Further tags

Νεόκοπο χλευαστικό πολιτικό μπινελίκι, συνδυάζει τα νεοφιλελεύθερος και λελές.

Πρόκειται για συνονθύλευμα εκκεντρικών και απροσάρμοστων μεγαλοαστών χωρίς κομματική στέγη. Το πρόθημα νεο- προσδιορίζει περισσότερο το ότι έχουν όψιμα μεταπηδήσει από άλλες εξ ίσου απροσάρμοστες κοινωνικοϊδεολογικές τοποθετήσεις και λιγότερο κάποια ειδοποιό διαφοροποίησή τους από τους απλούς φιλελέ.

Χαρακτηριστικά, πολλοί σημαίνοντες νεοφιλελέδες υπήρξαν στη νιότη τους μαρξυστές – κυρίως οπορτούνες του κοσμοπολίτικου αναρχοαριστερού χώρου, ποτέ σταλίνες (βλ. πιχί Πέτρο Τατούλη). Άλλοι ξε-πήδησαν από τα αγωνιζόμενα ΛΟΑΤ (βλ. τον πρόεδρο της Φιλελέ Συμμαχίας Γρηγόρη Βαλιανάτο). Υπάρχουν δε και σπάνιες περιπτώσεις πρώην αγριοχρίστιανων νεοφιλελέ (βλ. περίπτωση Στέλιου Ράμφου).

Σε αντίθεση με τους παραπάνω (πλην Ράμφου) που τουλάχιστον γαμήσανε στα νιάτα τους, οι νεοφιλελέ πιτσιρικάδες αναμένεται να γεράσουν χωρίς ιδιαίτερα ευχάριστες εφηβικές αναμνήσεις. Τους ξεχωρίσεις από τα λοιπούς λελέδες γιατί στα Starbuck’s κυκλοφορούν με Blackberry, ποτέ iPhone. Τα iPhone δεν είναι αρκετά κόρπορατ. Στις σπάνιες δε περιπτώσεις ερωτικής ή αυτοερωτικής κορύφωσης, οι νεαροί αυτοί φωνάζουν με νόημα «μα ποιος είμαι, ο Τζον Γκαλτ;»

Η κοσμοαντίληψη των νεοφιλελέ είναι εξόχως αντιτουριστική, ειδικά σε ένα κράτος που στηρίζεται σε αναπτυξιακό μοντέλο πελατειακών σχέσεων κομμάτων-ψηφοφόρων. Ο μεγάλος τους καημός δεν είναι ότι το κράτος δεν τους διορίζει, αλλά το ότι υπάρχει κράτος. Δεν τους ενοχλεί ο καπιταλισμός, αλλά η ουσιαστική ανυπαρξία του στην Ελλάδα. Βγάζουν φλύκταινες γιατί ο πολιτικός λόγος της λαϊκής δεξιάς της Νέας Δημοπρασίας τους θυμίζει Παπαρήγα, ενώ ακόμα το φυσάνε και δεν κρυώνει για το απονενοημένο πείραμα ένταξης των Ανδριανόπουλου και Μάνου στο μΠΑτΣΟΚ του Global Thinker.

Ανεκτικοί, πλουραλιστές, προασπιστές της ελευθερίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ανθελληνάρες, αρνησίθεοι φωταδιστές, σιωνιστές, αμερικανοτσολιάδες, φασιστόμουτρα; Εεεεσείς αποφασίζετε!

Πάσα: Μύστερ Κάδμος, δουπού.

- φιλε σπυρο δεν ειμαι νεοφιλελες αλλα δεξιος...επισης θεωρω αντεθνικο ενας πατριωτης να καταντα να υποστηριζει πως δεν υπαρχει αλλη λυση απο την αριστερα για να σωθει το εθνος...
(εδώ)

- Από τον ιεροεξεταστή νεοφιλελέ αριστερό και την περίτεχνα στολισμένη του μισανθρωπία, έφτασα να προτιμώ τον χρυσαυγίτη
(εκεί)

- πασχο ασε κατω το στρατο και την καταστολη
ξερεις πολυ καλα σαν νεοφιλελες που εισαι πως ακομα και εαν καταργησεις το κοινωνικο κρατος 3 πραγματα χρειαζεσαι σε ενα ιδανικο νεοταξιτικο κρατος : πολιτικους δικαστες καταστολη

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπέρ-ντούπερ-σούπερ γκόμενα. Αυτή που μόλις την δεις, το μόνο που θες είναι να την σφίξεις. Εξ ου και το όνομα. Είθισται να λέγεται για γκομενάκια μανιτζέβελου αναστήματος (ουχί τίποτα αλόγες), αν κι αυτό εμπίπτει στην διακριτική ευχέρεια του χρήστη.

ΥΓ. ΔΕΝ είναι επ' ουδενί μειωτικός χαρακτηρισμός. Να μην συγχέεται δηλαδή με το πινέζα, που αναφέρεται σε κοντή / στούμπο γκόμενα.

- Ποια ήταν αυτή ρε; - Η Νίκη. Κολλητή της αδερφής μου... - Μα(λ)άκα τι βίδα ήταν αυτή;;;

Ζυμαρικά βίδες (από allivegp, 06/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφορά την περίπτωση κλανιάς, ασχέτως κατηγορίας (λαδερή, λιγδιάρα, τιρμπουσονέ, κατά ριπάς, κατσαρή, παραπονιάρα, Γης Μαδιάμ, κομπολογάτη, κλπ) η οποία κατά την έξοδό της στην κοινωνία συνοδεύεται από τη μύτη βρομερού κουραδόσκατου, γεγονός που οφείλεται συνήθως σε υπερβολικό σφίξιμο.

Προς αποφυγήν τέτοιων embarrassing καταστάσεων καλό θα είναι να ακολουθείται η συμβουλή του Ηλία Πετρόπουλου σύμφωνα με την οποία μια ζορισμένη πορδή καταλήγει συχνά σε ένα μικρό σκατουλάκι. Ας αναφερθεί και η ταυτόσημη Αγγλοσαξονική (Καναδάς δεκαετία 60) έκφραση «a fart with a turtlehead» (κλανιά με κεφάλι χελώνας).

- Πού τρέχεις ρε σαν παλαβός;
- Άσε, πάω για καινούργιο σώβρακο, μπουμπούνισα μια κομπρεσεράτη και βγήκε με ψαχνό.
- Ε καλά, άμα είναι να μας χέσεις να μη σε κρατάω...

(από Vrastaman, 03/01/12)

Βλ. χέκλασα, εχεκλάνω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απαθής. Ο τελών σε κατάσταση μακάριας αδιαφορίας. Ο ευρισκόμενος σε νιρβάνα. Αυτός που δεν παίρνει μυρωδιά και δεν αντιδρά σε τίποτε.

«Βούδας της Ραφήνας» έχει χαρακτηριστεί και ο τ. Πρωθυπουργός Κ. Καραμανλής ΙΙ επειδή συνόψιζε στο πρόσωπό του τις παραπάνω ιδιότητες όταν θα περίμενε κανείς ν' αναλάβει δράση για φλέγοντα ζητήματα.

Ο «Βούδας» Καραμανλής, ο «Μαοϊκός» Πάγκαλος και άλλες ιστορίες… από το wikileaks (από εδώ)

(από Khan, 09/06/12)Ως "βούδας" χαρακτηρίζεται πλέον και ο Προκόπης Παυλόπουλος. (από Khan, 13/06/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κωδική έκφραση ώστε να μην καταλαβαίνουν οι γυναίκες τι συζητάμε με τους φίλους μας. Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσουμε μια γυναίκα αρκετά ελκυστική, και πολύ σέξι, που μας παραπέμπει σε πονηρές σκέψεις - θέλουμε να την «φάμε» δηλαδή. Η έκφραση είναι νηστίσιμο στην ουσία ρωτάει: τρώγεται; είναι γαμήσιμο;

- Κοίτα ρε μαλάκα εκείνη με το κόκκινο!!!
- Είναι νηστίσιμο;;

πατοος (από georgegreek, 28/12/11)αρτησιμο (από georgegreek, 28/12/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυπάς που ο αχτύπητος συνδυασμός προσόντων και ικανοτήτων που διαθέτει (ζηλευτός από κάθε συνειδητό κι ευσυνείδητο στρατόκαυλο -κι όχι μόνον) δεν εξαντλείται στο να μη φορά βρακί και να ‘ναι φιτ.

Κάτι στο βλέμμα (δε μασώ τον μπούτσο μου), κάτι στον τόνο της φωνής (εγώ μια φορά μιλάω), στη στάση του σώματος (έτοιμος για όλα) φωνάζει πως το ‘χει το κομαντιλίκι στο αίμα του, ακόμη κι όταν χρόνια μετά, με άλλους σειράδες, θυμάται ιστορίες του στρατώνα χτυπώντας μπιρόνια που άνοιξε με το νύχι.

Προκαλεί αύξηση της σχετικής υγρασίας σε μουνώνες (αλλά και βιτσιόζους παντός είδους) μια και πείθει πως είναι ντούρασελ ακόμη και μετά από εξτρίμ καταστάσεις.

Ειρωνικά, συνώνυμο του πτωμάντο.

1.
Το λεπτό σημείο είναι ότι σε γενικές γραμμές ο ΣΞ έχει χαλαρώσει πολύ σε σχέση με το '80, π.χ., ενώ η ΠΑ ήταν από τότε καραπουτσαριό (λόγια ανθρώπων που υπηρέτησαν τότε), οπότε υπάρχει μια σχετική (και μόνο) σύγκλιση. Από εκεί και πέρα επειδή κανείς μας δεν είναι στρατόκαυλος και δεν έχει όρεξη να το παίζει κομαντερός και καλά, ας μην αρχίσουμε να συγκρίνουμε τις εκπαιδεύσεις (και κυρίως ως προς τον β' κύκλο εκπαίδευσης). Αλλά μην ακούω και παπαριές τώρα για ζόρια στην αεροπορία….

2.
-Ο Π. είναι στην πάνω φωτογραφία; Δεν τόξευρα ότι είχε υπερετήσει και ΟΥΚας! ΥΓ: Με ‘γειές το νέο στυλ! Ωραίον! -ΟΥΚας, ΟΥΦΟάς, αερομεταφερόμενος, αμφίβιος και τρελά κομαντερός καλέ μου Σ. (τρεις λιποθυμίες για κάθε μία ανάβαση λόφου).

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως που-σαι-συ ορίζουμε τον τύπο χαζοχαρούμενης γκόμενας, η οποία όταν συναντά όμοιες της αντικαθιστά το ανθρώπινο «γεια, τι κάνεις» με το «που'σαι συ».

Συνδυάζεται απαραίτητα με υψίσυχνη φωνή (σε επίπεδα σκύλων και εξωγήινων), ύφος πάπιας (σούφρωμα χειλιών) και εμφάνιση πάντοτε στην πένα, ακόμα κι όταν η περίσταση δεν το απαιτεί (π.χ. μάθημα στη σχολή) - ή μάλλον ειδικά τότε, που όλες οι άλλες είναι ντυμένες κανονικά.

Ελέγχεται επίσης η πιθανότητα μετατροπής της ορθογραφίας του λήμματος σε «puss-εσύ».

Εντάξει, στην αρχή φαίνεται ωραία η γκόμενα, αλλά είναι bimbo στα όρια της που-σαι-συ και δεν αντέχεται για κουβέντα πάνω από πεντάλεπτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Που έχει σχέση ή θυμίζει ή αρμόζει σε κλαμπάκι.

Κλαμπίσιο λέμε συνήθως ένα συγκεκριμένο είδος μουσικής, ως προς το ύφος και τον ήχο του (δηλ. να χαρακτηρίζεται από έντονο και χορευτικό μπιτ και να έχει μεγάλη διάρκεια, ή έστω να έχει ηχητικά εφέ που χαρακτηρίζουν συνήθως ένα τέτοιο κομμάτι).

Λέμε όμως και τον ήχο αυτό καθεαυτόν που βγαίνει από ηχεία τα οποία «φωνάζουν», δηλ. προορίζονται για τις παραπάνω μουσικές και όχι πχ για τζαζ ή κλασική, οι οποίες έχουν μεγαλύτερες απαιτήσεις (όγκο, βάθος, ευκρίνεια κλπ)

Κλαμπίσιο λέμε και το ύφος ενός μαγαζιού ή μια φωνή ή, τέλος, ένα στυλ ντυσίματος που συνηθίζεται στα κλάμπζζζ, δηλ. σέξυ, φανταχτερό, αποκαλυπτικό κλπ.

Από το αγγλικό club.

Σπανίως λέγεται και για κλαμπ με την έννοια της λέσχης (βλ. παρ. 7).

  1. Ζορικο ειναι,κλαμπισιο.Ραδιοφωνικο δε θα το λεγα,εχει κάπως ένα undergroud υφακι. Γερμανικό electro gothic μου κάνει σαν ατμοσφαιρα

  2. Ευτυχώς η μουσική προχωράει και εξελίσσεται σε άλλα μέρη του κόσμου οπότε δεν στερούμαστε μουσικών ακουσμάτων...και ναι φίλε μου, ακόμα και. «κλαμπίσια»

  3. Ο δισκοθέτης επέλεγε μουσική κλαμπίσια, αισθητικώς ανώτερη των γραικυλικών αλυχτισμάτων.

  4. Σκέφτομαι να στήσω ένα συστηματάκι ηχείων κλαμπίσιο για να έχω «εικόνα» ήχου στυλ club

  5. Όπα ρε μάστορα θα μου πείτε(με το δίκιο σας) και απο ποιότητα τί γινεται;Άμα είναι απλά να φωνάζουν πάω και αγοράζω 2 κλαμπίσια ηχεία και ξεμπερδέυω.

  6. Τόπος συνάντησης της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας το Villa Mercedes, έδωσε στο Γκάζι την κλαμπίσια αίγλη που χρειαζόταν.

  7. Οι Llumar Titanium μπήκαν σήμερα, στο κατάστημα Ψυχικού. Όλα καλά και τιμή κλαμπίσια...
    με γεια σου σταυρο! σου ζήτησαν κάρτα μελους ή απλα ειπες οτι εισαι απο το club;

Kλαμπίσιο σάντουιτς (από Vrastaman, 18/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ως εμφάνιση: Ο πολύ χοντρός άνθρωπος. Δηλαδή αυτός που έχει κρέατα όχι μόνο για τον εαυτό του, αλλά και για να πουλήσει το απόθεμα σε άλλους. Το -πωλείο εδώ μπορεί να συσχετισθεί και με το -εμπορας, λ.χ. στα κακαδέμπορας, κουραδέμπορας, όπου κάποιος εμφανίζεται να προτείνει προς πώληση αηδιαστικά μέρη του κορμιού του (και μεταφορικώς βεβαίως) ή με το αγγλικό -monger. Στο κρεοπωλείο βέβαια η έμφαση είναι περισσότερο στην περίσσεια των κρεάτων που επαρκούν και για εξαγωγή. Κυρίως λέγεται ως κινητό κρεοπωλείο.

  2. Στο μπουρδελοϊδίωμα είναι περίπου συνώνυμο του μπριζολάδικο, δηλαδή σημαίνει ευαγές ίδρυμα όπου προσφέρεται πλήρες σεχ. Βέβαια πρόκειται περισσότερο για ασθενή μεταφορά παρά για παγιωμένο τεχνικό όρο, όπως το μπριζολάδικο. Μια μεταφορά, η οποία έχει κάπως ηθικολογική χροιά και καυτηριάζει το γεγονός ότι πωλείται πλήρες σεξ, ως μή όφειλε. Λ.χ. θα χαρακτηριστεί λιγότερο ως κρεοπωλείο ένα μπουρδέλο, ενώ περισσότερο ένα στριπτιτζάδικο ή μασατζίδικο ή άλλα μέρη που δεν προσφέρουν επίσημα παρόμοιες υπηρεσίες. Η μεταφορά κρεοπωλείο θίγει εν προκειμένω α) το ότι δεν υποτίθεται ότι προσφέρεται η πλήρης αυτή υπηρεσία στο εν λόγω γαμαζί, β) ότι αυτό παρ΄ όλαφ τα γίνεται με την ενθάρρυνση της διεύθυνσης του γαμαζιού και όχι από πρωτοβουλία μιας επιμέρους κορασίδας. Εφόσον βέβαια πρόκειται για απλές μεταφορές, η χρήση ποικίλλει.

Εξάλλου, ο όρος κρεοπωλείο χρησιμοποιείται ευρύτερα ως ηθικολογική μεταφορά για να καυτηριαστεί η επίδειξη ή σεξουαλική εργαλειοποίηση ανθρώπινης σάρκας, λ.χ. και σε παραλίες, πλατείες, νυφοπάζαρα και όπου.

- Τον φίλο σου, το κινητό κρεοπωλείο τι τον έφερες; Αφού έχει τον γκομενοδιώκτη.

- Παλιά κάναμε και τον χαβαλέ μας στο γαμαζί, πίναμε το ποτάκι μας, λέγαμε καμιά μαλακιούλα. Τώρα που έχει γίνει κρεοπωλείο και μαζεύεται όλη η καυλοπιτσιρικαρία στην ουρά για να κουρτινιάσει, τι να ευχαριστηθείς;
(Παράπονο πουρέιτζερ για την εκτράχυνση των γαμαζιών).

Στο 0.20 γράφει "το κρεοπωλείο της νέας εποχής". (από Khan, 08/11/11)(από Khan, 09/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο για το μυρμήγκι, δηλαδή για την αντιασφυξιογόνο μάσκα GP-5, που φοριέται από διαδηλωτές που θέλουν να αποφύγουν τις συνέπειες από την χρήση χημικών από τους αστυνομικούς. Το κάτω μέρος της παρομοιάζεται δηλαδή με την προβοσκίδα του ομώνυμου ζώου.

- Ξέρει κανεις που μπορώ να βρω μασκα στυλ μηρμηγκοφαγου στην Αθήνα;; Έχω φαει όλο τον κόσμο και δεν βρισκω.
(Εδώ).

(από Khan, 01/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published