής:

α. Χτυπάω μπιέλα, ήτοι κουράστηκα, εξαντλήθηκα κλπ. Σηκώνει επισκευή όμως το πράγμα, δεν είμαι και του πεθαμού.

β. Χτυπάω στρόφαλο, ήτοι είμαι εντελώς χάλια, έχω σφυρίξει, έχω λαλήσει κανονικά ρε παιδί μου και παίζεται αν θα στρώσω.

γ. Έχω αρπάξει σασί, όχι ακριβώς με την έννοια που προσδίδει ο filologas εδώ. Έχω πλέον σοβαρή βλάβη, είμαι εντελώς γκολ και θα μου μείνει κουσούρι ό,τι και να γίνει.

δ. Βγαίνω Π.Ε.Ε. ή B.L.R., ήτοι Πέραν Επιτοπίου Επισκευής ή Beyond Local Repair. Ήρθε το τέλος...

Σημείωση: Ο κατά freestyler1969 στρόφαλος μπορεί να σχετίζεται με τον εδώ μόνο στην περίπτωση που αυτά που περιγράφει οφείλονται σε υπερβολική κούραση, λάλημα ή σφύριγμα.

  1. - Τί έγινε τελικά στο 5 επί 5 χθες;
    - Τί να γίνει ρε δικέ μου; Αυτοί ρε τρέχουν κανονικά. Μου βγήκε η γλώσσα μέχρι το πάτωμα μεγάλε. Χτύπησα στρόφαλο λέμε. - Σ' τά 'λεγα εγώ, τι θες και μπλέκεις με τη νεολέρα ρε μαλάκα; Παίξε κάνα τάβλι, κάνα μπουρλό που δεν κινδυνεύεις...

  2. ... μας είχε μία ώρα στη ντάλα εν-δυο κάτω, ο καριόλης. Μιλάμε ότι χτυπήσαμε στρόφαλο όλοι. Σαν τις μύγες πέφτανε. Και πάνω που μας είπε ότι τελείωσαμε και χαρήκαμε, μας τό 'σκασε το παραμύθι ότι έχουμε λέει νυχτερινή πορεία. Γεγάμηκέ τα!

(από acg, 12/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά χρησιμοποιείται για άτομα που είναι ανεπιθύμητα, κύριως λόγω εκνευριστικής φωνής και λογοδιάρροιας. Στην ουσία προκύπτει από τη φράση «πιάσε το δίκαννο» που παραπέμπει σε επίσκεψη ανεπιθύμητου ζώου σε αγρόκτημα.

- Ρε συ, έρχεται η Μαρίνα, το δίκαννο...
- Πω πω, δεν την αντέχω με τίποτα τη φωνή της!

(από poniroskylo, 12/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Slang της μαύρης (ή μπορεί και της άσπρης) μαγείας. Μανόγαλο είναι το ειδικο εκείνο γάλα που παράγεται από ανάμιξη του μητρικού γάλακτος μιας μητέρας και της κόρης της, πράγμα που προϋποθέτει ότι θα μείνουν έγκυες και θα γεννήσουν την ίδια περίοδο. Είναι σπανιότατο, και θεωρείται ότι έχει μαγική δύναμη και χαρίζει υπερφυσικές δυνάμεις σε όποιον το πιει.

- Τι έγινε ρε μαλάκες, πέρασε σε καμιά σχολή ο Γιάννης, ή πήγαν και αυτές οι Πανελλήνιες στον βρόντο;
- Ο τύπος είναι τελείως άχρηστος. Αυτός και το μανόγαλο να του δώσεις να πιει, πάλι τις ίδιες μαλακίες θα κάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ταυτόχρονη πράξη του ρουφήγματος και του δαγκώματος, όπως όταν τρώμε ψωμί βουτηγμένο σε τσάι ή γάλα.

- Πώς τα πας με την Μαιρούλα ρε λακαμά, την πήδηξες; Έχω ακούσει ότι είναι και η πρώτη πιπέτα η δικιά σου.
- Άσε, δεν σου λέω τίποτα. Με έβαλε κάτω χθες και με πήγε ρουφοδάγκα όλη νύχτα. Μιλάμε, μού 'κανε τον πούτσο κοτλέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified