Further tags

Φράση ποικίλων σημασιών που κατά περίπτωση αποτελεί απαιτητική προστακτική ή γλυκειά παραίνεση. Συνήθεις χρήσεις:

  1. Κυριολεκτικά. Πρόκειται για ειδική κατηγορία σλανγκιάς όπου, αφενός αφορά σλανγκ πρακτική, με την έννοια του αδόκιμου και «απαγορευμένου» σκηνικού, αφετέρου είναι έναυσμα για εξάσκηση στο λεξιλόγιο του παρόντος λεξικού. Ο ένας εκ των δύο συντρόφων ερεθίζεται σεξουαλικά με το άκουσμα προχώ εκφράσεων και τις αποζητάει. Ακόμα μεγαλύτερη επιτυχία όταν γουστάρουν και οι δύο. Απάντηση στην φράση είναι βεβαίως κάποια προστυχιά:
  • Πρόστυχα μπορεί να είναι τα μπινελίκια, μια έκφραση του προσώπου ή μια κίνηση του κορμιού ή ένα υπονοούμενο κ.λπ. Παρ. 1α.
  • Ρίσκο για μετατροπή ενός σκηνικού στο απόλυτο ξενέρωμα. Απαιτεί σταδιακή εξοικείωση με το αντικείμενο και διακριτική μεθόδευση σε φάση «δοκιμή / σφάλμα». Η εσφαλμένη επιλογή λέξεων μπορεί να οδηγήσει στην καταστροφή. Άμα δεν το ‘χεις γάματο, άλλαξε κουβέντα. Παρ. 1β. Υπάρχουν κοπέλες και κύριοι που θέλουν, αλλά δεν μπορούν να το πιάσουν, ευτυχώς που υπάρχει εκτενής βιβλιογραφία επί του θέματος, στην οποία δεν θα επεκταθώ, γιατί τα χει όλα στο νετ (π.χ..εδώ, ή εδώ, ή τεσπά κάνε γούγλε με λήμμα «how to talk dirty» και να δεις τί έχει να γίνει). Βλ. και μήδι 2.
  1. Ειρωνικά, απαξιωτικά, ως απάντηση σε μπινελίκι με την έννοια «σε έχω γραμμένο στα παπάρια μου, δεν πα να κοπανάς τον κώλο σου κάτω». Ιδιαιτέρως εκνευριστικό, όπως και κάθε ειρωνία. Έξτρα μπόνους όταν, παρόλο που ο άλλος ξεπερνάει τον εαυτό του, το βρισίδι είναι ιδιαιτέρως χαμηλών τόνων. Παρ. 2.

  2. Με την έννοια «δεν καταλαβαίνω γρυ από όσα μου λες, μου φαίνονται κινέζικα». Σαν να λέμε εφόσον δεν κατανοώ Χριστό, γιατί να μην υποθέσω ότι με βρίζεις κιόλας στην τελική και να γουστάρουμε και καλά. Παρ. 3

  3. Με την έννοια «μου αρέσει απίστευτα αυτό που ακούω», αντίστοιχη φράσεων όπως «πω ρε καύλα», «σταμάτα να μιλάς και φίλα με» κ.λπ. Παρ. 4α. Εδώ θα μπορούσε να καταταχθεί και η περίπτωση έκφρασης μαζοχιστικών τάσεων κάθε μορφής: σεξουαλικά, επαγγελματικά, κοινωνικά και πάει λέγοντα (sic), όπως αναφέρονταν και στην περιγραφή του λήμματος στο ΔΠ. Άμα ο άλλος θέλει το ξεφτιλίκι του σε οποιοδήποτε τομέα, το «μίλα μου πρόστυχα» εκδηλώνει την ικανοποίησή του όταν το λαμβάνει. Παρ. 4β

*Πάσα: Khan από ΔΠ*

1.α. Εκείνος στο γραφείο, από meeting σε meeting. Κινητό δόνηση, ειδοποίηση sms. Διαβάζει έκπληκτος: «Φόρεσα το μαύρο δαντελένιο αλλά, ξέρεις, είναι διαφανές και ντρέπομαι. Σε περιμένω να μου το βγάλεις». Τούρμπο. Απάντηση: «Μίλα μου πρόστυχα! Έρχομαι!», ποιος γαμεί τα meetings, και καλούα η μάνα του κλείστηκε έξω και πρέπει να της ανοίξει, σφαίρα σπίτι, της πουτάνας. (σ.ς. Το sms δεν περιλαμβάνει ούτε ένα μπινελίκι.).

1.β. Κρεβάτι, χαμός, έντονη φάση, η Λένα από πάνω, μια σύγχρονη αμαζόνα, κλειστά μάτια, δαγκωμένα χείλη - διάλογος:
Λένα (μέσ’ στην καύλα): Έλα μωρό μου, μίλα μου πρόστυχα!
Τάκης (δεν τό 'χει, το παλεύει): Μμμ… (σκέφτεται) μμμ… (ζορίζεται)
Λένα (ανυπόμονα): Μίλα μου, μίλα μου…
Τάκης (το ξεστομίζει): Γαμώ τη μάνα σου! (μαλακία).
Λένα (το ξεστομίζει): Έ άντε γαμήσου μαλάκα (τέρμα η φάση).

  1. Βρις-οφ: - Ε τι να σου πω βρε παλιάνθρωπε, είσαι… είσαι… Ε, λοιπόν, είσαι... ανόητος!!!
    - Πω πω σκληρόοοςΜίλα μου πρόστυχα αγόρι μου :-P

3.– Ρε συ αυτός ένα απλό αρθράκι γράφει και γαμάει λέμεΆκου: «… μιλά αναλογικά για το πάθημα - για την οντολογική διαφορά του με το Είναι. Οπότε δεν είναι το πάθημα αυτό που περιγράφει, αλλά το ίχνος του στη γλώσσα μπλα μπλα μπλα».
- Αυτά είναι! Γουστάρω, μίλα μου πρόστυχα … Άντε γαμήσου, σύνελθε ρε μαλάκα, σού ‘χει γίνει σκάλωμα ο Βέλτσος, τουλάστιχον μη μου τα λες εμένα, δεν καταλαβαίνω Χριστό.

4α. –Ρε μαλάκα πού τα ‘χουμε τα νούμερα που παίξαμε στο τζόκερ; Όπως τα άκουσα στο πεταχτό μου φάνηκε ότι βγήκανε… Φαντάζεσαι;
–Πλάκα κάνεις… Μίλα μου πρόστυχα ρε φίλε! Να πιάσαμε το τζόκερ; (δεν το πιάσανε τελικά αν είχατε απορία).

4β. –Εγώ θέλω το σπίτι να είναι στην τρίχα. Έτσι ρε παιδί μου το θέλω να λάμπει. –Ψυχαναγκασμός.
-Ό,τι να 'ναι. Και μάλιστα θέλω να το φτιάχνω και μόνη μου, δεν θέλω να μου ανακατεύονται στα πόδια αλλοδαπές και ημεδαπές, δικό μου είναι το σπίτι.
-Μαζωχισμός.
-Ό,τι να 'ναι λέμε. Έτσι είμαι, πώς θα γίνει τώρα.
-Ρε Τούλα, άντε ρε μάνα μου να καθαρίσεις τα ντουλάπια της κουζίνας, να μην έχουν κόκο σκόνη, να γλύψεις τους πάγκους, να πλύνεις τις βιτρίνες, να κατεβάσεις τις κουρτίνες, να τις πλύνεις, να τις σιδερώσεις, να τις ξανακρεμάσεις…
-Μμμ! Μίλα μου πρόστυχα Σοφίααα μίλα μου πρόστυχα!
-Είσαι άρρωστη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ειρωνικά ως απάντησε σε ερώτημα:

  • Κάποιου με αργή αντίληψη (βλ. παράδειγμα 1),
  • Του οποίου η απάντηση είναι αυτονόητη.
  1. - Ρε ο Γιώργος χώρισε με την Ελένη;
    - Όχι ντρέπεται!
    - Καλά και γιατί τα μαθαίνω πάντα τελευταίος;

  2. - Πε τραβέλι είναι αυτό;
    - Όχι ντρέπεται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λέμε ειρωνικά (και ρυθμικά) διακόπτοντας και εκνευρίζοντας αυτόν που μιλάει όταν

(α) αυτά που λέει δεν μας βρίσκουν σύμφωνους:

— Φέτος να δεις που θα το πάρουμε το πρωτάθλημα!
Ναι ναι ναι ναι ναι.
— Αμφιβάλλεις μήπως;
— Μπα ιδέα σου!

(β) αυτός που μιλάει είναι παραμυθάς και λέει τα δικά του:

— Και που λέτε, καθώς γαμούσα την Λίλιαν...
Ναι ναι ναι ναι ναι.
— Θα με αφήσεις να μιλήσω;
— Όχι ρε ψεύτη δεν σε αφήνω, σε λίγο θα μας πεις ότι έσπρωξες και την μάνα της!

(γ) λέει απειλές:

Πούστη, άμα ξαναενοχλήσεις την Μαρία θα σε γαμήσω όρθιο...
Ναι ναι ναι ναι ναι.
— Τολμάς και ειρωνεύεσαι, την έβαψες!
— Καλά, ψηλέ, κατούρα και λίγο!

(Και μην ξεχνάτε, ρυθμικά είναι πιο σπαστικό.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι πολλές οι λέξεις και οι εκφράσεις που μπορούν να χρησιμοποιήσουν οι έλληνες σε συνομιλίες, όταν θεωρούν τα λεγόμενα των συζητητών γελοία, εσφαλμένα, βαρετά, ανεπίκαιρα, ή ακόμη εριστικά και προσβλητικά, και τελοσπάντων, άξια γείωσης εδώ και τώρα. Αυτή η γείωση μπορεί να γίνει με δύο βασικούς τρόπους: (α) αντρίκεια και στα ίσια, σε φάση «σόρι κιόλας, αλλα δέν έχω όρεξη ν' ακούω τις παπαριές σου και θα το εκτιμούσα αν το βούλωνες», ή (β) μάγκικα και έμμεσα (σ.ς. τώρα καταλαβαίνω γιατί θα μπορούσε, όπως έχει ειπωθεί, ο Πετρόπουλος να αποκάλεσε την αργκό «γλώσσα των φλώρων»). Εδώ θα πιάσουμε τη δεύτερη κατηγορία, μιά και η πρώτη δέν χρειάζεται ανάλυση, είναι αυτό που είναι.

Τις μάγκικες αυτές ατάκες, που μπορούμε να τις πούμε ακυρωτικές, απαξιωτικές, αποστομωτικές, αφοπλιστικές, καπελωτικές, ξενερωτικές και αλλιώς ίσως, εδωπέρα θα τις λέω για συντομία γειώσεις.

Οι γειώσεις μπορούν να είναι απλές δηλώσεις, εμβόλιμες στη συζήτηση με μορφή σχολίου, ή συνηθέστερα ευθείες απαντήσεις σε ερώτημα που έχει τεθεί –πράγμα φυσιολογικό, μια και σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθως βαριέται κανείς να γειώνει τον κάθε πρήχτη, εκτός κι' αν ο άλλος του απευθύνει σαφώς το λόγο. Απώτερος στόχος κάθε γείωσης είναι η άμεση λήξη της συζήτησης ή απλά η γελοιοποίηση του συζητητή, ενώ πολλές φορές μπορεί να λέγεται και πειραχτικά, για αστείο.

Στοιχειώδης γραμματική ανάλυση

Μία γείωση αναιρεί τα συμφραζόμενα αυτού που έχει ειπωθεί με τρόπο που να το αφήνει μετέωρο και έτσι να το απαξιώνει, να το γελοιοποιεί και τελικά να το ακυρώνει, και αυτό μπορεί να γίνει τουλάχιστον σε δύο επίπεδα, το συντακτικό και το σημασιολογικό.

Στο πρώτο, το συντακτικό, και μάλλον το πιο συνηθισμένο, η ατάκα μπορεί να είναι παρήχηση των προλεγόμενων ή και να ομοιοκαταληκτεί:

— Δέ μπορώ να το χωνέψω ρ' εσύ!... Να μου πεί εμένα που τον έχω κάνει θεό οτι με βαρέθηκε τόσους μήνες που τάχα λέει τον έπρηζα και όλο λέει του τσαμπούναγα μαλακίες;!... Άκου «του τσαμπούναγα»!... «Του τσαμπούναγα» μου είπε ρ' εσύ... Μα, «του τσαμπούναγα»;...
— Και την πούτσα μου κούναγα...
— Ορίστε;
— Λέω, πάρ' το απόφαση φιλενάδα: οτι είσαι ολίγον τί πρηχτρί, είσαι. Πάμ' παρακάτ'.

Τα συντακτικά αυτά λογοπαίγνια μπορούν να είναι πολύ αποτελεσματικές γειώσεις, μια και η σημασία που δευτερεύοντα προκύπτει είναι συνήθως χτυπητά διαφορετική από τη σημασία των προλεγόμενων.

Άλλο πολύ συχνό είδος συντακτικής γείωσης είναι μία ερώτηση να απαντιέται πάλι με ερώτηση:

— Πώς;
— Έλα;
— Τί είπες;
— Ποιός ήρθε;
— Με κοροϊδεύεις ρε;
— Εσύ τί λές;

Από την άλλη, σε σημασιολογικό επίπεδο, η ατάκα ερμηνεύει τα προλεγόμενα σε διαφορετικά συμφραζόμενα από τα αρχικά, πιχί, από μεταφορά στην κυριολεξία ή αντίστροφα:

— Πέτυχα χθές το Βούλη φίλε.
— Δέ μ' ενδιαφέρει, τά 'χω κόψει αυτά...
— Άκου ρε να σου πώ. Έχει καβατζώσει λέει πράμα πρώτης, καλαματιανό τεφαρίκι που σε στέλνει. Βάζουμ' απο μιά πενηνταρού;
— Σε στέλνει και πού σε πάει;
— Στο υπερπέραν ρε φίλε, άκου «πού σε πάει»!...
— Δέν θέλω να πάω στο υπερπέραν, πέφτει μακριά 'π' την έβγα και δέ μπορώ τους μπάφους χωρίς σοκολάτα.
— Καλά, γιατί γίνεσαι μαλάκας τώρα ρε φίλε;
— Γιατι δέ μ'ενδιαφέρει ρε σου λένε, τό 'κοψα, καταλαβαίνεις ελληνικά;!...

Η επανερμηνεία μπορεί να γίνει και σε εντελώς ασυνάρτητα συμφραζόμενα (πολύ χρήσιμος εδώ ο τιραμισουρεαλισμός), και χωρίς αυτό να είναι αποτέλεσμα συντακτικού λογοπαίγνιου:

— Έφερες πατάτες;
— Ναί.
— Και λάδι που δεν είχαμε;
— Κι' απ' αυτό.
— Κρεμμυδάκι;
— Ναί...
— Φρέσκο λέω, να βάλουμε στη σαλάτα.
— Κατάλαβα.
— Γιατι χωρίς κρεμμυδάκι δέν γίνεται σωστή η πράσινη.
— Ναί.
— Ε έφερες;
— Βασικά, πέρασα 'π' τον Μπάμπη το μανάβη και μου λέει οτι δέν έχει κρεμμυδάκι, το κάπνισε όλο χθές που ξέμειν' απο χόρτο.
— ...
— Έφερα τελοσπάντων.

Ακόμη, ατάκες που διαβρώνουν καί το συντακτικό καί το σημασιολογικό επίπεδο της κουβέντας, και μπορούν κάλλιστα να χρησιμοποιηθούν γειωτικά, είναι οι λετριστικές:

— Ρε ποιός Αϊνστάιν να πούμε... Τί θα ήταν ο Αϊνστάιν αν δεν ήταν ο Καραθεοδωρής, άσχετοι; Αφού κι' ο ίδιος το έγραψε, «όλα τα χρωστάω στο μεγάλο μου δάσκαλο, τον έλληνα Καραθεοδωρή».
— Όλα έ;
— Όλα. Αφού το έγραψε ο ίδιος λέμε –δέ ξέρω, στο βιβλίο του εκεί με τη θεωρία της σχετικότητας ξερω 'γώ–, έγραψε «τις θεωρίες μου και τις ιδέες μου τις οφείλω όλες στο δάσκαλό μου, τον»–
— «Έλληνα Καραθεοδωρή», εντάξει. Αλλα δέ μας λές, εσύ που τα ξέρεις αυτά: ο Καραθεοδωρή τί λέει, το σύμπαν είναι ολόπρωτο και ζινεξεριτάλ κατα την αβήλωτο;
— Έ;... τί;...
— Γιατι ρε παιδί μου λέω, αν πρόκειται για κόλνυμπαν και πέριστρο και δή το περιτάλι, στην Αστρονομία του εικοστού πρώτου αιώνα εννοώ –και μετά τον Αϊνστάιν–, τότε να το δεχτώ αυτό με τον Καραθεοδωρή.
— ...Ε... εντάξει... Κοίτα να δείς, αυτό που λές δέν το θυμάμαι τώρα καλά–
— Ε τότε παράτα τα 'φτά, και γύρνα το επιτέλους γιατι μύρισε νύχι να πούμε [παπαρολόγε ελληνάρα, σιχτίρ]...

Παγιωμένες γειώσεις

Οι γειώσεις είναι φαινόμενο γενικό στον καθημερινό λόγο και ειδικά στην αργκό, το οποίο παίρνει διαφορετικές μορφές ανάλογα με την περίσταση κάθε φορά. Πολλές απ' αυτές πάντως έχουν παγιωθεί και ακούγονται αρκετά συχνά ώστε η καταγραφή τους να 'χει νόημα –κάποιες τέτοιες ακολουθούν στα παραδείγματα (που με τη βοήθεια του κοινού, μπορούν να συμπληρώνονται με τον καιρό):

Νομίζω ότι εδώ υπάρχουν αρκετές στρατηγικές γείωσης. (από Khan, 21/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αποστομωτική όσο και τζούφια απάντηση γονιού (μάνας κυρίως) προς το παιδί το οποίο αναρωτιέται γιατί, πχ, δεν πρέπει να τρώει τις μύξες του ή να τρώει με τα χέρια, ή να ουρλιάζει αντί να μιλάει, ή να ξύνει το τέτοιο του μπροστά στους καλεσμένους κλπκλπκλπ, όταν δηλαδή το παιδί θέτει ερωτήματα τα οποία εκνευρίζουν τον γονιό, καθότι αυτός δεν προλαβαίνει ή δεν γνωρίζει ή δεν έχει την υπομονή να αναλύσει τους λόγους εκπολιτισμού για τους οποίους ισχύουν αυτές οι απαγορεύσεις των έμφυτων ανθρώπινων τάσεων.

Έτσι λοιπόν, και μεις μεγαλώνοντας χρησιμοποιούμε αυτή την έκφραση όταν δεν θέλουμε να δώσουμε εξηγήσεις για κάτι το οποίο θεωρούμε αυτονόητο ή το επιβάλλουμε στους άλλους.

Παρομοίως απαντάμε: γιατί κλάνει το γατί, «γιατί έτσι γουστάρω», «για να ρωτάς», «επειδή.», «γιατί δεν σου πέφτει λόγος» κλπ.

  1. - ΜΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗΗ!!!!!!!!! Αμάν πια ρε Γιώργο!!! ΠΟΣΕΣ φορές θα σου πω να μην κολλάς τις μύξες κάτω από το τραπέζ;;; Είναι σιχαμένο!
    - Γιατίιιιι;;;
    - Γιατί έτσι, τι γιατί! Πήγαινε πλύνε τα χέρια σου μέχρι να τις μαζέψω!

  2. - Έκανα κάτι;
    - Μπα, όχι...
    - Ε και γιατί βρε γλυκιά μου μού κάνεις μούτρα;
    - Γιατί έτσι.

  3. - Ρε συ κλείσε αυτή την πόρτα επιτέλους!
    - Γιατί; Τι σε πειράζει να μείνει ανοιχτή;
    - Γιατί έτσι.

(από Vrastaman, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται ως απάντηση στην επιφώνηση «σκατά!» η οποία χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει σκατοκατάσταση.

Η ατάκα πρέπει να είναι άμεση και ευγενική· αν δεν προλάβετε να απαντήσετε άμεσα, μην το επιχειρείτε καθόλου, θα γελάσουν όλοι μαζί σας. Αφήστε το να περάσει και την επόμενη φορά να έχετε το νου σας!

  1. - Όχι, ρε πούστη μου, τρία λιμά σπαθιά σήκωσα. Σκατά!
    - Καλή όρεξη...

  2. - Πήγα να καθαρίσω το registry και μπερδεύτηκαν τα σώβρακα με τις φανέλες. Τα 'κανα σκατά!
    - Καλή όρεξη!

Καλή όρεξη! (από panos1962, 03/11/09)Γερμανικό λουκάνικο με αφρικανικό τυρί. (από panos1962, 21/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αντιφώνηση σε αγενές ρέψιμο ή κλανιά κρότου-λάμψης. Λέγεται με ευγενική διάθεση και υποφώσκουσα ειρωνεία, με στόχο να κάνουμε τον «δράστη» να νιώσει άνετα. Υπάρχει και το εναλλακτικό «σαν στο σπίτι σου, ρε βόδι», που όμως δεν είναι τόσο ευγενικό και δείχνει επικριτική διάθεση ή ακόμη και μοχθηρία.

-[Γκράουουου (ρέψιμο)] Σόρι παιδιά.
-Δεν πειράζει, τη δροσιά του να 'χεις!

-[Μπρααααάτς! (κλανιά κρότου-λάμψης)]
-Στην υγειά σου αγόρι μου. Τη δροσιά της να 'χεις!

Τη δροσιά του να \'χεις! (από panos1962, 03/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια μέθοδος (και καλά) καθησυχασμού ενός ατόμου το οποίο (και καλά ασθενεί) αλλα στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτα το ανησυχητικό ούτε το αξιοσυζήτητο. Συνήθως το ατομάκι αυτό έχει τίποτα εξανθήματα απο μια αλλεργία, μια μικροπληγή και γενικά κάτι ασήμαντο, παρ' όλα αυτά μας το αναφέρει. Τότε εμείς οι επίδοξοι καθησυχαστές επεμβαίνουμε και λέμε με έκπληξη για ένα τάχα γνωστό μας, φίλο-φίλη, που είχε πάθει κάτι παρόμοιο και πέθανε.

- Πω πω, έχω βγάλει μια παρανυχίδα άστα να πάνε.
- Για να την δω. Αμάν, και μια φίλη μου είχε μια τέτοια και πέθανε.
- Φάε την γλώσσα σου ρε!
- Σιγά ρε χαζούλα, πως κάνεις τουλάχιστον ξέρεις από τι θα πας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαμαδίστικη γείωση.

Ακολουθεί σε χρόνο dt το αυθάδες μάλιστα που σηματοδοτεί τακτική υποχώρηση μάλλον παρά συμφωνία.

Στερείται, φυσικά, νοήματος - η παραπομπή στο πλέξιμο είναι παραπλανητική. Η παρήχηση αρκεί.

Δεν έχει καμία σχέση ούτε με μαλλιοκούβαρα ούτε με παλικάρια.

Αντιθέτως, συγγενεύει με άλλα ευφυή του τύπου οχιά διμούτσουνη.

- Γιώτααα ... το πήρες το κουστούμι του μπαμπά από το καθαριστήριο που σε είπα;
- Εεεεε, οοόχι...
- ΟΟΟΧΙ;;; Οχιά διμούτσουνη... το χρειάζεται για το ταξίδι αύριο, πόσες φορές πρέπει να στο πω;;; Τσακίσου τώρα να πας να το φέρεις...
- Ναι, μαμά... τώρα... - Όχι τώρα, ΤΩΡΑ, είπα... Φύγε...
- Μάααλιστα, μητέρα...
- Μαλλιά και κουβάρια... Θα μου πεις εμένα μάλιστα... κακομαθημένο πλάσμα... ξέρεις τι αίμα φτύνει ο πατέρας σου για να μη σας λείψει τίποτε;;;
- Ξέρω, ξέρω...
- Ξεράδια ξέρεις... ακόμα εδώ είσαι;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Δαμίγος ο ανθοπώλης, είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, βγαλμένο όχι από την δραματουργία (όπως ο Θείος Βάνιας, για παράδειγμα), αλλά από την διαφήμιση της Εθνικής τράπεζας (που να πέσει φωτιά να τις κάψει όλες, όπως έλεγε και ο Μαρξ στην πτυχιακή του). Είναι εγγονός του Σιορ Τάπα, τον αστυνόμου Μπέκα, και γιος του Αλέκου, της ηλεκτρονικής, και πατέρας του funny bear. Ο Δαμίγος, θα ζήσει και αυτός την προσωρινή δημοσιότητα που χαρίζει η τηλεόραση στα δημιουργήματά της, και θα δώσει τη θέση του σε κάποιον καινούριο ήρωα.

Στα δικά μας τώρα. Επικαλούμαστε τον Δαμίγο τον ανθοπώλη όταν:

  • κάποιος μας τα πρήζει με την πολυλογία του (ή με τις μαλακίες του) και του σπάμε τον ειρμό, μπας και σκάσει
  • όταν κάνουμε λάθος, και παραγνωρίζουμε κάποιον, και το γυρίζουμε στο χούμορ
  • όταν κάποιος φίλος αρχίζει μια κουβέντα που δεν μας κάνει να αισθανόμαστε άνετα
  • όταν θέλουμε να γαμήσουμε τη συζήτηση, γιατί έχει παρασοβαρέψει

    Άγνωστο παραμένει ακόμα αν ο Δαμίγος ο ανθοπώλης αποπληρώνει κανονικά το δάνειο, ή οι τράπεζες του έχουν πάρει ήδη το σπίτι, ένεκα που το λελουδικό δεν επωλείτο, λόγω κρίσης...

  1. - Τι γίνεσαι Τάκη;
    - Καλά, αλλά με λένε Δημήτρη...
    - Σίγουρα;
    - Σίγουρα, σίγουρα..
    - Ε τότε, τον Δαμίγο τον ανθοπώλη, τι τον έχεις;
    - Μπουαχαχάαααα (κρύο αστείο, οπότε ψεύτικα γέλια)

  2. - Και που λες, με την οικονομική κρίση όπως προείπα, θα τον πιούμε όλοι. Και ακόμα δεν είδες τίποτα... Θα μας βγάλουν από την Ευρωπαϊκή Ενωση, γιατί τα σκατώσαμε, και δεν μπορούμε να ορθοποδήσουμε. Είναι συνομωσία των εβραίων και τον Ελοχίμ. Το είπαν και οι Μάγια! Διανύουμε το δεύτερο πακτούν. Είναι ξεκάθαρο σου λέω. Αλλά εσύ δεν διαβάζεις, δεν ψάχνεσαι...
    - Ρε συ, τον Δαμίγο τον ανθοπώλη, τι τον έχεις;
    - Γιατί ρωτάς;
    - Γιατί και αυτός, το ίδιο ψωλοπαίκτης με σένα είναι....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified