Further tags

Ειρωνική ατάκα σε άτομο με το οποίο απολαμβάνουμε μια συνεννόηση τούρτα, καθώς μιλά σε στυλ άρτσι μπούρτσι και λουλάς (λουφάρει μυαλό, έχει κατεβάσει ασφάλειες κλπ).

Η έκφραση προέρχεται από την αντίδρασή μας όταν η τηλεφωνική συνδιάλεξη στην οποία συμμετέχουμε γίνεται με διακοπές και η συζήτηση καταντά αδύνατη, οπότε λέμε στον συνομιλητή μας να σταματήσει να μιλά και να περιμένει να του τηλεφωνήσουμε εμείς, από σταθερό τηλέφωνο ή όταν βρεθούμε και οι δύο σε περιοχή με καλύτερο σήμα.

Απόλυτα σχετιζόμενη έκφραση (με πληρέστερη εκεί ανάλυση): πάρε το μηδέν!

- Στην Θεσσαλονίκη για την Νατάσα πας;
- Για την Μαρία. Με την Νατάσα χώρισα πριν τρεις μήνες, remember;
- Και η τύπισσα με την γκαρσονιέρα στα Πατήσια ποια είναι;
- Ρε μαλάκα, εγώ μένω στα Πατήσια, δυο φορές έχεις έρθει σπίτι μου! Έλεος!
- Εννοούσα την άλλη την γκόμενα που παίζεις, την Αθηναία, την δημοσιογράφο. Την... εεεμμ... Μαρία;
- Είπαμε Μαρία είναι η σαλονικιά. Την Ελένη λες. Κανόνισε να βρεθούμε παρέα και να πεις άλλο όνομα.
- Να τις λέω όλες «μωρό μου»;
- Κλείσε, θα σε πάρω εγώ...

(από patsis, 29/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απλή, εύστροφη, γρήγορη και καθοριστική απάντηση στην κοινότυπη ερώτηση «τι κάνεις»;

– Έλα ρε... Τι κάνεις;
– Τον βγάζω και τον πιάνεις...
– ...

Δες ακόμη: σ' την πετάω και την πιάνεις

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερώτηση ρητορικού τύπου. Χρησιμοποιείται για να ταπώνεις κάποιον που μόλις έδωσε τη σούπερ τετριμμένη και χιλιοειπωμένη απάντηση «τα πάντα», απαντώντας στην κλασική - και εξίσου ηλίθια - ερώτηση: «τι μουσική ακούς;». Ο σχετικός διάλογος, χρησιμοποιούμενος από αρχαιοτάτων χρόνων για να σπάσει - και καλά - ο πάγος μεταξύ δύο προσώπων που δεν έχουν αναπτύξει ακόμη οικειότητα μεταξύ τους, είχε τυποποιηθεί σε βαθμό άφατης μαλακίας. Επόμενο ήταν κάποιος brilliant καμένος να εφεύρει την εν λόγω αποστομωτική φράση, παίζοντας με τη διπλή σημασία της λέξης «πάντα». Η φάση τότε γίνεται ψιλοσουρεάλ, με πιθανότερη κατάληξη να σκάσουν και οι δύο στα γέλια (πράγμα που τους φέρνει πιο κοντά απ' ότι μια άχαρη απαρίθμηση αγαπημένων συγκροτημάτων). Εκτός αν πέσεις σε καμιά μυγιάγγιχτη γκόμενα ή κανέναν κομπλεξικό και ασπριδερό φλωράντζα, που έχουν τόση σχέση με το χιούμορ όση το πληκτρολόγιο με τα σουτζουκάκια...

Η μαύρη αλήθεια είναι βέβαια ότι όλους καταβάθος μας ψιλοπειράζει να μας πετάξουν το «μήπως ακούς και τα κοάλα», τη στιγμή που είμαστε έτοιμοι για μια ακατάσχετη περιαυτολογία. Γιατί σε ποιον δεν αρέσει να τον ρωτάν για τον εαυτό του κι εκείνος να απαντά με βαθυστόχαστο ύφος του τύπου «τότε σ' εκείνη τη συναυλία τα είχαμε κάνει όλα πουτάνα, δεν υπάρχουν σήμερα δυστυχώς αυτά» κλπ κλπ. Είναι σα να σου παίρνουν τη μπουκιά απ' το στόμα γαμώ το χριστό μου (σόρι τζίζα) και να τη δίνουν στα σκατοκοάλα! Φτου!

- Για πες, έχεις αδέρφια;
- Ναι έχω, έναν αδερφό δυο χρόνια μικρότερο και μια αδερφή ένα χρόνο μεγαλύτερη.
- Συνήθως πού σου αρέσει να βγαίνεις;
- Εε... βασικά εδώ κοντά, για καφεδάκι με φίλους και τέτοια.
- Και... τι μουσική ακούς;
- Να σου πω... Βασικά ακούω τα πάντα. Αλλά όταν λέω τα πάντα εννοώ τα πάντα, έτσι;
- Μήπως ακούς και τα κοάλα;
- .................

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτροπή που εκφέρεται απαραιτήτως σε εντόνως ειρωνικούς τόνους στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

  1. Όταν κάποιος χρονοτριβεί να αποφανθεί επί τινός ζητήματος και κωλυσιεργεί, κοινώς μας έχει γκαστρώσει. Επί παραδείγματι, είμεθα σε καφετέρια, η σερβιτόρα έχει ρωτήσει τι θα πάρουμε και περιμένει απάντηση, ενώ ο δικός μας περί άλλα τυρβάζει, κοινώς το χαβά του. Η σερβιτόρα, που εξακολουθεί να στέκεται από πάνω μας σα χριστουγεννιάτικο δέντρο χωρίς τις μπάλες (ή και με μπάλες, ο νοών νοείτω, χε χε) αρχίζει να τα παίρνει. Τότε ακριβώς σκάει η ατάκα: πες τα ρε νταλάρα! Σε πιο λάιτ εκδοχή παίζει και το «πέστα χρυσόστομε». Στόχος να εξέλθει ο αποδέκτης της εν λόγω ατάκας εκ της νιρβάνας του και να τσουλήσει το θέμα.

  2. Μετά απο μεγαλοπρεπές ρέψιμο (μπερπ) το «πες τα ρε νταλάρα!» έρχεται εν είδει επιβράβευσης από την παρέα στο περήφανο μοσχαράκι, που καμαρώνει για την παλιμπαιδιστική συμπεριφορά του. Σε πιο εξτρίμ καταστάσεις, ενδεχομένως να παίζει και μετά από ηχηρό κλανίδι (δε μου έχει τύχει).

Εις αμφότερες τις περιπτώσεις, κοινό υπόβαθρο και προϋπόθεση για την ατάκα είναι η παγκοίνως εμπεδωμένη στη συνείδηση του λαού μας ότι ο νταλάρας πάντα «βγαίνει και τα λέει». Δε θα επεκταθώ σχετικά, και σας παραπέμπω στα επίλοιπα νταλαροειδή λήμματα.

Κι άλλο;

Ο διευθύνων το Ινστιτούτο Διεθνούς Χρηματοοικονομικής (IIF) Charles Dallara. (από Khan, 25/07/11)(από earendil_ath, 12/08/12)

Δες λοιπόν και νταλάρας, δε(ν) μας χέζεις ρε Νταλάρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δανεισμένη από διαφήμιση της τηλεόρασης για φέτα.

Χρησιμοποιείται ακόμα από ορισμένους αστειάτορες, αλλά λίγο διαφορετικά από το αρχικό νόημα της διαφήμισης. Ενώ στη διαφήμιση ο τύπος, αποστασιοποιημένος από την συζήτηση γύρω του, απολαμβάνει όντως μια λαχταριστή φέτα, στην πραγματικότητα λέγεται σήμερα για να τονίσει ότι αυτά που λέγονται στην συζήτηση είναι είτε μαλακίες, είτε τρία πουλάκια κάθονται.

  1. - Και που λες, έχω σύστημα, θα παίζω τα ίδια νούμερα στο Joker, μέχρι να κερδίσω το ποσό που μου λείπει για να ξεπληρώσω το δανειοδάνειο.
    - Καλά, ωραία φέτα και συ! Τα θέλει ο κώλος σου μάλλον, θα το κλαις το σπίτι σου με τα μυαλά που έχεις.

  2. Βίβιαν: - Και σεις τι θα πάρετε;
    Εσείς: - Ξέρετε, με πειράζει ο φραπές, μου φέρνει καούρες. Έχετε ελληνικό;
    O ψηλός: - Α, καλά, ωραία φέτα ρε μαλάκα. Σε ουκρανερί σ’ έφερα ρε παπάρα, δεν διαβάζεις slang.gr;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος μας κουφαίνει με κάποιο κουφό του. Το εισήγαγε ο Χάρρυ Κλυνν στα '80ς, όταν ήταν πρωτόγνωρη εμπειρία τα ειδικά δελτία ειδήσεων για όσους έχουν προβλήματα ακοής.

Γκρηκλιστί: you koufed us!

Βασίλης: Άσε θα έρθω να σε πάρω εγώ με την Μαζεράτι μου! Πέντε λεπτά δελτίο ειδήσεων για όσους έχουν προβλήματα ακοής, η κυρία!...

(Το alter ego του Χάρρυ Κλυνν αφηγείται)...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τι καλά που έχουμε και δυο αδένες και μπόλικο δέρμα για να γράφουμε όλους του μαλακές εμείς τα αγοράκια («σε γράφω στ' αρχίδια μου», που λέμε)... Η γυναίκα όμως, πώς μπορεί να κάνει το ίδιο τι θα πει «στις ωοθήκες μου» ή «στις σάλπιγγές μου»;

Τι μένει λοιπόν;... «ΣΤΑ ΒΥΖΙΑ ΜΟΥ ΣΕ ΓΡΑΦΩ», ακριβώς, στα βυζιά τους. Και αδένες είναι, και δύο είναι, αλλά, το βασικότερο όλων, υπάρχει και μπόλικο δέρμα για γράψιμο.

- Ρε το μαλάκα, με άφησε στα κρύα του λουτρού, το ζώον...
- Μη στενοχωριέσαι μωρέ, απλά γράφ 'τον στις βυζάρες σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για ενοχλητικούς τύπους της προσκολλήσεως που δεν καταλαβαίνουν απο λόγια. Γενικά η εναλλαγή από πιο γενικό τρίτο πρόσωπο σε πιο συγκεκριμένο δεύτερο πρόσωπο χρησιμοποιείται όταν αναφερόμαστε σε γνωστό άγνωστο ενός συνόλου.

Συνώνυμο: - Σε παρακαλώ, μπορείς να κλείσεις την πόρτα; (Κι όταν πλησιάζει για να την κλείσει...). Από την έξω μεριά!

Ασίστ: acg.

Είμαστε έξι και πρέπει να φτιάξουμε πεντάδα για το μπάσκετ. Κάποιος περισσεύεις.

Δες και να μαζευτούμε να πάτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως το καλάμια και παλούκια είναι η σλανγκικώς ορθή απάντηση στο «καλά», και το μπαμπάκια στην προσφώνηση «μπαμπά, μπαμπά», έτσι το «κεριά και λιβάνια» είναι η σλανγκικώς ορθή απάντηση στο «κύριε» ή στο «κύριε, κύριε!», όταν αυτό καταντά ενοχλητικό, κουραστικό. Χρησιμοποιείται από δασκάλους, καθηγητές και όταν κάποιος κόλαξ μας αποκαλεί κύριο.

Στο σχολείο:

- Κύριε! Κύριε!
- (εκφώνως:) Κεριά και λιβάνια, Παπαδόπουλε! Δεν βλέπεις ότι αυτήν την στιγμή είμαι απασχολημένος; (από μέσα του:) να παρακολουθώ τα μπούτια της νουαζέτας στο πρώτο θρανίο; Μανάρι μου, είχανε κέφι οι γονείς σου όταν σε κάνανε!

(από Dirty Talking, 01/05/09)...και λιβάνια... (από Dirty Talking, 01/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όπως το καλάμια και παλούκια είναι η σλανγκικώς ορθή απάντηση στο «καλά», έτσι το «μπαμπάκια» είναι η σλανγκικώς ορθή απάντηση στην προσφώνηση «μπαμπά, μπαμπά», όταν αυτή καταντά ενοχλητική, κουραστική. Χρησιμοποιείται από οικογενειόρχεις και από σλανγκιστές, που δικαίως παραμελούν τα πατρικά τους καθήκοντα, για να λημματογραφούν στο slang.gr.

- Μπαμπά, μπαμπά...
- Μπαμπάκια! Δεν βλέπεις ότι αυτή την στιγμή γράφω ένα πολύ σημαντικό λήμμα; Πήγαινε στην μαμά σου...

Δες ακόμη μαμούνια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified