Το αλητάκι, το μαγκάκι.

Πάντα αναφέρεται σε παιδί και συχνότερα με τους τρυφερούς υπαινιγμούς ενός άγουρου βιοπαλαιστή στον οποίο ηθικά συγχωρούνται μικροπαραβιάσεις του νόμου και των κανόνων υγιεινής καθώς και μια φτωχική ενδυματολογικά εμφάνιση.

Μάλλον από το γαλλικό gamin. Αν κάποιος διορατικός βρει κάτι ελληνοπρεπές στην ετυμολογία ας ενημερώσει.

Γνωστό κλισέ «τα χαμίνια στο δρόμο» λες κι υπάρχουν χαμίνια στα σαλόνια.

Ο Ναπολιτάνος scugnizzo ήταν είδος χαμινιού.

Από χαμίνι δίχως στον ήλιο μοίρα μεγαλοκαρχαρίας ο Κωστάκης. Αλλά από τότε έδειχνε πόσο κωλοπετσωμένο ήτανε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται και σφιχτερμάνος, κατά το πολισμάνος. Ο σφίχτης, τούμπανος, μουσκουλάτος, φουσκωτός. Ο πολύ γυμνασμένος και συνήθως με λίγο μυαλό. Δουλεύει πόρτα στο μαγαζί της γειτονιάς για να πληρώνει τις κρεατίνες του.

Της την πέφτω και μετά από λίγο σκάει ο γκόμενός της, ένας σφίχτερμαν, και την κάνω με ελαφρά...

Βλ. και μπρατσορακέτας, σφίχτης, μπονταίος, πρησμένος, σβάρτσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που περπατάει λες και έχει καταπιεί κρεμάστρα.

Ο πολύ γυμνασμένος (ή φουσκωμένος - γνωστός και ως τρόμπας ή πρησμένος), ο οποίος δεν παραλείπει σε κάθε ευκαιρία να επιδεικνύει τους μυς του (κυρίως σε γυναίκες).

- Κοίτα ρε μλκ έναν σφίχτερμαν. Άμα τον τσιμπήσεις, θα ξεφουσκώσει!

(από Τσακ εις την μέσην, 28/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα παραδοσιακά παπούτσια All Star της Converse (πλέον Nike) από τη στιγμή που έγιναν μόδα. Παλιά τα φόραγαν οι ροκάδες, οι πάνκηδες, οι σκεϊτάδες, ακόμη και οι μεταλάδες. Τα τελευταία χρόνια έχει γίνει μόδα, φοριέται σε όλα τα καλά και αλτέρνατιβ κλαμπ και τα βρίσκεις σε διάφορα χρώματα και σχέδια σε όλα τα μοδάτα μαγαζιά με ρούχα και παπούτσια που ψωνίζουν οι χατζηγιάννηδες. Αποτελεί απαραίτητο πατούμενο, για το γυναικείο φύλο, μαζί με τις μπαρέτες.

- Πήγα και πήρα καινούρια σταράκια σήμερα. Ένα ζευγάρι χαμηλό μοβ και ένα μποτάκι πράσινο. Θα σκάσει από το κακό της η Κατερίνα που το 'παιζε κάποια με αυτά που πήρε από το Λονδίνο με τα λουλούδια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτοί με το ξυρισμένο κεφάλι και τα δερμάτινα, τα μαύρα, κλπ. Ξέρετε, οι ζόρικοι, αυτοί που τον σκυλοπαίρνουν κατά τ' άλλα. Λίγο φασό, λίγο απ' ό.... Από την αγγλική λέξη skinhead.

- Καημός η κυρά Λέλα! Ο γιος της ξηγήθηκε σκίνι και αυτή το φυσάει και δεν κρυώνει!
- Καλά να πάθει, αυτή και το σόι τους τον έμαθαν έτσι. Πού νά 'ξερε ότι τον παίρνει κιόλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ντεκολτέ γυναικός που έχει δεχθεί τις περιποιήσεις πλαστικού χειρούργου. Κατ΄επέκταση και ολόκληρη η φέρουσα. Από την γνωστή περιοχή της Καλιφόρνια.

προφανές!

Mona Lisa πριν και μετά από Tom Pousti (από Khan, 03/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κομψός, ο καλοντυμένος, ο τσίλικος.

Στυλάτο σε βλεπω σήμερα μαλάκα, για γκόμενες πας; Πολύ σένιος!

Σύγκρινε με φρεσκαδούρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ξεπερασμένος όρος.

Ο κομψευόμενος. Από το γαλλικό distingué (ο κομψός, αυτός που ξεχωρίζει, που έχει την εμφάνιση και τον αέρα διακεκριμένου ατόμου).

Το γεγονός ότι συχνά η εμφάνιση δεν συνοδευόταν από το ανάλογο περιεχόμενο, καθώς και το ότι στο παρελθόν δεν θεωρούνταν «ανδροπρεπές» να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα ένας άνδρας, το ντιστενγκές πήρε την έννοια του «θηλυπρεπή» (όχι απαραίτητα ομοφυλόφιλου), μη αρρενωπού άνδρα.

  1. Εγώ είμαι εγώ Ευζωνάκι γοργό
    μέσα στον κόσμο τιμημένο
    ποιός ντιστενγκές, ποιός κουραμπιές
    μπορεί να βγει μπροστά σε μένα

(από το παλιό τραγούδι «Ευζωνάκι γοργό»

  1. Κοίτα τον! Παρφουμαρισμένος, στην τρίχα, σνομπ και όλο με το «σεις» και με το «σας»! Πώς να κάνω παρέα με τέτοιο ντιστενγκέ; Να πάμε στο γήπεδο και να φοβάται μην τσαλακωθεί το Αρμάνι;

(από Fotis Nitsiopoulos, 07/06/11)(από Fotis Nitsiopoulos, 07/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικώς το γνωστό συμπαθές ελεφαντάκι της Disney (βλ. σχετική φωτό) με σήμα κατατεθέν τα μεγάλα και πεταχτά αυτιά. Εξαιτίας αυτού του χαρακτηριστικού, έχει επικρατήσει να αποκαλούμε ντάμπο όλους αυτούς που έχουν μεγάλα και πεταχτά αυτιά, τις λεγόμενες αυτόγκες ή αυτούμπες. (βλ. σχετικές φωτό)

Προσοχή: ο γνωστός δημοσιογράφος Γιώργος Αυτιάς (βλ. φωτό), παρά το όνομα και όλα τ' άλλα κακά της μοίρας του που αναλύονται στο ομώνυμο λήμμα, ΔΕΝ είναι ντάμπο. Τα υπόλοιπα κουσούρια αρκούν και προσφέρονται εξίσου για χαβαλέ, οπότε παρακαλώ χρησιμοποιείτε αυτά.

Συνώνυμα: αυτιάγγουρας, μπακαυτιάς.

Φυσικοί εχθροί: Ο γνωστός πρώην πρωταθλητής της πυγμαχίας Mike Tyson (βλ. σχετική φωτό), ο οποίος προφανώς έχει ένα πράμα με τ' αυτιά, οπότε αν είσαι και ντάμπο κινδυνεύεις ακόμη περισσότερο.

Τέλος, παρά την κρατούσα άποψη ότι τα μεγάλο αυτιά δεν είναι ιδιαίτερα όμορφα, πολλοί συνάνθρωποί μας (τρόπος του λέγειν) όχι μόνο επιθυμούν να τ' αποκτήσουν (φωτό) αλλά έχουν βασίσει και την επαγγελματική τους καριέρα σ' αυτά (φωτό)

- Πώς σου φάνηκε τελικά η Σούλα, δε μας είπες...
- Έλα ρε τώρα, ο ντάμπο το ελεφαντάκι. Τουλάχιστον ακούει καλά μ' αυτές τις αυτούμπες; Τρία στρέμματα αυτί ρε πούστη μου και πας να μου την πασάρεις για μοντέλο; Έλεος.
- Τσου ρε Αλέν Ντελόν, που σου πέφτει και λίγη...

Got a better definition? Add it!

Published

Η λέξη νταγλαράς, ή νταγκλαράς, ετυμολογείται από την τούρκικη λέξη dοgli (ορεσείβιος), που προέρχεται από την επίσης τούρκικη λέξη dag (βουνό).

Η λέξη dag (βουνό), παραπέμπει σε πολύ ψηλό και άχαρο άνθρωπο (ταβανόσκουπα), ενώ η λέξη dogli (ορεσίβιος), παραπέμπει σε κάποιον που, ενώ μπορεί να ζει στην πόλη, εντούτοις άγεται και φέρεται λες και ζει στα βουνά, σαν ορεσίβιος (φέρεται άγαρμπα, άκομψα, ατσούμπαλα, δεν έχει λεπτούς τρόπους, κλπ).

Εκφέροντας λοιπόν τον όρο, αναφερόμαστε σε έναν πολύ ψηλό και άχαρο άνθρωπο, σε έναν κρεμανταλά.

Ο όρος, έχει αντίστοιχη σημασία με τη λέξη μαγκλαράς.

Τα σπεκια στον φίλο Hank που το ανέβασε στο Δ.Π. αλλά και στον φίλο baznr, που μου το είχε προτείνει τις προάλλες, εδώ.

  1. Νά 'ναι καλά όπου και να βρίσκεται ο νταγλαράς που έβαλε πλάτη ανάμεσα στο μπάτσο και την είσοδο της πολυκατοικίας. Προλάβαμε να χωθούμε μέσα και γλυτώσαμε.
    Δες

  2. Νταγλαράς, δύο μέτρα, εκατό κιλά και με δέκα νταν, να διαλύω τα αυτοκίνητα και να ρίχνω και δυο γερές σε όποιον μου ζητάει τα ρέστα.
    Δες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified