Γενικευμένος αργκοτικός σχηματισμός της ενεργητικής στιγμιαίας προστακτικής.

Αναλυσούλα

Καταρχήν, τα ρήματα βήτα συζυγίας, σε -άω/ δηλαδή, σχηματίζουν τυπικά τη στιγμιαία τους προστακτική σε καταλήξεις που έχουν κλασικά κάτι απο σίγμα: γαμάω > γάμησέ τον, βαράω > βάρεσέ τον, ρουφάω > ρούφηξέ τον και λοιπά. Όπως είπαμε κι' εκεί όμως, στην αργκό και καθομιλουμένη είναι η συνεχής προστακτική τους που χρησιμοποιείται κατακόρον με στιγμιαία σημασία: γάμα τον, βάρα τον, ρούφα τον και λοιπά.

Στην άλφα συζυγία τώρα, κάποιες φορές η προστακτική αυτή δικαιολογείται από παράλληλο αργκοτικό, λαϊκό ή και διαλεκτικό τύπο του ρήματος, που το μετατρέπει από άλφα σε βήτα συζυγία (που είναι κι' αυτό αξιόλογο φαινόμενο, αλλά άλλη φορά): σφυρίζω > σφυράω > σφύρα τον (αντί σφύριξέ τον), διαλύω > διαλάω > διάλα τον (αντί διάλυσέ τον). Μεγάλο ατού του σχηματισμού, όπως φαίνεται καθαρά εδώ, είναι ότι προκύπτουν λιγοσύλλαβες λέξεις, που θα 'λεγα ότι τείνουν να προτιμιούνται σε γρήγορη ομιλία.

Υπάρχουν πάντως πάμπολλα παραδείγματα τέτοιων προστακτικών που δε βασίζονται σε παράλληλο τύπο βήτα συζυγίας, μεταξύ των οποίων και τα πασίγνωστα φεύγα (αντί φύγε), έμπα/έβγα (αντί μπες/βγες) και άλλα (δες και παραδείγματα). Εδώ είναι που βλέπει κανείς ότι μάλλον πρόκειται για περιπτώσεις συμμόρφωσης στον πολύ εδραιωμένο σχηματισμό της βήτα συζυγίας, που παίρνει αμπάριζα ό,τι βρίσκει στο διάβα του.

Και δυο παρατηρήσεις

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο σχηματισμός κάποιες φορές υποστηρίζεται απ' τ' ότι τα ηχητικά ινδάλματα που προκύπτουν είναι ήδη γνωστά ως θηλυκά ουσιαστικά (που μπορεί να προκύπτουν και απ' τη χρήση της αργκοτικής κατάληξης ουσιαστικού ): απλώνω > η άπλα > άπλα τον (αντί άπλωσέ τον), γιουχάρω > η γιούχα > γιούχα τον (αντί γιούχαρέ τον), προσβάλλω > η προσβόλα (αντί η προσβολή) > προσβόλα τον (αντί πρόσβαλέ τον), και λοιπά.

Απ' την άλλη όμως υπάρχει και η αντίστροφη επίδραση, η προστακτική σε να σχηματίζει ουσιαστικά (πάλι σε ), είτε ως απαρεμφατική προστακτική: μπαίνω > έμπα > το έμπα, ή αλλιώς: φεύγω > φεύγα > ο φεύγα, σαλτάρω > σάλτα > η σάλτα.

Ακόμη, να θυμίσουμε και συγκεκριμένα παραινετικά και προτρεπτικά επιφωνήματα των ελληνικών, όπως άιντα, γιάλα, γιούργια, τα οποία σε κατάλληλα συμφραζόμενα κάλλιστα μπορούν να υποστηρίξουν το σχηματισμό, με βάση το λεγόμενο νόμο της αναλογίας.

  1. Ωραίο βγαίνει, για συνέχα, για συνέχα! (από φόρουμ)

  2. Τσάκα την τσαπού.

  3. Αρπα το γκολ από τον Καρντόσο, που σας έκανε ό,τι ήθελε στο κέντρο, και μετά τρέχα. (από ιστολόι)

  4. - Δεν το περίμενα να γράψω ολόκληρο σεντόνι για τη φράουλα… αλλά είναι να μην κάνεις το πρώτο το ρημάδι το κλικ
    - [...] άπλα το σεντόνι σου, παρηγορία τώ ‘χουμε
    (σχόλια στον κυρ-Σαράντ)

  5. Nikolis L.: ειδικό για «ανισόρροπους»......ya know............... Nikats: @Νamemate ......i missed your point pal! ....;;
    Nikolis L.: Namemate........θα στο ζωγραφίσω
    Nikats: Aντε ωρέ...ζωγράφα το!
    (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκοτικός σχηματισμός της προστακτικής ενικού στην ενεργητική φωνή, για (υπερδισύλλαβα) ρήματα που λήγουν σε -ώνω.

Τα πιο συνηθισμένα, που έχουν παγιωθεί ευρύτατα ώστε να στέκουν και εκτός αργκοτικών συμφραζομένων, είναι τα εξής: τσάκω από το τσακώνω, πλέρω από το πλερώνω/πληρώνω (να μη συγχέεται με το πλερώ), σήκω από το σηκώνω (να μη συγχέεται με το σήκω της μεσοπαθητικής φωνής).

Ο σχηματισμός εξηγείται πιθανά ως εξής: τσάκωσε/τσάκωνε > τσάκωσ'/τσάκων' (έκκρουση του έψιλον) > τσάκω (αποβολή και του συμφώνου για λόγους ευφωνίας).

  1. — Εσείς τι θα πάρετε κύριε;
    Ο τύπος γυρίζει το κορμί του, μονοκόμματα σαν το λύκο, πάνω στη καρέκλα του και μου ρίχνει την βόμβα!
    Τσάκω... μια πράσινη!!!
    (από το μπίαρ τζι αρ)

  2. [...] Πιάσε το βαζάκι. Κατέβασε το παντελόνι σου. Κατέβασε την κυλότα σου. Σκύψε. [...] Σήκω το καπάκι. [...] Βύθισε δύο δάχτυλα της επιλογής σου μέσα στη βαζελίνη. [...] (από το φόρουμ του χίπ χόπ τζι αρ)

  3. Πλέρω τώρα Πιτσιρίκε: Πρόστιμο ύψους 3.000 ευρώ επέβαλε το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ) στο ραδιοφωνικό σταθμό «Σκάι» για την εκπομπή του «πιτσιρίκου». (από ιστολόι)

  4. ΕΚΦΩΝΗΤΗΣ: Προσποίηση, δεύτερη προσποίηση, τζάμπ σούτ... και τάπα!
    ΑΓΑΝΑΚΤΙΛΑΣ: Ε κάρφω το το γαμίδι ρε κρέας, τί τζάμπ σούτ και μαλακίες κάτ' απ' το καλάθι!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση αγανακτισμένης προσπάθειας αποπομπής ανεπιθύμητου τύπου, στην προστακτική.

Αρβανίτικης καταβολής.

Σημαίνει, «άντε φύγε από δώ», «α πάγαινε!» και «άει προχώρα». Άλλη συνώνυμη φράση το «άντε χάσου από μπροστά μου!».

Το ψαγμένο της υπόθεσης είναι ότι σχετίζεται με την «πορεία» και μοιάζει πολύ με αρχαιοελληνική προστακτική του νεότερου «άντε πορεύσου!».

Ακούγεται σε λατρεμένα χωριά της Βοιωτίας (Κυριάκι και πέρα), της Κορινθίας (Σοφικό και πάνω) κι αλλαχού.

Διάλογος:

-«Mάνα μου, η μπίθα σου! Θες να κίχου-κίχου;»

-«Άει πόρου, σαχλέ!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση έχει δύο χρήσεις, από τις οποίες πιο συνήθης η δεύτερη:

  1. Κυριολεκτική: Ως προστακτική ενεστώτα του ρήματος μπαίνω, άλλος τύπος των «μπες!», «έμπα!»

  2. Μεταφορική: Χρησιμοποιείται από τον ομιλητή για να παρακινήσει κάποιον σε κάτι καλό που έχει ξεκινήσει να κάνει, συνώνυμο των «Προχώρα!», «Καλά το πας!».

  1. Έμπαινε στο αμάξι ρε, κι έχουμε αργήσει! Θα μας χέσει πάλι ο άλλος!

  2. - Μ' αρέσει πολύ η Δανάη, η καινούρια... Και μου έχει δείξει κι αυτή δείγματα ότι ενδιαφέρεται!
    - Έμπαινε, μεγάλε!! Και για πες λεπτομέρειες... Το κινητό της το έχεις;;

Έμπαινε, Γιούτσοοοο (από allivegp, 12/12/09)

Κλασική πλέον η φράση έμπαινε Γιούτσο!, δες και γιούτσος.

Η προστακτική στην αργκό: , -έκα, , έμπαινε, έφυγες, κατέβαινε, μπέκα, πάνε, πιάκε, τσάκω· ακόμη: προστακτική αντί για απαρέμφατο, συνεχής προστακτική ως στιγμιαία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Β πρόσωπο αορίστου της ενεργητικής φωνής του ρήματος φεύγω.

Χρησιμοποιείται αυτόνομα στο λόγο με προστακτική σημασία, ως δηλωτικό βεβιασμένης λήξης συνομιλίας η οποία οφείλεται είτε στην έλλειψη χρόνου, είτε στον (μεγαλύτερο ή μικρότερο) εκνευρισμό του προσώπου που το απευθύνει.

  1. Δεν είναι ώρα τώρα να μου κάνεις ανάλυση. Ίσα που προλαβαίνεις το λεωφορείο. Άντε! Έφυγες, έφυγες!

  2. Κόφτο. Είσαι υποκριτής και στην τελική μεγάλο καθίκι. Δε θέλω μα και μου. Τέλος. Έφυγες!! Τώρα! Πριν σ' αρχίσω στις γρήγορες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται με απειλητικό τόνο και σημαίνει «πλήρωσε», και πιο συγκεκριμένα «πλήρωσε αυτά που χρωστάς». Η ολοκληρωμένη έκφραση είναι «κατέβαινε τα λεφτά» - «κατέβαινε τα φράγκα» παλιά, «κατέβαινε τα γιούρια» τώρα. Η έκφραση με την έννοια αυτή λειτουργεί μόνο στην προστακτική - δεν υπάρχει, δηλαδή, «τα κατέβηκα τα λεφτά» ή «θα τα κατεβούμε».

Κατέβαινε τα λεφτά, ρε ... Άμα δεν είχες, να μην έπαιζες ...

κρυάδα (από xalikoutis, 02/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαγκιόρικη εκδοχή της προστακτικής «μπες». Ουδεμία σχέση με μπεκ πετρελαιοκινητήρων. Οιαδήποτε σχέση με Αστυνόμο Μπέκα-Ιεροκλή-την-έχω-δει-και-πολύ-γαμάουα-εκεί-στο-ντακάπο-που-αράζω, ερευνάται μετά πάσης επιμελείας.

Σοβαρά τώρα: Το «μπέκα» κάθεται ωραία στο αυτί (δλδ να το ακούς) και στο στόμα (δλδ να το προφέρεις) καθότι δισύλλαβο. Όλα τα δισύλλαβα είναι ρε πούστη μου πιασάρικα. Φαίνεται ανταποκρίνονται σε τίποτα στοιχειώδεις δομές εξέλιξης του ανθρώπινου εγκεφάλου και τα ρέστα (τεσπά, γλωσσολόγος δεν είμαι, όχι ακόμη τουλάστιχον).

Τσάκω τώρα παραδείγματα: Βίκη, Λένα, Ρένα, Σάσα, Μάσα, Γωγώ, Λίτσα, Νίτσα, Πίτσα, Τζίνα, Μίνα, Λίνα και λοιπά δευτεράντζικα - και καλά - ονόματα που παίζουν σε 090 καταστάσεις (ένας φίλος μου έχει πει το μεγαλειώδες, ότι δεν πάει με γκόμενα που το όνομά της έχει πάνω από δύο συλλαβές).

Ειδικότερα: το «Μπέκας» πρέπει να είναι αρβανίτικο (ή αλβανικό, μικρή η διαφορά). Βλ. και Λιάπης, Τόσκης, Γκέκης κλπ. Το «μπέκα» επανασυνδέει το λοιπόν - εν πολλοίς ασυνειδήτως - κάποιους από μας με τις αρβανίτικες ρίζες μας. Και δε μιλάμε για ένα απλό δισύλλαβο, αλλά για δισύλλαβο περιέχον ένα από κείνα τα διπλά τα σύμφωνα (μπ, ντ, γκ) που όσο να το κάνεις τη βγάζουν μια μαγκιά, μια αντρίλα, μια λαϊκότητα. Είναι μια απόλαυση να εκστομίζεις λεξούλες όπως μπάσταρδος, μπάστα, γκαμήλω (nick ομοφυλόφιλων), αγγούρι, νταξει, ντάγκλα, νταγλαράς κ.ο.κ.

(δεκαπεντάχρονα έξω από μπουρδέλο)

- Ρε Μήτσο, να το αφήσουμε καλύτερα; Έχω ακούσει εδώ Φυλής δεν παίζουν ωραία μουνιά...
- Ρε άστα σάπια μωρή κότα... Σε τα μας;... Αφού είπαμε, σήμερα χάνεις παρθενιά, δεν το 'παμε;
- Ναι ρε Μήτσο, το 'παμε, αλλά εμένα μου 'χει πάει το σκατό στην κάλτσα.
- Άιντε ρε μπέκα μέσα τώρα που βγήκε αυτός ο πακιστανός κι άσ' τα πολλά τα λόγια..

(από johnblack, 20/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται κυρίως από τους Θεσσαλονικείς και σημαίνει πήγαινε.

Πάνε να φέρεις μια μπουγάτσα με κεριά για τα γενέθλια του Μιχάλη ρε Μήτσο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκ προστακτική του πιάνω, δηλαδή βάζω κάτι στο χέρι μου, στη παλάμη μου, εγχειρίζω, χουφτώνω. Αντί του «πιάσε».

Χρησιμοποιείται με την έννοια του φέρε, προσκόμισε.

Πιάκε 'να μπουκάλι μπύρα απ' την κασόνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νέα ελληνική δεν έχει όπως ξέρουμε απαρέμφατο, αλλά συχνά μπορούμε να μεταχειριστούμε το β' πρόσωπο της προστακτικής ως απαρέμφατο (βλ. παράδειγμα 1).

Ο διπλασιασμός μάλιστα του «απαρέμφατου» έχει τη σημασία της επανάληψης (βλ. παράδειγμα 2).

  1. Τώρα που είμαστε στο πήγαινε κουραζόμαστε περισσότερο γιατί είναι ανηφόρα. Το απόγευμα θα είμαστε στο έλα και θα είναι πιο ξεκούραστο

  2. Αν το μολύβι τους από το ξύσε-ξύσε δεν γινόταν σαν το νύχι τους, δεν τους έπαιρνε άλλο μολύβι, τόσο τσιγκούνης ήταν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified