Further tags

Αρκτικόλεξο της μπουρδελοσλάνγκ με το οποίο οι Ελληνάρες μπουρδελιάρηδες ειρωνεύονται τους αμερικανόπληκτους συναδέλφους τους.

Παρένθεση: οφείλουμε να ενθυμούμαστε ότι στην κριτική μπορντέλου έχουν φορεθεί εσχάτως αμερικλάνικα αρτικόλεξα, όπως GFE = the Girl-Friend Experience, καθ' ημάς γκουφουέ και γκομενοφάση και στους αντίποδες PSE = the Porn-Star Experience. Όπως έχω πει και αλλού, το ιδανικό είναι το GFE-PSE, ήτοι μια τουρίστρια που σε φιλάει / χαϊδεύει σαν να είναι το κορίτσι της διπλανής πόρτας που θες να του δείξεις το ηλιοβασίλεμα στους θάμνους, μα όχι μόνο λιάζεται, αλλά ΚΑΙ ξεκωλιάζεται σαν την Suzie Diamond. To GFE-PSE συνιστά μια ανύπαρκτη, πλην όχι γι' αυτό ουτοπική Aufhebung, που αποτελεί στον χώρο της μπουρδελοκριτικής ό,τι αποτελεί στον χώρο της φιλοσοφίας το l'être en soi-pour soi του Sartre ή το an sich - für sich του Hegel. Κλείνει η παρένθεση.

ΚΚΕ, λοιπόν, είναι στους αντίποδες the ΚρυόΚωλη Experience. Ένα πράμα σαν να κάνεις CEKC με την Παπαρήγα την καλή, επειδή η σταλίνα έχει διατάξει ότι πρέπει το σοβιετικό έθνος να αναπαραχθεί, για να δώσει στρατιώτες για το Στάλινγκραντ, και η γκόμενα να είναι λαϊφστάλιν τ. ταγάρω. Και παρόλο που το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα, μετά από μία ΚΚΕ ο μπουρδελιάρης τρώει τέτοια ήττα, που ούτε μαλακία δεν μπορεί να τραβήξει από την πίκρα. Τουλάστιχον ας χαιρετίσουμε το γεγονός ότι επιτέλους η μπουρδελοκριτική έχει αποκτήσει ένα orientally correct αρκτικόλεξο - κόλαφο για όσους εμμένουν στις αμερικλανιές (τις οποίες, παρεμπιπτόντως, και καταγγέλλουμε).

Ντουζάκι, δεύτερος γύρος: Πίπα (όπου βαρεθήκαμε και οι δύο) στήσιμο στα τέσσερα, όπου γυρνάει το κεφάλι προς τα πίσω για να δεί TV (!;!), πάλι πίπα όπου επίσης βλέπει TV (!;!;!) (ήθελα νά' ξερα δε ζαλίστηκε να βλέπει την οθόνη να ανεβοκατεβαίνει;), και τελείωμα στα βυζιά, διότι μου λέει «no cum on face again» -ήθελε κι άλλο έξτρα για CIM (!;!;!;!;)
Ντουζάκι, ντύσιμο, όπου φύγει-φύγει (στην έξοδο πάλι ακούω ξέσκισμα από το διπλανό δωμάτιο. Γαμώτο.)
Συμπέρασμα:
Ούτε PSE, ούτε GFE. Η γκόμενα είναι ΚΚΕ (Κρυόκωλη Experience).
(εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νυχτερινό κέντρο, όπου γίνεται κονσομασιόν, δηλαδή πληρώνεις ακριβά το ποτό μιας κοπέλας του μαγαζιού για να σου κάνει αυτή παρέα και να βγάλετε τα σώψυχα ή και τα σώβρακά σας. Είναι προσφιλές σε άντρες που είτε από χαμηλή αυτοεκτίμηση, είτε για άλλους λόγους, θέλουν να πληρώνουν και για παρέα γυναικεία και όχι μόνο για σεχ. Συνήθως, κονσοματζίδικα λέγονται όχι τα γκλαμουράτα στριπτιτζάδικα νέας κοπής, αλλά παρακμιακά κωλόμπαρα β΄ διαλογής που ως αισθητική φέρνουν σε εϊτίλα, ή και πιο πριν σε τρουμπαίες καταστάσεις, και όπου όχι τόσο νέες και ωραίες κονσοματρίς κρατάνε συντροφιά σε πουτανοκονσόμηδες κυρίους θαμώνες ζαχοπουλάδικων. Κατ' επέκταση, βέβαια, κάθε χώρος που προσφέρει κάποιο είδος κονσομασιόν ή πουτού σε πουτόπιστους μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, είτε είναι κωλόμπαρο, είτε φραπενείο, είτε ακόμη και σκυλάδικο.

"Από τον μαλάκα στο πρώτο τραπέζι"

Ενδεικτική περιγραφή ιδεοτυπικού κονσοματζίδικου από Protnet:

Θα τα συναντήσει κανείς παντού. Από την πιο πολυσύχναστη γειτονιά της Αθήνας μέχρι το πουθενά, στο μέσον του τίποτα. Στα κωλόμπαρα δεν υπάρχει πλέον σώου. Είναι μικρά συνήθως μαγαζιά που θυμίζουν περισσότερο μπουρδέλο παρά μπαρ. Μοιάζουν αρκετά με τις καφετέριες του 80. Πολλά μικρά σαλονάκια με ψηλή πλάτη και ένα μπαρ. Διακόσμηση μίνιμαλ έως μηδέν. Χρώματα, όπως και στα μπουρδέλα, ροζ και μωβ, ή φαίνονται έτσι από το πολύ μπλακ λάιτ.

εδώ

Καθώς, λοιπόν, το κονσοματζίδικο είναι συνδεδεμένο με παρακμή και ντέκα, χρησιμοποιείται κυρίως ως μειωτικός χαρακτηρισμός για μαγαζί. Ορισμένες φορές και μεταφορικά για να χαρακτηρίσει άλλους τόπους που απλώς έχουν αισθητική ζαχοπουλάδικου είτε στη διακόσμηση είτε στην εξυπηρέτηση είτε στη μουσική (βλ. παραδείγματα).

  1. -Σαν σημερα πέθανε ο Α. Παπανδρεου πως και δεν αναφέρθηκε! Α ρε τι θυμηθηκα φανταρος τοτε να μας ξυπναει ο αλλαγης "Πεθανε ο Παπανδρεου!!!!!" "τον πούστη" ο ενας "τον αλητη ο αλλος" "στ' αρχίδια μας" οι περισοτεροι! τελικα πηγα για σκοπια ΑΓΕΑ και ηταν ολοι μεσα Υπουργοι Αργηγοι χεστηκαμε στην χαιρετουρα και στην ορθοστασία (και ας ας εμεναν 60 μερες για το χαρτί). Δεν θυμαμαι τη μερα ηταν αλλα μαλλον ΣΚ ηταν γιατι λέγαμε σημερα πηγε να πεθανει!!! Άσχετο: Αυτο το Tina Bar εδω και 15 χρονια το ακουω ως κωλάδικο και κονσοματζίδικο! ισχυει ή ειναι αστικός μύθος???
    -Τωρα τι σχεση εχει το Tina Bar με τον Ανδρεα Παπανδρεου? Ρε μπας και ειχε παει εκει ο Αντρικος και εμεινε στον τοπο? (Από συμφυρμό σχετικοάσχετων θεμάτων σε μπουρδελοφόρουμ. Ινσέψιο: Να κάνεις μια μπουρδελοσυζήτηση μπουρδέλο).
  2. Η χειρότερη εξυπηρέτηση όλων. Τα παιδιά δουλεύουν σαν σε κονσοματΖιδικο. ΜΗΝ ΠΑΤΑΤΕ (δες).
  3. Αυτός ο ΨΥΧΟΒΓΆΛΤΗΣ σταθμός, που λέτε, είναι πολύ φτωχός. Έχει όλο κι όλο ΕΝΑ σιντι! Και, τι να κάνει, το παίζει ξανα και ξανά, να βγαίνει το μεροκάματο. Έτσι μου ρχεται να πα να τους δωρίσω όλα τα συλλεκτικά σιντί που είχα αγοράσει στα 12, Μπριτνάκι Σπίαρς, Φριστάιλο, Μάμπο νο5 και Limp Bizkit, να ισιώσομε λίγο. [...] Α, ναι, πάντως, ψοφάω να γνωρίσω έναν που να δουλεύει εκεί. Ίσα ίσα για να του πω "Ααα, τα συλλυπητήριά μου για το κονσοματζίδικο που δουλεύεις". Το μόνο που ίσως με παρηγορεί είναι αυτοί που θα δουλεύουν εκεί... και θα έχει παντού ηχεία...και θα δουλεύουν και απλήρωτες υπερωρίες 10ωρα...Ναι, υπάρχουν και χειρότερα. Σκέφτομαι να αρχίσω να στέλνω υβριστικά μηνυματάκια, σε φάση "Συγχαρητήρια για το εμετικό σας πρόγραμμα" ή "Συγχαρητήρια για το κωλάδικο που διατηρείτε". (Ένα κορίτσι που το λέγαν Βάγγο).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανακεφαλαιώνοντας, συγκεντρώνοντας και συμπληρώνοντας:

Η όρνιθα, η πουλάδα το μη πετάμενο πουλί κάποτε γενικευμένα οικόσιτο και νυν βιομηχανικά εκτρεφόμενο για τα αυγά και το κρέας του. Προέρχεται απ’ το θηλυκό του κοττός, κόττος που είναι ο κόκορας.

1α) (Όπως αναφέρεται και σε άλλο ορισμό) Υποτιμητικά σημαίνει τη γυναίκα την ανόητη/ελαφρόμυαλη, τη φλύαρη, την κουτσομπόλα, αυτήν που κακαρίζει διαρκώς με τις παρόμοιές της, που έχει γνώμη κι άποψη για όσα αφορούν τους άλλους γύρω της (ένα ακούει, δέκα καταλαβαίνει, εκατό διαδίδει), που χώνει τη μύτη της παντού. Σπάει νεύρα και πρήζει αρχίδια με την αδιακρισία και την σπανίως συγκαλυμμένη αγένειά της που τις εξασκεί δημόσια εκμεταλλευόμενη την ειδική μεταχείριση που απαιτεί λόγω της γυναικείας φύσης της.

Οι χώροι που συχνάζει (κομμωτήρια, στούντιο ομορφιάς, γυναικεία τμήματα γυμναστηρίων κτλ) αποκαλούνται απ’ τους άντρες - που τους αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι - κοτάδικα, κοτέτσια, κοτοπουλάδικα.

Επιπλέον, ακούγεται και το κοτοκαυγάς. Αν και πρόκειται για γυναικοκαυγά, η φάση δεν ξεφεύγει από το λεκτικό επίπεδο που όμως αφήνει άναυδους τους παρευρισκομένους άντρες για το ευφάνταστο των χαρακτηρισμών και το δριμύ των εκατέρωθεν επιθέσεων.

1β) Ως προς την περιγραφή: είναι η γυναίκα με την αναλογικά μακριά μύτη, μάτια μικρά με μικρή απόσταση μεταξύ τους, αραιά βλέφαρα και πόδια τσάκνα.

  1. Το δειλό άτομο, αυτός που κωλώνει. Είναι χειρότερο για έναν άντρα απ’ ότι για μια γυναίκα. Από αυτήν τη δειλία βγαίνουν και τα:

2α) κάθησε σαν κότα να..., που σημαίνει πως ο εν λόγω δεν αντέδρασε σε ό,τι κακό υπέστη. Κοινώς (νοηματικά): «Του την έφεραν από πίσω» για ό,τι κι αν έπαθε αν και μπορούσε να το είχε αποφύγει.

2β) οδηγεί/πηγαίνει σαν κότα (που αναφέρεται και σε άλλο ορισμό), που σημαίνει πως κάποιος οδηγεί υπερβολικά αργά και συνήθως στη μέση του δρόμου πρήζοντας τ’ αρχίδια όσων τον ακολουθούν χωρίς να μπορούν να προσπεράσουν (συνήθως, αλλά όχι μόνο, απευθύνεται σε γυναίκες οδηγούς – οπότε γίνονται αντιληπτές κι από τον ουραγό).

Αν μιλάμε για το περπάτημα κάποιας, τότε αυτή συνήθως έχει ευτραφή πισινό που τον λικνίζει κοτίσια, (μέχρις εδώ τίποτε το ιδιαίτερα σλαγκικό κατά την ταπεινή μου γνώμη).

γ) κι ο υπερθετικά μειωτικός κότα λειράτη/ με λειρί, για το χέστη άντρα (όπως αναφέρεται και σε άλλον ορισμό).

  1. Κατά Πετρόπουλο:

3α) η πουτάνα (σχετικό 2α) και

3β) ο επί χρήμασιν εκδιδόμενος κρατούμενος, που όμως σχεδόν ποτέ δεν ταυτίζεται με τον κίναιδο.

  1. Σκωπτικά δικέφαλη κότα του Βορρά είναι ο ΠΑΟΚ ενώ δικέφαλη κότα του Νότου αποκαλείται η ΑΕΚ λόγω των εμβλημάτων τους (δικέφαλοι αετοί) όπως βεβαιώνει κι από ‘δω ο Khan.

Για την πληρότητα του λήμματος και μόνον (εξού και παραθέτω επιλεκτικά παραδείγματα), αναφέρω τις γνωστότατες εκφράσεις θεωρώντας σαν πλέον πρέπον να ξεκινήσω απ’ το:

  1. Το ξέρουν κι οι κότες: Το ξέρουν οι πάντες όλοι, το ξέρει κι η κουτσή Μαρίκα.

  2. Να φαν κι οι κότες: Για κάτι που είναι μπόλικο/περισσεύει/αφθονεί.

  3. Κοιμάται με τις κότες: Για κάποιον που κοιμάται πολύ νωρίς, που δεν ξέρει να γλεντάει, που ‘ναι ξενέρωτος (σε βουκολικά περιβάλλοντα έπαιζε και το κοιμάται με τα ‘ρνίθια).

  4. Δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα: Για κάποιον που είναι παντελώς άπειρος/αδαής/άβγαλτος/βλάκας, που δεν ξέρει τι του γίνεται.

  5. Όποιος ανακατεύεται με τα πίτουρα τον τρων οι κότες: Παροιμία που αναφέρεται σε όσους φεσώνονται τις συνέπειες των παράνομων πράξεων ή των ύποπτων δοσοληψιών τους συναναστρεφόμενοι άτομα που δεν είναι και πολύ σόι. Πάνω-κάτω συνώνυμο των ό,τι σπείρεις, θα θερίσεις, πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος.

  6. (Τα περνώ) ζωή και κότα: Τα περνάω γαμάτα, άνετα, δίχως έννοιες κι οικονομικές σκοτούρες.

  7. Αλλού τα κακαρίσματα, κι αλλού γεννούν οι κότες: Που σημαίνει πως αναπάντεχα, από αλλού περιμέναμε κάτι (συνήθως καλό) κι απ’ αλλού μας ήρθε, οπότε αν κι οι ελπίδες μας διαψεύστηκαν, δεν μείναμε τελείως απογοητευμένοι αν και τα αισθήματα προς στιγμήν, δεν ήταν ξεκάθαρα.

  8. Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;: Μοιάζει λούπα και λέγεται:

α) όταν δεν μπορούμε να βγάλουμε άκρη σε κάποιο δίλημμα,
β) πειρακτικά σε μπόμπιρες για να τους μπερδέψουμε, με τη μορφή «Ποιος γεννήθηκε πιο πρώτα; Το αυγό ή η κότα;»,
γ) επίσης αποτελεί και ένα είδος γείωσης με σκοπό το τέλος μιας συζήτησης μεταξύ ατόμων που λογομαχούν έντονα χωρίς να διαφωνούν ριζικά, περιγράφοντας μια σύνθετη κατάσταση που επηρεάζεται από αλληλεξαρτώμενους παράγοντες δίνοντας τους διαφορετικό βάρος ο καθένας ανάλογα από πια μεριά βλέπει τα πράγματα. (Παρεμπιπτόντως, η επιστήμη απεφάνθη πρόσφατα, υπέρ της κότας).

  1. Η παλιά/γριά κότα έχει το ζουμί: Υπονοούνται οι πεπειραμένες σεξουαλικά -το πολύ- πενηντάρες σε σχέση με τις ντεμέκ άπειρες, φρέσκιες εικοσάρες, λέγεται (από τις θιγμένες ή όσους δεν έχουν πέραση στις νεαρές ηλικίες) όταν κάποιος πιπινογάμης αμφισβητεί τις χάρες ή το αξιόγαμον των ωριμοτέρων και πιο πεπειραμένων γυναικών. Κατά μία έννοια είναι συνώνυμο του «ο παλιός είν’ αλλιώς. Γεγονός είναι πως άμα το πέρας της εμμηνόπαυσης, σε πολλές καλοστεκούμενες ανοίγει η όρεξη για κοκό και το διεκδικούν με σχετική λαιμαργία αναντίστοιχη του παρελθόντος τους.

  2. (Δεν σφάζουν την) κότα που κάνει τα χρυσά τ’ αυγά: Συνήθως αναφέρεται για τον εργατικό και παραγωγικό υπάλληλο και γενικά γι’ αυτόν που μας προσφέρει/τα φέρνει και πρέπει να τον φροντίζουμε για να μη μας φύγει. Κατά μια έννοια είναι συνώνυμο των: «Δεν χέζεις εκεί που τρως», «Δεν κατουράς εκεί που πίνεις», «Δε δαγκώνεις το χέρι που σου δίνει να φας».

  3. Η κότα σκαλίζοντας/σγκαρλίζοντας το μάτι της θα βγάλει: Λέγεται γι’ όσους μόνοι τους κάνουν κακό στον εαυτό τους, παρόμοιο με το «Με τα χεράκια μου, βγάζω τα ματάκια μου» και σαν φοβέρα με παρόμοια σημασία με το 9.

Εντελώς παραπεμπτικά:

  1. Αλανιάρα κότα: Η κότα ελευθέρας βοσκής, κλάσεις ανώτερη απ’ τις συνηθισμένες του εμπορίου αλλά κι η πουτάνα (σχετ. 3).

  2. Το (και γαμώ) πιθανώς ομόρριζο κοτάω: τολμώ, έχω θάρρος/κότσια (βλ το σχόλιο του Hank).

1α) - Θα ‘ρθεις να με πάρεις;
- Εγώ στο κοτέτσι δε σκάω μύτη να χτυπιέσαι από κάτω.
- Κοτέτσι το σπίτι της Κούλας;
- Μη με τσιγκλάς, γιατί της τα ‘χω μαζεμένα της κοτάρας της ξαδέρφης σου.
- Μα..
- Μαμούνια!! Κι αν κοτήσει να ξαναβάλει στο στόμα της τα καρντάσια μου και τη δουλειά τους θα ‘ρθώ να της ξηγήσω τ’ όνειρο αυτοπροσώπως να της πεις. Και για μένα μόκο. Γκέγκε;

1β) «Ας μην ήταν ταλεντάρα και σου ‘λεγα εγώ τι θα ‘τανε η Μέρυλ μ’ αυτήν την κοτίσια φάτσα που ‘χει».

2α). «Καλά μωρή, κάθισες σα κότα και σου χρέωσαν 200ευρώπουλα για μια σκιτζοδουλειά;»

2β). «Κάνε άκρη μωρή κότα που μου σέρνεσαι με 40 σα να ‘σαι μόνος σου στο δρόμο!! Νύχτα το πήρες ρε; Γαμώ τα διπλώματα σας, γαμώ!! Σιχτίρ!! Με γκάστρωσε ο πούστης τόση ώρα.»

2γ). «..Φωτογράφιζες άτομα χωρίς ν’ αναφέρεις ονόματα γιατί είσαι κότα λειράτη. Εάν ήσουν μάγκας μ’ αρχίδια θα ‘βαζες και τα’ όνομά σου από κάτω παλιοσουπιά!!..»

3β. ΑΣΠΡΑ ΜΟΥΡΑ, ΜΑΥΡΑ ΜΟΥΡΑ.
Μουρμούρικο - Ζεϊμπέκικο του τεκέ (1900-1910)

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, είσαι μια παλιοχαμούρα.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοχασίκλα.

Βρε, άσπρες κότες, μαύρες κότες,
βρε, όλοι άντρες γενίκανε κοκότες.

Bρε μαύρα σύκα, άσπρα σύκα,
βρε, είσαι μια παλιοκατσίκα.

Bρε, άσπρα μούρα, μαύρα μούρα,
βρε, μας την έσκασ’ η χαμούρα.

4α). «Ναι ιδρώσανε τα πιτσιρίκια από τις ακαδημίες του Αίαντα να λυγίσουν την δικέφαλη κότα του βορρά. Άντε και στα play off για το επόμενο σας πήδημα. Φέτος σας τελείωσαν τα λεφτά, βλέπω το Ζαγοράκη να κάνει πιάτσα για να πληρώσει τα συμβόλαια των παικτών…» (αγορασμένο)

4β) Η προϊστορία είναι με το μέρος του ΑΡΗ στις εντός έδρας αναμετρήσεις του με την δικέφαλη κότα του νότου (20 νίκες, 14, ισοπαλίες, 12 ήττες), όμως τελευταί εντός έδρας νίκη σημειώθηκε το 1999.

  1. «Βάλανε και το Γιωργάκη που δεν ξέρει πούθε κατουράει η κότα στα οικονομικά να κάνει κουμάντο την εταιρεία κι ύστερα κλαίγονται που πήγε άπατη».

12γ). - Πώς να πάμε μπροστά αν ο κάθε υπάλληλος τα ξύνει με μπλακεντέκερ και σταματά μόνο για να τ’ αρπάξει με το κουλό επειδή χτύπησε ένα εθνόσημο;
- Ο διεφθαρμένος πούθε ξεφύτρωσε; Απλά, βρίσκει και κάνει. Κι ο προϊστάμενός του τι; Της ψωλής του το χαβά;
- Κι οι δυο τους είναι κομματόσκυλα που τους έχωσαν απ’ το παράθυρο οι γαμημένοι πολιτικοί για ν’ αρπάξουν ψήφους και μαύρο χρήμα.
- Ας μη τους ψήφιζαν τότε!
- Πας καλά; Ποιοι; Ο προϊστάμενος, ο υπάλληλος, τα σόγια τους και τα λοιπά λαμόγια; Μα όλοι είναι διαπλεκόμενοι, γι’ αυτό τους έβγαλαν!!
- Τελικά θ’ αποφασίσεις; Η κότα έκανε τ’ αυγό, ή το αυγό την κότα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως εμφάνιση: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που έχει κρέατα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να πουλήσει το απόθεμα σε άλλους. Το -πωλείο εδώ μπορεί να συσχετισθεί και με το -εμπορας, λ.χ. στα κακαδέμπορας, κουραδέμπορας, όπου κάποιος εμφανίζεται να προτείνει προς πώληση αηδιαστικά μέρη του κορμιού του (και μεταφορικώς βεβαίως) ή με το αγγλικό -monger. Στο κρεοπωλείο βέβαια η έμφαση είναι περισσότερο στην περίσσεια των κρεάτων που επαρκούν και για εξαγωγή. Κυρίως λέγεται ως κινητό κρεοπωλείο.

  2. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι περίπου συνώνυμο του μπριζολάδικο, δηλαδή σημαίνει ευαγές ίδρυμα όπου προσφέρεται πλήρες σεχ. Βέβαια πρόκειται περισσότερο για ασθενή μεταφορά παρά για παγιωμένο τεχνικό όρο, όπως το μπριζολάδικο. Μια μεταφορά, η οποία έχει κάπως ηθικολογική χροιά και καυτηριάζει το γεγονός ότι πωλείται πλήρες σεξ, ως μή όφειλε. Λ.χ. θα χαρακτηριστεί λιγότερο ως κρεοπωλείο ένα μπουρδέλο, ενώ περισσότερο ένα στριπτιτζάδικο ή μασατζίδικο ή άλλα μέρη που δεν προσφέρουν επίσημα παρόμοιες υπηρεσίες. Η μεταφορά κρεοπωλείο θίγει εν προκειμένω α) το ότι δεν υποτίθεται ότι προσφέρεται η πλήρης αυτή υπηρεσία στο εν λόγω γαμαζί, β) ότι αυτό παρ΄ όλαφ τα γίνεται με την ενθάρρυνση της διεύθυνσης του γαμαζιού και όχι από πρωτοβουλία μιας επιμέρους κορασίδας. Εφόσον βέβαια πρόκειται για απλές μεταφορές, η χρήση ποικίλλει.

Εξάλλου, ο όρος κρεοπωλείο χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ηθικολογική μεταφορά για να καυτηριαστεί η επίδειξη ή σεξουαλική εργαλειοποίηση ανθρώπινης σάρκας, λ.χ. και σε παραλίες, πλατείες, νυφοπάζαρα και όπου.

- Τον φίλο σου, το κινητό κρεοπωλείο τι τον έφερες; Αφού έχει τον γκομενοδιώκτη.

- Παλιά κάναμε και τον χαβαλέ μας στο γαμαζί, πίναμε το ποτάκι μας, λέγαμε καμιά μαλακιούλα. Τώρα που έχει γίνει κρεοπωλείο και μαζεύεται όλη η καυλοπιτσιρικαρία στην ουρά για να κουρτινιάσει, τι να ευχαριστηθείς;
(Παράπονο πουρέιτζερ για την εκτράχυνση των γαμαζιών).

Στο 0.20 γράφει "το κρεοπωλείο της νέας εποχής". (από Khan, 08/11/11)(από Khan, 09/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά τα «κριτικός θεάτρου», «κριτικός σινεμά», «κριτικός τέχνης». Ή «μπουρδελοκριτικός» κατά τα «θεατροκριτικός», «σινεκριτικός», «τεχνοκριτικός».

Είναι μια νεοεμφανιζόμενη ειδικότητα, που αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια χάρη στα διαδίχτυα, σε ειδικά σάιτ και φόρα (παρτίδα), όπου ευδοκιμεί.

Ο κριτικός μπορντέλου έχει υψηλό κύρος, σαν έναν ας πούμε Κακομύρη, καθώς κάνει την διαμεσολάβηση ανάμεσα στην πουτάνα και τον μπουρδελιάρη. Υπάρχουν διάφορα θέματα που τον απασχολούν όταν καλείται να κρίνει ιδίοις πούτσασι. Ένα από τα καίρια είναι ο συσχετισμός μεταξύ GFE και PSE, δηλαδή μεταξύ Girl-friend experience και Porn-Star experience.

Εκεί χρειάζεται το ένστικτο, γιατί και το να βγάλεις την φιλενάδα, και το να βγάλεις την πορν-σταρ από μια πόρνη δεν είναι καθόλου αυτονόητα. Οπότε γι' αυτό χρειάζεται η έμπειρη πούτσα του κριτικού, που θα μπορέσει μετά να ενημερώσει τον απλό φίτσουλα για τις κακοτοπιές, αλλά και για τις δυναμικές. Υπάρχουν ειδικές βαθμολογικές κλίμακες που μετρούν τα δύο μεγέθη, αλλά χρειάζεται και μια περαιτέρω ανάλυση από τον κριτικό.

-Τι έχει γράψει ο Μπουρδελίδης για την Τζέσικα;
-Κακά μαντάτα! Στην κριτική του έγραφε κατά λέξη «αυτοί που πάνε για PSE θα μείνουν με το GFE, κι αυτοί που πάνε για το GFE θα χάσουν και το PSE».
-Έλα μωρέ τον πιστεύεις; Μια ζωή μίζερος και Κακομύρης είναι! Ο Γεωργουσόπουλος της μπουρδελοκριτικής!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμοι όροι: το κωλάδικο, το μπουρδέλο.

- Μαλάκα πήγα σε μια κωλαντερί χθες... όλα τα λεφτά δικέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το νυχτερινό μαγαζί / μπαρ με γυναίκες.

Πήγαμε με τα παιδιά σε ενα κωλόμπαρο χτες βραδυ και ήταν φοβερά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε στις διάφορες σχετικά δόκιμες σημασίες που μπορεί να έχει το λαδάδικο, όπως λ.χ. κατάστημα που πουλάει λάδι ή λάδια αυτοκινήτων, ή το δεξαμενόπλοιο μεταφοράς λαδιών (δες), ούτε στα ιστορικά Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης, αλλά στη σημασία που έχει η λέξη στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, όπου σημαίνει το μασατζίδικο, δηλαδή το γαμαζί, που προσφέρει και καλούα μασάζ με χρήση σχετικών ελαίων του μασάζ, αλλά μπορεί ταυτόχρονα να λειτουργεί και ως φραπενείο, τσιμπουκάδικο, ακόμη και μπριζολάδικο, να προσφέρει δηλαδή διάφορες σεχουαλικές υπηρεσίες στη ζούλα. Συνώνυμα: λαδομάγαζο, ελαιοτριβείο (σλανγιωτατιστί).

Δεν της είπα ότι την ήξερα από το λαδάδικο όπου δούλευε πιο πριν και την είχα πάρει. (Από μπουρδελοσάη)

Σ' άλλα Λαδάδικα αναφέρεται ο Μητροπάνος, αλλά ταιριάζει ο διάσημος στίχος. Σχετικοάσχετο εντέλει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων είναι η εργαζόμενη κορασίς σε μασατζίδικο, η οποία προσφέρει απαραιτήτως μασάζ με διάφορα έλαια του μασάζ, και ενδεχομένως διάφορες σεξουαλικές "υπηρεσίες" που προσφέρονται στη ζούλα στα παρόμοια λαδάδικα.

  1. -Προσωπικά σε μασατζίδικα πηγαίνω πιο πολύ για το μασαζ.. και όταν η λαδοκόρη μου κάνει κλικ ανάλογα κρίνω και αποφασίζω. Ωστόσο και σε αυτό δώσε σημασία, λόγω της πολύχρονης ενασχόλησης μου έχω αποκτήσει άλλες σχέσεις τόσο με τις εκάστοτε αφεντικίνες ή σερίφισες είτε με κάποιες από τις λαδοκόρες.. ( και δεν ήταν λίγες). Σχέσεις οικειότητας..και κυρίως εμπιστοσύνης και σεβασμού.. Οπότε πλην ελαχίστων περιπτώσεων πάντα το επιθυμητό αποτέλεσμα επιτυγχάνονταν. Αυτά είναι απλή λογική, όχι αστροφυσική. Και θα μου επιτρέψεις να μην αναφερθώ στην Έφη ή στην κάθε Έφη. Οπως είπα αυτό είναι θέμα συννενόησης μεταξύ της κάθε λαδοκόρης που αποφασίζει αποκλειστικά εκείνη πως θα πορευτεί και του πελάτη.. Τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο. [...]
    - Ενώ το πήγες ωραία παραπάνω και για συγκεκριμένη λαδοκόρη μιλάς με λεπτομέρειες κλπ ,τώρα τα άλλαξες πάλι μιλάς ότι δεν ζεις εδώ κλπ. Άντε τώρα να βγάλεις άκρη.Εγώ μίλησα ,αφού περιγράφεις και μπαίνεις σε λεπτομέρειες , ότι μία φορά δεν σου έκατσε και την σχόλασες ,τώρα μιλάς ότι σε ενδιαφέρει μόνο το μασάζ και δεν αναφέρεσαι σε τι κάνει η κάθε λαδοκόρη.
    - Εχεις δίκιο αν κάπου δεν ήμουνα αρκετά σαφής. Η κατάσταση έχει λοιπόν ως εξής. Με ενδιαφέρει το μασάζ αλλά και το καλαμάκι εφόσον κρίνω πως η λαδοκόρη μου πάει τόσο εμφανισιακά όσο και ως χαρακτήρας. Με ένα όμορφο παγόβουνο δεν θα πήγαινα με τίποτα. Τόχω κάνει και κλαίω τα λεφτά μου. (Διάλογος σε μπουρδελοσάη)

  2. Να αναφέρω για την ιστορία ότι η κοπέλα υπήρξε και λαδοκόρη οπότε έχει εμπειρία στο "άθλημα". (Από άλλο μπουρδελοσάη).

  3. Νεα αφιξη στο στούντιο, ξανθια με ισια μακρια μαλλια τεως λαδοκορη, οπως μας ανακοινωθηκε απο την ευγενεστατη υπηρεσια. (Επίσης από μπουρδελοσάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσατσά σε μπουρδέλο, σύμφωνα με κλασικότατη γαλλιά.

  1. Από βλόγιον:

- Εσείς μαντάμ, τι προσφέρετε στο «σπίτι» σας;
- Γιατί, ρε μάγκα, στ’ άλλα μπουρδέλα σού προσφέρουν και μπακλαβά (σ.ς.: back-love-ass) και ρωτάς; Τα καλύτερα κορίτσια της πιάτσας έχουμε!
- Εκτός απ’ τα συνηθισμένα κάνετε και τίποτ’ άλλο;
- Α, κάνα μπινελίκι ν’ ανάψουν τα αίματα, καμιά λωρίδα να σφίξουν οι κώλοι, τέτοια πράγματα! Βρε άντε πάγαινε από δω να μη σε βλέπω, που όποια διαστροφή σάς καπνίσει θέλετε να τη βγάλετε στις πουτάνες! Να πάτε στις γυναίκες σας, ρε μασκαράδες, να τα κάνετε αυτά! Αλλά ξέχασα! Είναι Παναγίες οι γυναίκες σας! Είναι οι μάνες των παιδιών σας! Έννοιας σας, ρε κερατάδες, και θα 'ρθει η μέρα που θα γαμήσουν εσάς οι «παρθένες» σας και τότε θα ψάχνετε να βρείτε αρχίδια! Έννοιας σας ρε κερατάδες …

  1. Πιανίστας σε μπουρδέλο:

Ο Στρατηγός Σκραπίδας (με Σ κεφαλαίο παρακαλώ) ήταν από τους παλαίμαχους του Ελ Αλαμέιν. Γύρισε στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο με εφτά μετάλλια, ένα αυτί κουφό και την κρυφή λαχτάρα για μαύρες γυναίκες. [...] Ίσως να έφταιγε το θραύσμα της οβίδας που παρέμενε μέσα στο κεφάλι του, μετά από εκείνη την ενέδρα βαθειά μέσα στη Σαχάρα, που κόντεψε να του στοιχίσει τη ζωή. Ίσως να έφταιγε και η γεροντική άνοια. Την πρώτη, και μοναδική, φορά που ανταμώσανε ήταν στο μπουρδέλο της μαντάμ Φλώρας. Ο Ιάκωβος τελείωνε τη «Σονάτα υπό το σεληνόφως», όταν η πόρτα της κάμαρας βρόντηξε ανοιχτή. Στο άνοιγμα στεκόταν ο Στρατηγός Σκραπίδας. Ήταν αχτένιστος, το παντελόνι του ήταν ξεκούμπωτο και του τρέχαν τα σάλια από την αριστερή γωνία του στόματός του. Φαινόταν, πραγματικά, σαν να είχε πάθει εγκεφαλικό.

Μαντάμ Μέρκελ. (από Khan, 19/05/12)(από Khan, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified