Further tags

Υπέρβαρο μπάζο που κάθεται στον κάθε πικραμένο (Εσκιμώο και μη) χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.

- Πού να στα λέω, είχε φοβερή επιτυ..

- Ουστ ρε σαβουρογάμη, όλο με βολικές αρκούδες την βγάζεις!

Hello, big boy! (από Vrastaman, 31/07/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρός άντρας.

Τι αβοκάντο είναι αυτό ο Τάσος αδελφάκι μου; Ανεβαίνει στη ζυγαριά και γράφει «Μην ανεβαίνετε όλοι μαζί».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και χοντρός και αμπλαούμπλας και στόκος. Οπωσδήποτε βλέμμα μοσχαρίσιο απλανές.

Αν και η λέξη είναι αρσενικού γένους, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για γυναίκες εφόσον πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις.

Ιδιαίτερα απαξιωτικός χαρακτηρισμός. Τον κάνει ιδιαίτερα βαρύ η παρουσία του συμφωνικού συμπλέγματος -γλ- το οποίο είναι ιατρικώς τεκμηριωμένο ότι μπορεί να προκαλέσει ανεξέλεγκτα αισθήματα βαθύτατης αηδίας π.χ. γλίτσα και γλιάμπουρας

Σχετικά λήμματα: τα ζώα μου αργά, χαϊβάνι

- Άσ' τονε τον βόιδαγλα ... χάνεις τα λόγια σου ... ένα όρθιο, τελειωμένο ζώο είναι.

(από poniroskylo, 08/05/08)(από poniroskylo, 08/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται σε γυναίκες που το παίζουν ωραίες προκαλώντας με δηλώσεις και ενδυματολογικές επιλογές, αλλά ουσιαστικά είναι πολύ άσχημες και πολύ μεγάλες σε πλάτος. Προέρχεται από το όνομα της Πάμελας Άντερσον (που συνήθως αύτο είναι το είδωλο των συγκεκριμένων γυναικών).

- Ξέρεις τη Σταυρούλα; Μου έχουν πει ότι είναι πόλυ hot και sexy.
- Τι λες ρε; Φάλαινα Άντερσον είναι! Να την έβλεπες πώς ντυνόταν στο σχολείο... Σκέτη φρίκη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κοντός, χοντρός και καραφλός άντρας.

- Καλά είδες τον τύπο που τα έφτιαξε η Μαίρη;
- Ναι ρε συ! Καλά τι του βρίσκει του θερμοσίφωνα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ χοντρός, γιγαντόσωμος. Προέρχεται από τον μεγάλο αθλητη Δ. Τόφαλο, παγκόσμιο πρωταθλητή της άρσης βαρών στις αρχές του αιώνα και μετέπειτα παλαιστή του κατς.

- Πω-πω πώς πάχυνε έτσι ο Νικολάκης, σαν τόφαλος έγινε!

(από perkins, 29/05/10)Δημήτριος Τόφαλος (από joe909, 05/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το κτήνος (φουσκωτός ή απλά χοντρός) που κλασικά έχει τεράστιες παλάμες, χοντρά χέρια και δάχτυλα. Ο όρος μπορεί να χρησιμοποιηθεί και απευθείας για το χέρι του (το βυζόχερο).

Πού πας ρε Καραμήτρο, άμα φας φούσκο από αυτό το βυζόχερο ο μισός θα πάει χαμένος...

(από Hank, 04/02/09)(από patsis, 02/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ορισμός

Χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε άτομο, συνήθως ευτραφές, τη στιγμή που μπαίνει στο οπτικό σου πεδίο, κρύβοντας το αντικείμενο παρατήρησης, συνήθως μια ενδιαφέρουσα ύπαρξη.

Ετυμολογία

κρύβω (αρχ. κρύπτω) + τόφαλος -> κρυπτόφαλος

Για προχωρημένους

Ο όγκος του κρυπτόφαλου (που πρέπει να είναι μεγαλύτερος απ' τον όγκο του αντικειμένου παρατήρησης) από μόνος του αποτελεί αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη.

Για να ισχύει ο όρος, πρέπει ο κρυπτόφαλος να είναι και χαμηλότερου ενδιαφέροντος από το αντικείμενο παρατήρησης, αν όχι αντικειμενικά, τουλάχιστον σύμφωνα με τα γούστα του παρατηρητή:

όπου x ο παρατηρητής, y ο κρυπτόφαλος, z το αντικείμενο παρατήρησης, V ο όγκος και f η συνάρτηση ενδιαφέροντος / γούστου.

Συνώνυμα

Σε περίπτωση που το συμβάν λαμβάνει χώρα σε μπαρ, ο όρος συναντάται και ως «μπαρκούδα».

- Πσσσσσσσσσς! Κοίτα το γκομενάκι εκεί κοίτα-κοίτα-κοίτα!
- Πού ρε;
- Εκεί ρε, εκεί! Κοίτα-κοίτα-κοίτα! Πσσσσσς! Αυτά είναι!
- Πού ρε, δε βλέπω!
- Καλά άστο... μπήκε κρυπτόφαλος στη μέση...
- Α ναι, τον κρυπτόφαλο τον βλέπω...
- Μαλάκα μου είσαι αργός...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified