Further tags

Χρησιμοποιείται ως απαντητικό-τελεσίδικο σε επαναλαμβανόμενες αγχωτικές ερωτήσεις τύπου «τι ώρα είναι» από ιδιαίτερα ψυχαναγκαστικούς τύπους, που δε βλέπουν την ώρα...

Χρησιμοποιείται δε και ως αποτροπιασμός προς τον ερωτώντα, εάν δεν είναι ευάρεστη (προς τον ερωτώμενο), η όψη του.

— Brain, τι ώρα είναι;
— Ώρα που γαμάν οι γύφτοι, Pinky...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το βλάχικο «τζάτσι» που σημαίνει δέκα (10).

Ο μύθος λέει ότι όταν οι βλάχοι φτιάχνανε τη γλώσσα τους και ειδικά την αρίθμηση (1: ούνου, 2: ντόι, 3: τρέι... 9: νουάουα), δεν μπορούσαν να σκεφτούνε κάτι για να βαφτίσουνε το δέκα. Τότε ένας γάιδαρος πέρασε και πάτησε μια δυνατή κλανιά (ΖΑΤΣ!) και έτσι βγάλανε το δέκα τζάτσι!

Σήμερα λόγω ακριβώς της ομοιότητας με τον ήχο της κλανιάς, χρησιμοποιείται για να περιγράψει το «τάπωμα» λεκτικό ή φυσικό. Χρησιμοποιείται συνήθως στην αρχή ή στο τέλος περιπαικτικών προτάσεων.

Συνηθίζεται πιο πολύ στη Λάρισα και γενικά στη Θεσσαλία πλην Βόλου, όπως επίσης και στα ορεινά του νομού Γρεβενών.

1: Πειραγμένοι πενηντάρηδες (ένας ΠΑΣΟΚ και ένας ΝΔ) παρακολουθούν το ντιμπέιτ των πολιτικών αρχηγών.

(ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ): -Δε θα μας μιλήσετε εσείς για διαφάνεια κ. Καραμανλή!
Πασόκος στο ΝΔ φίλο του: ΖΑΤΣ! Του την είπε τώρα, την πάτησε ο δικός σας!

2: - …και του πάτησε ένα μπουκέτο ρε φίλε... ΖΑΤΣ! Παρ' τον κάτω.

Δες και ζαρτ, κλάσιμο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μεγαλόπνοο έργο της εκτροπής του ποταμού Αχελώου μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως απάντηση-τάπωμα σε κάποιον που μας απευθύνει τον ξενικό χαιρετισμό hello (χελόου).

Το λήμμα μας γίνεται ακόμη πιο πετυχημένο όταν ο συνομιλητής μας χρησιμοποιεί το χελόου! για να μας αφυπνίσει.

- Σε τοίχο μιλάω; Χελόου;
- Εκτροπή Αχελώου!

Βλ. επίσης: εκτροπή του a-hellow

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναγραμματισμός του εννοείται ως μονολεκτική κουλ απάντηση με δόση πρόζας, σαρκασμού, ειδικά σε ερωτήσεις που περικλείουν την απάντησή τους, η οποία είναι πρόδηλη τόσο για τον ερωτώντα, όσο και για τον ερωτηθέντα.

Η σωστή εκφορά προϋποθέτει μια μουσικότητα (hέ-ννείοται) και συνοδό μειδίαμα αυτοπεποίθησης (λίγες πρόβες στον καθρέφτη αρκούν).

Έξτρα βαθμοί και σπέκια όταν για απάντηση δύναται να χρησιμοποιηθεί το χρονικό επίρρημα «ενίοτε». Τώρα θα μου πεις: μαγκιά είν' αυτό; Εννείοται...

  1. — Καλά, Παρασκευή βράδυ απόψε, πάλι στο σλανγκργκρ θα λιώσεις;
    — Χα! Εννείοται...

  2. — Ώπα, τί έμαθα παιχταρά μου; Πηδάμε τη Λίλιαν;
    Εννείοται...
    Άτσααα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το όνομα του μεγάλου γερμανού μουσουργού Μπετόβεν εκφράζει κατά μιαν έννοια την ποιότητα. Αν αντικατασταθεί με κάποιο άλλο π.χ. Μπεζαντάκου, αυτομάτως η ποιότητα υποβαθμίζεται. Εν τούτοις η συγκεκριμένη έκφραση χρησιμοποιείται με σκοπό να ειρωνευτούμε κάποιον που παραπονιέται ότι αυτό που αγόρασε δεν είναι και το καλύτερο.

- Πήρα 2 πουκάμισα τις προάλλες, με 10 ευρώ το ένα. Το ύφασμα τους όμως χάλια, όσο σιδέρωμα και να τους ρίξεις, δεν στρώνουν με τίποτα.
- Και εσύ τι περίμενες να ακούσεις με 10 ευρώ; Μπετόβεν; Μην τα θέλουμε όλα δικά μας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως μας πληροφορεί ο αγαπητός φίλος vikar στο ΔΠ η έκφραση τι και τίκφινικ είναι μια γείωση που η Ζυράννα Ζατέλη χρησιμοποίησε σε κάποιο γραπτό της.

Εγώ ο άμοιρος, ούτε την κυρία Ζατέλη γνωρίζω, ούτε έχω διαβάσει κάποιο κείμενο της, αλλά ούτε το έχω ξανακούσει με τέτοια χρήση!

Απλά γνωρίζω ότι το «τίκφινικ» είναι ένα τούρκικο πιάτο με βάση την κολοκύθα, που μας έρχεται από την ωραία Ανδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης.

Πιθανολογώ, χωρίς να γίνομαι ξερόλας, ότι είναι μια παλιά γείωση, που την λέγανε πρόσφυγες από εκείνα τα μέρη, γιατί είναι εύηχη, όπως το «μπαμπά» - «μπαμπακόπιτα» που έλεγε και ο Λάμπρος Κωνσταντάρας.

Άρα το κείμενο της κυρίας Ζατέλη θα αναφέρεται στα παλιά εκείνα χρόνια, σε αφήγηση πρόσφυγα, ή η ίδια έχει καταγωγή από εκεί.

«Εσύ πώς πήρες τ' άλογο;» τον ρώτησε. «Με τί χρήματα;»

«Ά, βρήκα», του είπε εκείνος, «αν έχεις τύχη!... Βρήκα έναν που μου χρωστούσε [...] τα μαλλιοκέφαλά του. Κι' όλο μου κλαιγόταν: δεν έχω, δεν κάνω, δεν ράνω, περίμενε και κόντρα περίμενε. Και τον πέτυχα, που λές, σήμερα πάνω που αγόραζε δυό άλογα. Όχι ένα, δυό! [...] Και χωρίς να παζαρεύει πολύ-πολύ, έκανε τον άρχοντα! Έκανα κι' εγώ τον ψόφιο κοριό πίσω του. Και μόλις έβγαλε το κομπόδεμά του να πληρώσει [...], πάω που λές και του πιάνω μαλακά το χέρι. Με θυμάσαι; του λέω. Πώς δεν σε θυμάμαι, μου λέει. Θυμάσαι τί μου χρωστάς; του ξαναλέω. Έ, πώς, τί... άρχισε να διαμαρτύρεται. Τί και τίκφινικ! του λέω· ή θα μου τα δώσεις σήμερα, αυτήν τη στιγμή και μπροστά σε όλους, για ν' αγοράσω κι' εγώ ενα άλογο, ή θα σε σύρω στα δικαστήρια με σαράντα μαρτύρους! [...]»

(Ζ. Ζατέλη, «Και με το φως του λύκου επανέρχονται»)

Tikvenik - Τίκφινικ (από poniroskylo, 04/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αστεία έκφραση που χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο. Λέγεται από τον ομιλητή για να δηλώσει ότι έχει μια ιδιότητα που αναζητείται ή είναι χρήσιμη στην συγκεκριμένη περίπτωση και δεν έχει ληφθεί υπόψη.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα που ακολουθεί, από την αγαπημένη ελληνική σειρά, Κων/νου κι Ελένης.

(Κων/νου κι Ελένης - Επεισόδιο: Οι σοφεράντζες, όπου ο Κων/νος κι η Ελένη θέλουν να μάθουν να οδηγούν)

Ελένη: Μωρή Πέγκυ, έχουμε κανένα φιλαράκι που να ξέρει να οδηγεί καλά; (για να της κάνει μαθήματα)
Πέγκυ: Κάτσε ρε Ελενάκι, εγώ τζιτζίκια πεταλώνω; Μιλάς τώρα για καλό οδηγό, τη στιγμή που έχεις μπροστά σου τη σοφεράντζα την ίδια!;

Βλ. και μπρίκια κολλάμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Δαμίγος ο ανθοπώλης, είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, βγαλμένο όχι από την δραματουργία (όπως ο Θείος Βάνιας, για παράδειγμα), αλλά από την διαφήμιση της Εθνικής τράπεζας (που να πέσει φωτιά να τις κάψει όλες, όπως έλεγε και ο Μαρξ στην πτυχιακή του). Είναι εγγονός του Σιορ Τάπα, τον αστυνόμου Μπέκα, και γιος του Αλέκου, της ηλεκτρονικής, και πατέρας του funny bear. Ο Δαμίγος, θα ζήσει και αυτός την προσωρινή δημοσιότητα που χαρίζει η τηλεόραση στα δημιουργήματά της, και θα δώσει τη θέση του σε κάποιον καινούριο ήρωα.

Στα δικά μας τώρα. Επικαλούμαστε τον Δαμίγο τον ανθοπώλη όταν:

  • κάποιος μας τα πρήζει με την πολυλογία του (ή με τις μαλακίες του) και του σπάμε τον ειρμό, μπας και σκάσει
  • όταν κάνουμε λάθος, και παραγνωρίζουμε κάποιον, και το γυρίζουμε στο χούμορ
  • όταν κάποιος φίλος αρχίζει μια κουβέντα που δεν μας κάνει να αισθανόμαστε άνετα
  • όταν θέλουμε να γαμήσουμε τη συζήτηση, γιατί έχει παρασοβαρέψει

    Άγνωστο παραμένει ακόμα αν ο Δαμίγος ο ανθοπώλης αποπληρώνει κανονικά το δάνειο, ή οι τράπεζες του έχουν πάρει ήδη το σπίτι, ένεκα που το λελουδικό δεν επωλείτο, λόγω κρίσης...

  1. - Τι γίνεσαι Τάκη;
    - Καλά, αλλά με λένε Δημήτρη...
    - Σίγουρα;
    - Σίγουρα, σίγουρα..
    - Ε τότε, τον Δαμίγο τον ανθοπώλη, τι τον έχεις;
    - Μπουαχαχάαααα (κρύο αστείο, οπότε ψεύτικα γέλια)

  2. - Και που λες, με την οικονομική κρίση όπως προείπα, θα τον πιούμε όλοι. Και ακόμα δεν είδες τίποτα... Θα μας βγάλουν από την Ευρωπαϊκή Ενωση, γιατί τα σκατώσαμε, και δεν μπορούμε να ορθοποδήσουμε. Είναι συνομωσία των εβραίων και τον Ελοχίμ. Το είπαν και οι Μάγια! Διανύουμε το δεύτερο πακτούν. Είναι ξεκάθαρο σου λέω. Αλλά εσύ δεν διαβάζεις, δεν ψάχνεσαι...
    - Ρε συ, τον Δαμίγο τον ανθοπώλη, τι τον έχεις;
    - Γιατί ρωτάς;
    - Γιατί και αυτός, το ίδιο ψωλοπαίκτης με σένα είναι....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαμαδίστικη γείωση.

Ακολουθεί σε χρόνο dt το αυθάδες μάλιστα που σηματοδοτεί τακτική υποχώρηση μάλλον παρά συμφωνία.

Στερείται, φυσικά, νοήματος - η παραπομπή στο πλέξιμο είναι παραπλανητική. Η παρήχηση αρκεί.

Δεν έχει καμία σχέση ούτε με μαλλιοκούβαρα ούτε με παλικάρια.

Αντιθέτως, συγγενεύει με άλλα ευφυή του τύπου οχιά διμούτσουνη.

- Γιώτααα ... το πήρες το κουστούμι του μπαμπά από το καθαριστήριο που σε είπα;
- Εεεεε, οοόχι...
- ΟΟΟΧΙ;;; Οχιά διμούτσουνη... το χρειάζεται για το ταξίδι αύριο, πόσες φορές πρέπει να στο πω;;; Τσακίσου τώρα να πας να το φέρεις...
- Ναι, μαμά... τώρα... - Όχι τώρα, ΤΩΡΑ, είπα... Φύγε...
- Μάααλιστα, μητέρα...
- Μαλλιά και κουβάρια... Θα μου πεις εμένα μάλιστα... κακομαθημένο πλάσμα... ξέρεις τι αίμα φτύνει ο πατέρας σου για να μη σας λείψει τίποτε;;;
- Ξέρω, ξέρω...
- Ξεράδια ξέρεις... ακόμα εδώ είσαι;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια μέθοδος (και καλά) καθησυχασμού ενός ατόμου το οποίο (και καλά ασθενεί) αλλα στην πραγματικότητα δεν έχει τίποτα το ανησυχητικό ούτε το αξιοσυζήτητο. Συνήθως το ατομάκι αυτό έχει τίποτα εξανθήματα απο μια αλλεργία, μια μικροπληγή και γενικά κάτι ασήμαντο, παρ' όλα αυτά μας το αναφέρει. Τότε εμείς οι επίδοξοι καθησυχαστές επεμβαίνουμε και λέμε με έκπληξη για ένα τάχα γνωστό μας, φίλο-φίλη, που είχε πάθει κάτι παρόμοιο και πέθανε.

- Πω πω, έχω βγάλει μια παρανυχίδα άστα να πάνε.
- Για να την δω. Αμάν, και μια φίλη μου είχε μια τέτοια και πέθανε.
- Φάε την γλώσσα σου ρε!
- Σιγά ρε χαζούλα, πως κάνεις τουλάχιστον ξέρεις από τι θα πας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified